Πριν 5 χρόνια πήγα ένα πρωί ν’ αγοράσω καφέ σε ένα καφεκοπτείο της γειτονιάς μου, όπως έκανα κάθε 2-3 μήνες για όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή μου. Ο καφές είναι για τους περισσότερους από εμάς ό,τι πιο πεζά αναγκαίο: μια γνώριμη καθησυχαστική γεύση, μικρές επαναλαμβανόμενες τελετουργικές κινήσεις, ανώδυνες επιλογές. Εκείνη τη μέρα λοιπόν, συνειδητοποίησα ότι με έσφιγγε μια αναγνωρίσιμη πια ανησυχία: θα το έβρισκα ανοιχτό; Ή θα είχε κλείσει όπως όλα εκείνα τα εστιατόρια, τα σινεμά, τα βιβλιοπωλεία, τα καταστήματα που κατέβαζαν καθημερινά τα ρολά τους σαν αποκαμωμένα βλέφαρα;
Το συγκεκριμένο καφεκοπτείο ευτυχώς δεν είχε κλείσει, και ο ιδιοκτήτης του (τρίτης γενιάς) είχε μόλις εκδώσει με δική του δαπάνη ένα μικρό φροντισμένο βιβλίο για την ιστορία της οικογενειακής του επιχείρησης που για 100 συνεχή χρόνια προμήθευε τους πελάτες της με εξαιρετικό καφέ. Δουλειά επίπονη, όπως εξηγούσε, κι όχι ιδιαίτερη επικερδής. Στάθηκα στη μέση του δρόμου και ξεφύλλιζα εκείνο το μικρό, σεμνό αλλά και περήφανο βιβλίο για τους κόπους, την εργατικότητα, το πείσμα και τη γενναιότητα που χρειάστηκαν οι 3 γενεές -που πάντα χρειάζονται για να διατηρηθεί μια επιχείρηση ζωντανή, ένα κατάστημα με ανεβασμένα ρολά.
Καταλαβαίνετε πού το πάω: οι ίδιες οι λέξεις (εργατικότητα, συνέπεια, συνέχεια), ανεπαίσθητα ανιαρές γιατί ηχούν σαν παλιομοδίτικα διαφημιστικά φυλλάδια, κολλάνε μια χαρά στην ανεπαίσθητα ανιαρή ιδέα που επικρατεί για τη Μεσαία Τάξη. Για την οποία, καθημερινά πια, αναρωτιόμαστε μήπως ξυπνήσουμε ένα ωραίο πρωί και τη βρούμε με τα ρολά της τελειωτικά κατεβασμένα.
Όπως πολλοί της γενιάς μου, καθώς ενηλικιωνόμουν στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης πατώντας πάνω στα παχιά χαλιά από πεταμένες αφίσες των πανεπιστημιακών διαδρόμων και προσδοκώντας σε ένα μέλλον αλλιώτικο, προτιμούσα να με πασαλείψουν με πίσσα και πούπουλα παρά να δηλώσω οπαδός της μεσαίας τάξης. Ιστορικά μιλώντας ο όρος “Mέσο” δεν προκαλούσε ποτέ ιδιαίτερα ευχάριστους συνειρμούς –παράδειγμα ο Μεσαίωνας· και στα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι λέξεις “μεσαία τάξη” λειτουργούσαν σαν κωδικός συναγερμού, σαν ηλεκτροφόρο πλέγμα ανάμεσα σ’ έναν παλιό μουντό χωρίς καμία έμπνευση κόσμο και στον μεστό με νόημα και ιδανικά ολοκαίνουργο που θα φτιάχναμε εμείς. Μα ποιος συγκινήθηκε ποτέ απ’ τη μεσαία τάξη; Ποιος έγραψε ξεσηκωτικά τραγούδια γι’ αυτήν, ποιος εμπνεύστηκε από την αισθητική και «νοικοκυροσύνη» των αξιών της; Πώς να ενθουσιαστείς από μια κοινωνική ομάδα που είναι πάντα εκεί για να συγκρατεί, να στηρίζει, να τροφοδοτεί -εκείνο το άχαρο «Μέσο», η ραχοκοκαλιά που εξυπηρετεί τα πολύ πιο γοητευτικά άκρα, τα αισθαντικά άκρα που ενθουσιάζουν και εμπνέουν περισσότερο. Είναι τόσο εύκολο, να κοροϊδέψεις τη Μεσαία Τάξη: δεν ξέρω τι κατάλαβα όταν πρωτοάκουσα εκείνον τον κόκκινο δίσκο βινυλίου του Κηλαϊδόνη, τα «Μικροαστικά», εκείνο το τραγούδι που τελείωνε με τα λόγια «Είμαι πια ένας αστός, είμαι πια κα-θε-στώς», αλλά σίγουρα έπιασα το νόημα ότι ο γενναίος καινούργιος κόσμος μας δεν θέλαμε να καταλήξει έτσι.
