Παρασκευή, 09 Φεβ 2018

Ομιλία Β. Μάρκη στην εκδήλωση «Κοινό περί δικαίου αίσθημα Vs. Κράτος δικαίου»

αρθρο του:

Πρέπει να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, που μου δίνει την ευκαιρία να βρίσκομαι απόψε εδώ ανάμεσα σε ανθρώπους που βαθύτατα και διαχρονικά εκτιμώ.

Δεν πρόκειται να σας απασχολήσω για θεωρητικά ζητήματα. Αυτό που θα προσπαθήσω να κάνω στα λίγα λεπτά της εισήγησής μου, είναι να σας εκθέσω τη βιωματική μου σχέση με το πρόβλημα, με βάση την υπερσαραντάχρονη εισαγγελική μου πορεία.

Σε καθημερινή βάση, σε ολόκληρη την Ελλάδα, εκατοντάδες δικαστήρια εκδικάζουν χιλιάδες υποθέσεις. Παράλληλα, εισαγγελείς ασκούν εκατοντάδες ποινικές διώξεις και απορρίπτουν ή αρχειοθετούν εκατοντάδες δικογραφίες, ενώ για εκατοντάδες υποθέσεις ενεργείται προκαταρκτική εξέταση, ή προανάκριση ή κύρια ανάκριση.

Το σύνολο αυτού του έργου αποτελεί τη συνεισφορά της Δικαιοσύνης των Δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών στην καθημερινή υλοποίηση αυτού που έχουμε συνηθίσει να λέμε λειτουργία του κράτους Δικαίου.

Το έργο αυτό, στο οποίο εμφιλοχωρούν αρκετά συχνά και λάθη και αστοχίες και που εκτελείται αρκετές φορές κάτω από δύσκολες συνθήκες εκτελείται “ερήμην” τόσον της κοινής γνώμης όσον και της πολιτικής.

Το ορθότερο, θα ήταν ίσως να πω ότι το έργο αυτό “έμμεσα” μόνο συνδέεται με τη κοινή γνώμη. Η τύχη κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης στο συνήθως συμβαίνουν, αφορά αποκλειστικά και μόνο τους διαδίκους και το περιβάλλον τους.

Κάθε επίθεση κατά των δικαστικών λειτουργών για το χειρισμό μιας υπόθεσης, προσλαμβάνει χαρακτηριστικά απαξίωσης της Δικαιοσύνης.

Έτσι καθημερινά υπάρχει μεγάλος αριθμός πολιτών που είναι ικανοποιημένοι από τη Δικαιοσύνη (είναι αυτοί που η υπόθεση τους είχε θετική έκβαση), ενώ εκείνοι που θίγονται από τις αποφάσεις ή ενέργειες εκφράζουν ιδιαίτερα αρνητικά αισθήματα κατά της Δικαιοσύνης σε πρώτη ευκαιρία. Αν μάλιστα δικηγόρος είναι από αυτούς τους λίγους, που δικαιολογούν την απώλεια της υπόθεσης, αποδίδοντας την σε διαπλοκή των δικαστών, τότε τα αρνητικά αισθήματα είναι περισσότερο έντονα. Οι δύο αυτές μεγάλες ομάδες διαμορφώνουν τη θέση της κοινής γνώμης «έναντι της Δικαιοσύνης» όπως αυτή εκφράζεται σε διάφορες σφυγμομετρήσεις.

