Εδώ και μήνες οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των Η.Π.Α προσπαθούσαν να πείσουν τον Τραμπ να μην αποχωρήσει από τη συμφωνία με το Ιράν αλλά απέτυχαν. H συμφωνία υπεγράφη στις 14 Ιουλίου 2015, έπειτα από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία , 5+1) και του Ιράν.
Οι κύριοι άξονες της συμφωνίας αφορούσαν τον περιορισμό του εμπλουτισμού ουρανίου τον περιορισμό παραγωγής πλουτωνίου, την ενίσχυση των επιθεωρήσεων, την άρση των κυρώσεων που επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών ενώ με την ίδια διαδικασία θα ακολουθούσε και η άρση των κυρώσεων του ΟΗΕ. Όσον αφορά τις κυρώσεις που αφορούσαν το πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων και την προμήθεια επιθετικών οπλικών συστημάτων διατηρούνταν. Η απαγόρευση μεταφοράς ευαίσθητων υλικών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο ιρανικό βαλλιστικό πρόγραμμα παρέμενε σε ισχύ για οκτώ χρόνια, εκτός της περίπτωσης που το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ θα έδινε συγκεκριμένη άδεια.
Είχε η συμφωνία προβλήματα; Ναι είχε διότι καταρχάς δεν ήταν βέβαιο ότι κατόρθωνε να αντιμετωπίσει τις μακροπρόθεσμες ανησυχίες σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν δεύτερον δεν περιόριζε το πρόγραμμα των βαλλιστικών πυραύλων και τρίτον δεν έβαζε φραγμό στην πολιτική του Ιράν στη Μέση Ανατολή. Παρ’όλα αυτά συνιστούσε μια καλή αρχή.
Η απόφαση του Ντόναλντ Τράμπ για αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη συμφωνία την καθιστά περίπου νεκρή. Ωστόσο η απόφαση δεν ήταν μεγάλη έκπληξη δεδομένου ότι ο Τραμπ είχε κατ΄επανάληψη χαρακτηρίσει τη συμφωνία ως τη χειρότερη που υπήρξε ποτέ.
Τι γίνεται από δω και πέρα. Πρώτον η απόφαση είναι ένα «δώρο» τόσο στη Σαουδική Αραβία όσο και στο Ισραήλ. Δεύτερον η απόφαση ενδέχεται να αναζωπυρώσει τις ήδη υπάρχουσες εστίες συγκρούσεων στον Λίβανο, στο Ιράκ, στη Συρία και στη Λιβύη. Τα τελευταία χρόνια στη Μέση Ανατολή ανταγωνίζονται επί της ουσίας δυο στρατόπεδα.
Είναι επείγουσα η χάραξη μιας αυτόνομής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.
Το ένα είναι το φιλο-ιρανικό που αποτελείται από την Ιρανική κυβέρνηση, την Συριακή κυβέρνηση, τη Χεζμπολάχ και κάποιους μη κρατικούς δρώντες και από την άλλη βρίσκεται το αντι-ιρανικό στρατόπεδο, που αποτελείται κυρίως από το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, την Αίγυπτο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η Ιερουσαλήμ και το Ριάντ ανησυχούν καιρό για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά και για την παρουσία του Ιράν στο Ιράκ, στο Λίβανο, στο Μπαχρέιν και τη Συρία., όπου το Ιράν έχει αποδείξει ότι μπορεί να εκμεταλλεύεται τις εσωτερικές διαιρέσεις.
Εάν η συμφωνία τερματιστεί πλήρως, οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή θα μπορούσαν να κλιμακωθούν σε επικίνδυνο επίπεδο. Είναι πιθανό διάφορα μέτωπα στη Συρία να καταστούν περισσότερο θανατηφόρα. Διότι η συμφωνία με το Ιράν δεν αφορούσε μόνο τη δυνατότητα κατασκευής πυρηνικών όπλων. Επρόκειτο και για ένα μέσο ελέγχου των εντάσεων στη Μέση Ανατολή και ως εκ τούτου αποτροπής ενός νέου καταστροφικού πολέμου.
