H συζήτηση για το λεγόμενο περιουσιολόγιο δεν αφορά την πλειονότητα των φορολογουμένων, αφού μια καθημαγμένη κοινωνία δεν έχει τίποτε να δηλώσει και τίποτε να χάσει.
Παρομοίως, δεν αφορά τους κατέχοντες που η περιουσία τους έχει ήδη δηλωθεί σε διάφορες υπηρεσιακές βάσεις δεδομένων (Δ.Ο.Υ., τράπεζες, κτηματολόγια κ.λπ.), καθότι με το περιουσιολόγιο θα ενοποιηθεί η μέχρι τώρα διάσπαρτη περιουσιακή καταγραφή τους.
Αυτούς όμως που φαίνεται πρωτίστως ν’ αφορά, είναι όσοι διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία «εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή εντός τραπεζικών θυρίδων» και οι οποίοι θα κληθούν να τα δηλώσουν στο περιουσιολόγιο. Σε περίπτωση που δεν το πράξουν, ο κίνδυνος δήμευσης είναι πιθανός.
Ο σκοπός της ρυθμίσεως είναι προφανής. Δηλαδή, η πλήρης περιουσιακή απεικόνιση, που αφενός θα διευκολύνει τον εξατομικευμένο φορολογικό έλεγχο, αφετέρου θα επιτρέπει την συναγωγή συμπερασμάτων για το μέγεθος της συνολικής ιδιωτικής περιουσίας πανελληνίως (και όχι μόνο) και την κατ’ ακολουθίαν φορολόγηση αυτής.
Έτσι φαίνεται, πως η βασική επιλογή των κατεχόντων περιουσιακά στοιχεία εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή εντός τραπεζικών θυρίδων, καθορίζεται από το εντέχνως διαχεόμενο δίλημμα : «το δηλώνεις ή το χάνεις».
Το μέτρο του περιουσιολογίου θα αποτύχει παταγωδώς να εισαγάγει στο νόμιμο φορολογικό και τραπεζικό σύστημα τον παράνομο πλούτο.
Έχω την αίσθηση ότι τούτο αποτελεί ψευδοδίλημμα και για τους νομίμως και για τους παρανόμως κατέχοντες, γι’ αυτό και η αποτελεσματικότητα της ρύθμισης θα δοκιμαστεί.
Και αυτό γιατί όσοι έχουν αποκτήσει παράνομα κινητά περιουσιακά στοιχεία, όπως μετρητά, κοσμήματα, πίνακες και λοιπά τιμαλφή, δεν θα διακινδυνεύσουν τη δήλωσή τους.
Γιατί μια τέτοια δήλωση θα τους φέρει αντιμέτωπους με πολυετείς καθείρξεις, φορολογικούς ελέγχους, δεσμεύσεις και κατασχέσεις ακόμα και των νομίμων περιουσιακών τους στοιχείων.
Ακόμα και αν το φημολογούμενο κίνητρο που θα τους δοθεί είναι η απαλλαγή τους από διώξεις και λοιπούς ελέγχους, υπό την προϋπόθεση της ακριβούς δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων και της υψηλής φορολόγησης τους, είναι παρ’ όλα αυτά αβέβαιη έως αδύνατη η ευόδωση του μέτρου.
Διότι ελλείπει ένα βασικό στοιχείο στη σχέση κράτους - φορολογούμενου. Η εμπιστοσύνη.
Δηλαδή, κανείς ο οποίος απέκτησε παράνομη περιουσία δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι δεν θα διωχθεί, ακόμα κι εάν προβλέπεται η νομοθετική ασυλία στην περίπτωση ακριβούς δηλώσεως του. Προς τούτο αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι συνεχίζονται οι διαδικασίες διώξεων και καταλογισμών εις βάρος πολιτών για διάφορες υποθέσεις, παρά τη νομοθέτηση ποινικών και καταλογιστικών ασυλιών, αφού από τα δικαστικά όργανα κρίθηκαν αντισυνταγματικοί οι σχετικοί απαλλακτικοί νόμοι.
Δεν υπάρχει λοιπόν ούτε ένας φοροφυγάς ή εγκληματίας του κοινού ποινικού δικαίου που θα πιστεύψει ότι η ακριβής δήλωση των περιουσιακών του στοιχείων στο περιουσιολόγιο θα τον απαλλάξει από νομικές και οικονομικές εμπλοκές.
Ως εκ τούτου το μέτρο του περιουσιολογίου θα αποτύχει παταγωδώς να εισαγάγει στο νόμιμο φορολογικό και τραπεζικό σύστημα τον παράνομο πλούτο.
(Αντιπαρέρχομαι χωρίς να υποβαθμίζω τη συζήτηση που αποτελεί ξεχωριστό ζήτημα για το κατά πόσο είναι δικαιοπολιτικά ανεκτό να «ξεπλένονται» περιουσιακά κεφάλαια ληστών, εκβιαστών, εμπόρων ναρκωτικών και σωματεμπόρων, με μόνη υποχρέωση την εκ μέρους τους δήλωση και φορολόγησή τους).
Κατά συνέπεια, το περιουσιολόγιο απομένει ν’ αφορά μόνο αυτούς που νομίμως κατέχουν κινητά περιουσιακά στοιχεία.
Όμως, η επιλογή αυτών των πολιτών να φυλάσσουν τα αντικείμενά τους εκτός τραπεζών ή εντός θυρίδων, προέρχεται από μια άλλου είδους έλλειψη εμπιστοσύνης, δηλαδή, αυτής προς το τραπεζικό σύστημα, που συνοδεύεται από την έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κράτος.
Η επιλογή πολιτών να φυλάσσουν τα αντικείμενά τους εκτός τραπεζών προέρχεται από την έλλειψη εμπιστοσύνης προς το κράτος.
Οι νομίμως κατέχοντες είναι λοιπόν αυτοί που έχουν και τα μεγαλύτερα διλήμματα, γιατί πραγματικά διακινδυνεύουν να χάσουν ότι έντιμα απέκτησαν.
Εάν δηλώσουν ότι έχουν κινητά περιουσιακά στοιχεία, φοβούνται ότι σε σύντομο χρόνο θα κληθούν να καταβάλλουν φόρο επί της κινητής τους περιουσίας.
Βεβαίως, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει πειστικά ότι αυτός ο φόβος δεν είναι υπαρκτός. Ξέρουμε όμως ότι ο φόβος είναι αρκετός για να αναστείλει την επιθυμία δηλώσεως και πως ακόμη, την τελευταία πενταετία, οι περισσότερες επιλογές των πολιτών για τη διαφύλαξη της περιουσίας τους έγιναν από το φόβο. Γι’ αυτό και το δίλημμα, υπό το καθεστώς του φόβου, μπορεί να διαστραφεί από «το δηλώνεις ή το χάνεις», σε «το δηλώνεις και το χάνεις».
Επιπλέον, οι νομίμως κατέχοντες κινδυνεύουν, εισάγοντας όλα τα κινητά περιουσιακά τους στοιχεία στη βάση δεδομένων του περιουσιολογίου, να καταστήσουν εαυτούς θύματα απαγωγών, ληστειών, διαρρήξεων, εκβιασμών, ακόμα δε, και βασανισμών ή ανθρωποκτονιών κάθε οργανωμένης εγκληματικής ομάδας.
Οι διαβεβαιώσεις ότι τα ηλεκτρονικά συστήματα είναι ασφαλισμένα, μόνο θυμηδία προκαλούν, αρκεί να θυμηθεί κανείς την ένορκη διοικητική εξέταση που διέταξε πρώην Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομικών για να βρεθεί ποιοί υπάλληλοι είχαν παράνομη πρόσβαση στα προσωπικά περιουσιακά δεδομένα του ή την περίπτωση ιδιώτη που έλαβε παράνομα αντίγραφο φορολογικής δηλώσεως υπαλλήλου υπουργείου, για να ελέγξει το ενδιαφέρον της.
Το δίλημμα, υπό το καθεστώς του φόβου, μπορεί να διαστραφεί από «το δηλώνεις ή το χάνεις», σε «το δηλώνεις και το χάνεις».
Δηλαδή, ο κίνδυνος διαρροής του απορρήτου των περιουσιακών στοιχείων των πολιτών απειλείται όχι μόνο από χάκερς ή λοιπούς εγκληματίες, αλλά και από πρόθυμο υπαλληλικό προσωπικό, που αν και σαφώς ελάχιστο, είναι εν τούτοις υπαρκτό.
Εξάλλου, πάντα θα μένει αναπάντητο το ερώτημα κατά πόσο η γνώση του ελεγκτή για το μέγεθος της νόμιμης κινητής ιδιωτικής περιουσίας του ελεγχόμενου βοηθά στην αμεροληψία ή τη χειραγώγηση του ελέγχου ;
Φοβάμαι λοιπόν, ότι το περιουσιολόγιο σε ότι αφορά τα κινητά περιουσιακά στοιχεία, θα υπονομευτεί από την απουσία εμπιστοσύνης.
Τέλος, σε ό, τι αφορά τα νομίμως αποκτηθέντα πολύτιμα αντικείμενα και μετρητά που φυλάσσονται στο σπίτι ή σε θυρίδες, οφείλει να παρατηρήσει κανείς ότι για πρώτη φορά έχουμε μια βαθιά εισχώρηση του κρατικού ενδιαφέροντος σε ένα χώρο προσωπικής προστασίας και εχεμύθειας, που επί σειρά αιώνων έφερε χαρακτήρα ιδιωτικής εξασφάλισης για κάθε απρόοπτο της ζωής, και που τώρα φαίνεται να μετατρέπεται ασύνετα σε ζήτημα δημόσιας έκθεσης.
Θα χρειαστεί λοιπόν, μεγάλη προσπάθεια από την κυβέρνηση για να εμπεδώσει την κοινωνική πίστη στο νέο θεσμό του περιουσιολογίου, που είναι σαφώς αναγκαίος, πρέπει όμως να λειτουργήσει δίκαια και με ασφάλεια.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας (1906 -1994), Στέγες και χαρταετοί