Η εικόνα αυτή, αλλάζει δραματικά σε κάποιες υποθέσεις. Ισχυροί οικονομικά διάδικοι, Μ.Μ.Ε., συντεχνίες, κόμματα και κυρίως εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας πρωταγωνιστούν στις περιπτώσεις αυτές στην προσπάθεια επηρεασμού των δικαστικών λειτουργών. Στις μεθόδους περιλαμβάνονται απειλές ή έπαινοι, δυσφημιστικά δημοσιεύματα για τους ίδιους ή μέλη της οικογένειάς τους. Και αν η μεθοδολογία αυτή χρησιμοποιείται από τους υπόλοιπους, η ζημιά που γίνεται μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα ή δύσκολα, χωρίς σοβαρές επιπτώσεις. Αν όμως οι επιθέσεις προέρχονται από την εκτελεστική εξουσία τα πράγματα διαφέρουν. Η κυβέρνηση απευθύνεται σε ένα πολύ μεγάλο ακροατήριο και διαθέτει τους τρόπους και τα μέσα για μια ευρύτατη δημοσιότητα, με αποτέλεσμα κάθε επίθεση κατά των δικαστικών λειτουργών για το χειρισμό μιας υπόθεσης, να προσλαμβάνει χαρακτηριστικά απαξίωσης της Δικαιοσύνης.

Πρόσφατα μια νέα φρασεολογία εμφανίστηκε στο δημόσιο διάλογο, καθώς από κυβερνητικά χείλη και όχι μόνο προβάλλεται η επιθυμία ή απαίτηση οι δικαστικές αποφάσεις να αντανακλούν το λεγόμενο «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Αυτό συμβαίνει κυρίως σε περιπτώσεις που αμφισβητείται η κρίση κυρίως συλλογών οργάνων της δικαιοσύνης, όπως π.χ. η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας. «Τι σημαίνει ακριβώς αυτό; Ποιος εκφράζει αυτό το αίσθημα και τι συμβαίνει αν υπάρχουν υπόνοιες ή ακόμη και βάσιμες ενδείξεις δυσαρμονίας μεταξύ του αισθήματος και της απόφασης; Θα επικρατήσει το συναίσθημα ή θα κατισχύσει η απόφαση; Στην πραγματικότητα η απάντηση είναι απλή. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα δεν έχει καμία θέση στη συζήτηση για τη δικαιοσύνη, η επίκληση του γίνεται εκ του πονηρού και με σκοπό να μετριάσει ή να εξουδετερώσει τις συνέπειες της δικαστικής απόφασης, η δε ενδεχόμενη επικράτησή του απειλεί καίρια την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης καθώς την καλεί να αφουγκράζεται την κοινωνία και να συντονίζει τις ενέργειες της με την εικαζόμενη βούληση μιας θολής πλειοψηφίας. Η ορθή δικαστική κρίση δεν συμβαδίζει αναγκαστικά με τις όποιες πλειοψηφίες διαμορφώνονται στην κοινή γνώμη, αλλά οφείλει να προστατεύει και τα δικαιώματα των ολίγων έναντι των πολλών. Οι δικαστές δεν ακολουθούν ευμετάβλητες πλειοψηφίες της κοινής γνώμης, αλλά το Σύνταγμα και τους νόμους (βλ. Βασίλειος Σκουρής: Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης: 30 χρόνια μετά).

Η θέση αυτή με εκφράζει απόλυτα, γι’ αυτό και την αποδέχομαι πλήρως. Έχω δε τη γνώμη ότι αν κάποιος ήθελε να ασκήσει σε κάποιες αποφάσεις, πέραν της επιστημονικής κριτικής εκείνο που θα μπορούσε να επικαλεστεί είναι η «παραβίαση της κοινής λογικής». Γιατί δυστυχώς και αυτό συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις, όπως π.χ. σε γνωστή υπόθεση που το δικαστήριο, δέχθηκε ότι κάποιος Έλληνας πολίτης έχει στη διάθεσή του ποσό πολλαπλάσιο, εκείνον που κατέχουν όλοι μαζί, οι δέκα πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο, αλλά και σε άλλη υπόθεση που το δικαστήριο για να στηρίξει τον δικανικό του συλλογισμό, δέχθηκε, ότι ο ενάγων (που σημειωτέον είχε γεννηθεί τη δεκαετία του 1950, υπήρξε εκ των συνιδρυτών του Κ.Κ.Ε).