Κάτι άλλο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο Τράμπ δεν αναφέρθηκε μόνο στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Έκανε λόγο για αλλαγή καθεστώτος, μίλησε για το Ιράν ως απειλή για την περιοχή.
Όσον αφορά τις κυρώσεις, δεδομένης της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης, το νέο κύμα αμερικανικών κυρώσεων μπορεί να έχει επιπτώσεις στην οικονομία του Ιράν αλλά η κατάσταση δεν είναι η ίδια όπως το 2015.
Πριν τη συμφωνία είχαν επιβληθεί κυρώσεις τόσο από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών όσο και από την Ευρώπη. Άρα τώρα ο αντίκτυπος των κυρώσεων των ΗΠΑ για την ιρανική οικονομία θα εξαρτηθεί από την αντίδραση των ευρωπαίων εταίρων της.
Εάν η Ευρώπη που όπως όλα δείχνουν συνεχίσει τη συνεργασία με το Ιράν, οι επιπτώσεις στην οικονομία θα είναι πολύ λιγότερες. Και εδώ μπαίνει το ζήτημα της στάσης και της στρατηγικής της Ευρώπης.
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις είναι παραπάνω από σαφές ότι είναι επείγουσα η χάραξη μιας αυτόνομής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.
Η Ε.Ε και τα κράτη μέλη της δεν μπορούν να συρθούν πίσω από τις ΗΠΑ σε αυτό το ζήτημα, διότι μια τυχόν απόσυρση θα ήταν αφενός αντίθετη με τα συμφέροντα ασφάλειας της Ευρώπης ενώ θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγαλύτερη αστάθεια στη Μέση Ανατολή με άμεσο κίνδυνο η Ευρώπη να υποστεί τις συνέπειες. Πέραν αυτού εάν η ΕΕ εγκαταλείψει τη συμφωνία κινδυνεύει να χάσει κάθε ίχνος αξιοπιστίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν χρειάζεται αναπροσαρμογή της πολιτικής της σε μια πιο αυτόνομη κατεύθυνση μόνο λόγω του Τραμπ. Τη χρειάζεται κυρίως διότι η παγκόσμια τάξη έχει αλλάξει. Σήμερα επικρατεί ένα πολυπολικό σύστημα που περιλαμβάνει μεγάλες αλλά και περιφερειακές δυνάμεις.
Κανείς δεν πρόκειται να υπερασπιστεί το ευρωπαϊκά συμφέροντα και την Ευρώπη καλύτερα από τη ίδια την Ευρώπη και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η ΕΕ πρέπει να αναπτύξει τη δική της αντίληψη για τον κόσμο.
Σε έναν σύστημα όπου οι διάφορες μεγάλες δυνάμεις συνεργάζονται και ανταγωνίζονται μεταξύ τους ταυτόχρονα, η συμμαχία με τις ΗΠΑ παραμένει ζωτικής σημασίας για την Ευρώπη. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει να στείλει ένα σαφές μήνυμα ότι η Ευρώπη έχει και κόκκινες γραμμές. Και η ΕΕ πρέπει να επενδύσει σε συνεργασίες με κράτη και δυνάμεις προκειμένου να πετύχει τους στόχους της.
Στην παρούσα φάση προτεραιότητα αποτελεί να παραμείνει ζωντανή η συμφωνία με το Ιράν και αυτό για να συμβεί θα πρέπει η Ε.Ε να συνεργαστεί με τα άλλα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας που διαπραγματεύτηκαν τη συμφωνία: την Κίνα και τη Ρωσία. Το πολυπολικό σύστημα που πλέον επικρατεί απαιτεί ευελιξία κινήσεων.
Είναι αλήθεια λίγο χαοτικό να χρειάζεται να συνεργάζεσαι σε κάποια πεδία και να ανταγωνίζεσαι ταυτόχρονα. Αλλά σε αυτόν τον κόσμο που τα συστήματα ισχύος έχουν αλλάξει καλείται να λειτουργήσει η Ε.Ε και να προσαρμοστεί χαράζοντας μια αυτόνομη στρατηγική.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Albert Goodwin, Apocalypse