Οι τοίχοι της μεσαίας τάξης είναι εκείνοι που πρώτοι παραβιάζονται.
Γνωστά πράγματα βέβαια: οι νέοι είναι νέοι, κι έχουν στο μυαλό τους ιδέες ωραίες και φλου. Γιατί τίποτα πιο φλου, από αυτό που λέμε μεσαία τάξη. Πριν έρθω εδώ πέρασα ώρες και ώρες ενοχλώντας γνωστούς και φίλους, ρωτώντας τους: ποια είναι η μεσαία τάξη στην Ελλάδα σήμερα; Και η αστική; Συμπίπτουν; Κι εσείς, πού ανήκετε; Και τελικά το μόνο συμπέρασμα που έβγαλα είναι αυτό που μου είπε ένας λογιότατος φίλος μου: η Μεσαία Τάξη είναι κάτι σαν το Άγιο Δισκοπότηρο και το Τίμιο Ξύλο μαζί. Όλοι την ψάχνουμε, όλοι θέλουμε ένα κομμάτι της, όλοι καταλήγουμε να έχουμε ένα κομμάτι της. Όλοι είμαστε, κάπως, κομμάτι της. Στη χώρα του περίπου, οι κοινωνικές τάξεις είναι κι αυτές, περίπου, στο περίπου. Και αν δεν ξεκαθαριστούν αναρωτιέμαι πώς θα ξεκαθαριστούν και τα οράματά μας.
Αυτό το μη-δημοφιλές «Μέσο» λοιπόν, ποιο είναι; Πάντα, αναγκαστικά, ετεροκαθοριζόταν. Πρέπει να έχεις κάτι από πάνω σου και κάτι από κάτω σου για να είσαι στη μέση. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει ανώτερη και κατώτερη τάξη. Κι εδώ είναι το θέμα: στην Ελλάδα οι κοινωνικές τάξεις, εγκλωβισμένες ανάμεσα στην παντοδυναμία του Κράτους από τη μια και την πολυσθένεια των πολιτών του από την άλλη, μπερδεύονταν γλυκά. Μπορούσες να είσαι το πρωί τεχνίτης, το βράδυ ιδιοκτήτης ταβέρνας και τα Σαββατοκύριακα λαδέμπορας, ενώ η γυναίκα σου να ήταν δημόσιος υπάλληλος και στις ελεύθερές της ώρες να έραβε φουστάνια για τις πελάτισσές της.
Ποτέ δεν υπήρξε μία μεσαία τάξη. Για να ξαναγυρίσω σ’ εκείνο το βιβλιαράκι του καφέ, τα χαρμάνια της πολλά, και όχι για όλα τα γούστα: στην καλύτερή της εποχή και εκδοχή ήταν ένα είδος «Arabica»: άνθρωποι καλλιεργημένοι, ανήσυχοι, εργατικοί και σπάνιοι. Διαβάζω: «Η ποικιλία αυτή ευδοκιμεί σε υψόμετρο, όπου η βραδύτερη ανάπτυξη του καρπού έχει σαν αποτέλεσμα μια πιο λεπτή γεύση και άρωμα. Λόγω της ευαίσθητης φύσης του, παράγει ελάχιστα γραμμάρια και απαιτεί μεγάλη προσοχή στην καλλιέργεια...» Σε άλλη της πάλι εκδοχή, η μεσαία τάξη έφερνε προς το «Robusta»: Καφεόδεντρο «υψηλής απόδοσης, ανθεκτικότερο, ευρείας κατανάλωσης, χαμηλότερης ποιότητας. Τα καλά καταστήματα τον αποφεύγουν». Δεν ξέρω όμως με ποιο είδος καφέ να παρομοιάσω πολλούς μεσοαστούς της γενιάς μου, αυτούς που γνώρισα εγώ, το δικό μου είδος: το ενοχικό. Αυτό που κουβαλούσε, σαν πανωφόρι ριγμένο στους ώμους, πολλές και θολές ενοχές γι’ αυτό που ήταν. Ξέρω μόνο πως είναι ένα χαρμάνι με ουσίες παραλυτικές, που δεν ευνοούν ούτε τη δημιουργικότητα ούτε την προσωπική ισορροπία –αντίθετα, οδηγούν στην ακινητοποίηση, στην άμυνα, στην απολογία.
Καμιά φορά σου παίρνει χρόνια να καταλάβεις κάτι. Εγώ πριν μερικά χρόνια κατάλαβα κάποια πράγματα γράφοντας για τη ζωή ενός Έλληνα που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αι. από ένα χωριό, πήγε με υποτροφία πανεπιστήμιο στην Αθήνα και στη Γερμανία, έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες, πήρε μέρος σ’ όλους τους πολέμους της εποχής του, εργάστηκε σκληρά και έγινε ένας επιτυχημένος γιατρός. Κέρδισε χρήματα, έκανε οικογένεια και αμέσως αγόρασε σπίτι και οικογενειακό τάφο: έριξε δηλαδή πετονιά στο παρόν και στο μέλλον αγκιστρώνοντας τη ζωή του, και το θάνατό του, στη χώρα του. Με τα χρήματα της εργασίας του επένδυσε σ’ αυτήν τη χώρα με τρόπους που ξεπερνούν τη οικονομική αντίληψη μιας καλής επένδυσης.
Και φυσικά, κατάλαβα ότι δεν ήταν καθόλου ξεχωριστή περίπτωση, κάθε άλλο: ήταν ένας από πάρα πολλούς που έκαναν ακριβώς το ίδιο. Μονάδες κόπου και προσπάθειας που επένδυσαν στον εαυτό τους και στη χώρα μαζί, σαν να ήταν ένα και το αυτό. Ο δικός τους ο κόσμος, περνώντας μέσα από παγκόσμιους πολέμους, τον εμφύλιο Διχασμό και τη μεγαλύτερη Καταστροφή της νεότερης ιστορίας μας, παρέμεινε το πλαίσιο μιας σταθερής εξίσωσης: πεποίθηση ότι η μόρφωση, η δουλειά κι η αφοσίωση στη χώρα θα οδηγούσαν σε αναγνώριση και ανταμοιβή. Αν μορφωνόσουν θα έβρισκες δουλειά, αν δούλευες σκληρά θα πετύχαινες, και αν πετύχαινες θα πετύχαινε μαζί σου και η χώρα σου. Ήταν ένα συμβόλαιο που έπρεπε να τηρηθεί γιατί μόνον αυτό είχαν –και μόνον αυτό ήθελαν.
Τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης είναι τα φανερά συμφέροντα του τόπου, είναι η ίδια η ύπαρξή του.
Και πόσο ευάλωτοι ήσαν πάντα. Όταν είσαι δεμένος με τη χώρα, όταν η ευημερία σου (ή και επιβίωσή σου) εξαρτάται από τη δική της, πόσο ευάλωτος είσαι. Στη ζημιά, στην αδικία, στο χλευασμό. Οι τοίχοι της μεσαίας τάξης είναι εκείνοι που πρώτοι παραβιάζονται –γιατί κανένας βέβαια αγανακτισμένος δεν πήγε ποτέ στα άλλα άβατα της πρωτεύουσάς μας, στα βόρεια και νότια προάστια, όπου οι τοίχοι παραμένουν άσπιλοι γιατί εκεί καθαρίζουν οι σεκιουριτάδες χωρίς πολλά-πολλά. Ναι, υπάρχει μια γεωγραφία: εκεί όπου πραγματικά κατοικοεδρεύει το χρήμα και η δύναμη σε πολύτιμη συμπύκνωση, επικρατεί η γαλήνια σιωπή της ευταξίας. Ο επετειακός κουκουλοφόρος δεν θα πάρει τον ηλεκτρικό για να ανέβει εκεί όπου ο ιδιωτικός φύλακας δεν αστειεύεται, ούτε για να κατέβει προς τη θάλασσα, στη θάλασσα πάμε για μπάνια. Κι έπειτα είναι τόσο πιο βολικό, από κάθε άποψη, να σπας εκείνες τις απροστάτευτες βιτρίνες του κέντρου, εκείνους τους καθρέφτες –μόνο που πρέπει να προσέχεις να μην δεις, την ώρα που το κάνεις, την αντανάκλασή σου: να μην δεις τον εαυτό σου, παιδί εκείνου του καταστηματάρχη, προϊόν του, τόσο κομμάτι του όσο και τα εμπορεύματά του που σε έζησαν και που καταστρέφεις.
Δεν ξέρω αν η μεσαία τάξη έχει διακριτική γοητεία, διακριτικά πάντως γλιστρά στην απόγνωση. Δυσκολεύεται να ουρλιάξει «βοήθεια». Περιμένει να έρθει ένας νέος νόμος, μια κρατική βοήθεια -και η ώρα να ψηφίσει. Γιατί αυτοί είναι οι όροι του παιχνιδιού όπως τους έμαθε και τους υπηρέτησε. Γλιστρά στην ένδεια διακριτικά, δεν ανάβει καλοριφέρ, δεν συντηρεί το ασανσέρ, κρατάει μικρότερες σακούλες, βλέπει τα παιδιά της στο skype και κατεβάζει τα ρολά εκείνου του μαγαζιού που τελικά δεν τα κατάφερε.