Θα τελειώσω την παρέμβαση μου με επίκληση της εμπειρίας μου, για το πώς αντιμετωπίζονται στο εσωτερικό της δικαιοσύνης, οι προσπάθειες αυτές επηρεασμού και καθοδήγησης από εξωγενείς παράγοντες. Μεγάλος αριθμός δικαστικών λειτουργών και κυρίως εκείνοι που είναι σίγουροι για τον εαυτό τους και τη συγκρότησή τους παραμένουν αδιάφοροι και ενεργούν ψύχραιμα και κατά συνείδηση. Ένας μικρός αριθμός θέλγεται από τους επαίνους και τα συγχαρητήρια και φροντίζει να συμπλέει προς την κατεύθυνση αυτή. Άλλους, ελάχιστους φοβίζουν οι επιθέσεις και τα αρνητικά δημοσιεύματα, κυρίως όταν πρόκειται για επιθέσεις κατά συγκεκριμένου προσώπου. Τέλος υπάρχει ένας μικρός αριθμός δικαστικών λειτουργών που οι οποιεσδήποτε επιθέσεις, όχι μόνον δεν τους πτοούν, αλλά λειτουργούν προς αντίθετη κατεύθυνση για να αποδείξουν ότι διαθέτουν δικαστικό φρόνημα που δεν κάμπτεται από οποιαδήποτε έξωθεν παρέμβαση.

Τέλος διαχρονικά υπάρχει ένας μικρός αριθμός ανωτάτων κυρίως δικαστικών λειτουργών που εγώ αποκαλώ «καριερίστες», που έχοντας τη φιλοδοξία να καταλάβουν θέσεις στη δικαστική ιεραρχία, που καλύπτονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (Προέδρων και Αντιπροέδρων, Ανωτάτων δικαστηρίων και Εισαγγελέα Αρείου Πάγου), φροντίζουν να εναρμονίσουν τις ενέργειές τους με τις κυβερνητικές επιδιώξεις. Δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι τρία από τα μέλη της σύνθεσης του πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου, που με απόφαση του δικαίωσε προβεβλημένο Υπουργό στην αντιδικία του με περιοδικό που εκδίδεται στην Αθήνα, μεταξύ των οποίων και η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης που ψήφισε τελικά κατά της εισήγησής της, κατέλαβαν με κυβερνητική απόφαση θέσεις στο Προεδρείο του Αρείου Πάγου. Θα έχει νομίζω ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν κάποτε έλθουν στη δημοσιότητα τα πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου που αποφάσισε τις υπηρεσιακές αυτές μεταβολές, αν προέκυπτε ότι στην ψηφοφορία μετείχε και ο Υπουργός, που είχαν δικαιώσει με την απόφασή τους οι προαχθέντες δικαστικοί λειτουργοί.


* Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του Β. Μαρκή στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών: «Κοινό περί δικαίου αίσθημα VS Κράτους δικαίου- Το δύσκολο τρίγωνο: Δικαιοσύνη - Κοινή Γνώμη - Πολιτική»

Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης:

Παναγιώτης Πικραμμένος, επίτιμος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρώην υπηρεσιακός Πρωθυπουργός (διαβάστε την ομιλία, εδώ) 

Χρίστος Χ. Μυλωνόπουλος, Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών (δείτε την ομιλία εδώ)

Σ
ταύρου Τσακυράκης, Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών (διαβάστε την ομιλία, εδώ) 

Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Καθηγητής Νομικής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (διαβάστε την ομιλία, εδώ)

Συντονίζει η δημοσιογράφος, Ιωάννα Μάνδρου (δείτε την ομιλία, εδώ)

 

31.1.2018 Ομιλία Β. Μαρκή στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών from Evangelos Venizelos on Vimeo.

Μαρκής, Βασίλειος

Βασίλειος Μαρκής, επίτιμος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, επίτιμος Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων