Τρία είναι τα θέματα τα οποία ήθελα να θίξω. Aν θεωρήσουμε ότι, στη χώρα μας, το ζητούμενο είναι η έλλειψη θεσμών με βάθος, θα προέτασσα την απουσία ενός σοβαρού, φερέγγυου, και αξιόπιστου κράτους, ικανού να εξασφαλίσει την έξοδο της χώρας από την κρίση, ανεξάρτητα από τις διακυμάνσεις της πολιτικής ζωής.
Η απλή αναλογική ισοδυναμεί με καθήλωση.
Αν αυτό είναι το ζητούμενο – και στο σημείο αυτό είμαι βέβαιος ότι ο Βαγγέλης Βενιζέλος θα χαμογελάσει, γιατί πρόκειται για μια από τις παλιές μας διαφωνίες- ως πρώτη αιτία αυτής της απουσίας, που συνιστά και και μιαν από τις χαρακτηριστικότερες ιδιαιτερότητες της ελληνικής περίπτωσης, θα θεωρούσα το ότι «ο νικητής των εκλογών τα παίρνει όλα». Μεταφράζω έτσι το πολίτευμα στο οποίο, κατά τους αγγλοσάξονες, «the winner takes it all». Πρόκειται για μια παθολογία του δημοκρατικού παιχνιδιού, γιατί, σε μιαν ώριμη δημοκρατία, δεν νοείται, με κάθε αλλαγή πλειοψηφίας, να ξεκινάμε κάθε φορά από την αρχή. Χρειάζεται ένα στοιχειώδες πεδίο ευρύτερης συναίνεσης όπου η εκάστοτε πλειοψηφία παίρνοντας το μαγικό αριθμό των 151, δεν θα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Δε θα μπορεί να διορίσει όσους θέλει, ν’ απαλλάξει από τη φορολογία τους δικούς της ανθρώπους ή να χορηγήσει κάθε είδους προνόμια στους δικούς της ανθρώπους. Θα πρέπει να ξέρει ότι, από ένα σημείο και πέρα, δεν μπορεί να προχωρήσει. Δεν είναι θέμα νομιμότητας ή παρανομίας. Είναι θέμα ύπαρξης κάποιων θεσμών για τους οποίους η εκάστοτε πλειοψηφία δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.
Νομίζω ότι η πρώτη και μείζων κακοδαιμονία του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι αυτή. Πώς θα ξεπεράσουμε το έλλειμμα αυτό; Πολλοί συνάδελφοι υποστηρίζουν ότι θα εξασφαλίσουμε τη συνέχεια ορισμένων βασικών δράσεων και πολιτικών μόνον αν δημιουργήσουμε πολλούς παίκτες. Για να θυμηθούμε τον όρο που καθιέρωσε ο Γιώργος Τσεμπελής, αντί δηλαδή να έχουμε έναν αρνησίκυρο παίκτη δηλαδή τον νικητή των εκλογών, να εισαγάγουμε την απλή αναλογική ώστε κανένα κόμμα να μην διαθέτει αυτοδύναμη πλειοψηφία και να χρειάζεται η σύμπραξη 2-3 τουλάχιστον κομμάτων για να σχηματισθεί σταθερή κυβέρνηση.
Η προσωπική μου γνώμη αυτό θα ήταν καταστροφικό. Η απλή αναλογική, σε μια χώρα χωρίς παράδοση ευρύτερων συναινέσεων, ισοδυναμεί με καθήλωση. Δεν μπορεί, συνεπώς, να επιτευχθεί μέσω αυτής η συνέχεια δράσεων και πολιτικών. Ο σωστός δρόμος είναι να δημιουργηθούν σοβαρά θεσμικά αντίβαρα. Η δημιουργία δηλαδή θεσμών, που να μπορούν ν’ αναχαιτίζουν την εκάστοτε πλειοψηφία, τη δημοκρατικά νομιμοποιημένη πλειοψηφία, ώστε αυτή να μην μπορεί να θέτει εξ αρχής ζητήματα όπως οι εισαγωγή στα πανεπιστήμια, η διοίκηση των νοσοκομείων ή η οργάνωση της ΕΡΤ.