Τι κάνει σήμερα η μεσαία τάξη; Πληρώνει φόρους. Γιατί τους πληρώνει; Γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, θα πούνε οι κυνικοί. Σύμφωνοι, δεν μπορεί. Γιατί είναι δεμένη με τον τόπο, και τα συμφέροντά της δεν μπορεί να τα μεταφέρει αλλού. Ούτε να τα κρύψει. Τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης είναι τα φανερά συμφέροντα του τόπου, είναι η ίδια η ύπαρξή του. Κρατάει τα κλειδιά της χώρας κι όταν κοκαλώνει από το φόβο κι ακινητοποιείται και τα κλειδιά μένουν να σκουριάζουν στα χέρια της, σκουριάζει και η χώρα. "Τα πάντα γίνονται κομμάτια, Το κέντρο δεν αντέχει”, όπως λέει εκείνο το ποίημα του Γιέιτς.[1]
Θ’ αντέξει το κέντρο; Δεν έχω τα προσόντα ν’ απαντήσω και θ’ ακούσω αυτούς που τα έχουν. Τρία πράγματα πιστεύω: πρώτον, σ’ εκείνη την παλιά εξίσωση ότι η μόρφωση, η δουλειά κι η αφοσίωση στη χώρα και τους νόμους της πρέπει να οδηγούν σε αναγνώριση κι ανταμοιβή. Αν εκπαιδεύεσαι πρέπει να μπορείς να βρίσκεις δουλειά, αν δουλεύεις σκληρά πρέπει να μπορείς να πετυχαίνεις, και αν πετυχαίνεις πρέπει μαζί σου να πετυχαίνει και η χώρα, δηλαδή και οι άλλοι γύρω σου. Δεύτερον, ότι η μεσαία τάξη αφουγκράζεται και καταλαβαίνει μια χαρά, (ίσως καλύτερα απ’ όλους), ό,τι πιο νέο έρχεται, κι αν της δοθεί η ευκαιρία είναι πάντα έτοιμη να το δεχτεί, να το στηρίξει και να το τροφοδοτήσει, όπως έκανε πάντα. Και τρίτον, ότι η «ανασύσταση» της μεσαίας τάξης δεν χρειάζεται γιατί υπό μία έννοια, την πραγματική, εκείνη που δεν φαίνεται στις φορολογικές δηλώσεις, η μεσαία τάξη δεν έφυγε ποτέ. Είναι εδώ, ακόμα και με κατεβασμένα ρολά, και θα είναι εδώ όσο υπάρχει η χώρα γιατί είναι δεμένη μαζί της χειροπόδαρα. Αναγκαία σαν τον καθημερινό μας καφέ, περιμένει να ξαναποτιστεί με την παραπάνω εξίσωση για να βλαστήσει. Να ξαναβρεί τις γνώριμες κινήσεις της (μορφώνομαι, εργάζομαι, κερδίζω, προσφέρω)· και να αναγνωρίσει τη νέα της μορφή στο μεταβαλλόμενο κόσμο που θα την περιβάλλει όπως πάντα εκατέρωθεν. Τα χαρμάνια της θα είναι πάντα πολλά αλλά η βασική της ανάγκη πάντα μία: αίσθημα ασφάλειας κι εμπιστοσύνης στο έτερό της ήμισυ, το Κράτος. Αμοιβαίο αίσθημα. Ένα νέο συμβόλαιο μαζί του, λίγο σαν ανανέωση όρκων γάμου: σε χρειάζομαι και με χρειάζεσαι, και μην κάνεις ότι δεν υπάρχω. Και μην κοιτάς αλλού: καλύτερη από εμένα, δεν θα βρεις.
[1] W.B.Yeats (1865), «Η Δευτέρα Παρουσία» μτφρ. Γ. Σεφέρης, ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ, 1965, Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ
* Το κείμενο αποτελεί την ομιλία της Καρολίνας Μέρμηγκα στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, "Η Ελλάδα Μετά ΙΙΙ: Η ανασύσταση της μεσαίας τάξης" στην ενότητα: "Κύκλος Ι: Ποια ήταν και ποια είναι η μεσαία τάξη"
Αναλυτικά για το Συνέδριο, εδώ: https://ekyklos.gr/19-20-iouniou-ellada-meta-iii-i-anasystasi-tis-mesaias-taksis.html
19.6.2019, Η Ελλάδα Μετά ΙΙΙ | Κύκλος Ι: Ποια ήταν και ποια είναι η μεσαία τάξη; from Evangelos Venizelos on Vimeo.