Μα, θα μου πείτε, αν εξαιρεθούν από την πολιτική αντιπαράθεση τέτοια ζητήματα, που πάει η δημοκρατία; Κάθε πλειοψηφία δεν δικαιούται να εφαρμόζει το πρόγραμμά της; Η απάντηση είναι: ασφαλώς και ναι. Χωρίς όμως να ξεκινά κάθε φορά από την αρχή λες και η εναλλαγή κυβερνήσεων σημαίνει εναλλαγή καθεστώτων.
Να δημιουργηθούν σοβαρά θεσμικά αντίβαρα που να μπορούν ν’ αναχαιτίζουν την εκάστοτε πλειοψηφία.
Το δεύτερο ζήτημα στο οποίο θα ήθελα να σταθώ είναι η καταλυτική κριτική που ασκείται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Είναι η άποψη που υποστήριξε, μεταξύ άλλων πέρσι και ο κ. Τσίπρας στο περιστύλιο της Βουλής, ότι, στον κοινοβουλευτισμό, οι επαγγελματίες της πολιτικής έχουν εκτοπίσει τους γνήσιους εκφραστές της λαϊκής βούλησης, ότι η τεχνοκρατία έχει υποκαταστήσει την πολιτική. Θα πρέπει, συνεπώς, να επιστρέψουμε στους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας για να μπορεί ο λαός ν’ αποφασίζει με αυθεντικότητα.
Ο θεσμός του δημοψηφίσματος είναι εκείνος που προβάλλεται. γι’ αυτόν τον σκοπό. Κάποιοι μάλιστα πιο ακραίοι –όπως ο συνάδελφος π.χ. στο Πάντειο Πανεπιστήμιο που εκθειάζει την μπολιβαριανή Δημοκρατία- υποστηρίζουν και τη δυνατότητα ανάκλησης των βουλευτών, καθώς και την ψήφιση των νόμων μέσω λαϊκής πρωτοβουλίας.
Πιστεύω ότι στη χώρα μας δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς ότι δημοκρατία χωρίς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν υπάρχει. Ιστορικό προηγούμενο που να λειτουργεί δημοκρατία χωρίς ισχυρό Κοινοβούλιο, που να μπορεί αυτό να παίρνει αυτό τις κρίσιμες αποφάσεις, δεν υπάρχει. Γιατί; Διότι το Κοινοβούλιο με όλα του τα δεινά, εξασφαλίζει τον υπεύθυνο πολιτικό διάλογο. Μόνον εκεί μπορείς να κοιτάξεις τον αντίπαλό σου στα μάτια και ενδεχομένως να τον μεταπείσεις.
Το τρίτο τέλος σημείο που θέλω να θίξω απασχολεί ερευνητικά αγαπητό συνάδελφο στο εξωτερικό και έχει να κάνει με το ότι δε μπορούμε να σχεδιάσουμε μεταρρύθμιση του κράτους, των θεσμών και τις προοπτικές του ελληνισμού, αν δεν πάρουμε σοβαρά τον παράγοντα ομογένεια.
Το γεγονός δηλαδή ότι, σε μια μακρά διάρκεια χρόνου, το ελλαδικό κράτος μπόρεσε και ξεπεράσει τις μείζονες κρίσεις του μόνον όταν ο παροικιακός ελληνισμός όχι απλώς το συνέδραμε, αλλά προέταξε και τα δικά του στήθη. Υπάρχει ένα παράδειγμα αγαπητοί φίλοι και αυτό νομίζω ότι είναι το καινούργια που εισφέρω στη συζήτηση, το οποίο δείχνει πώς και εμείς οι ίδιοι φταίμε για το ότι δεν έχουμε αναμείξει τον παροικιακό ελληνισμό στην επίλυση των προβλημάτων μας.
Με τον νόμο Διαμαντοπούλου, τον 4009/2011, στα πανεπιστήμια δημιουργήθηκε ένα όργανο το οποίο λέγεται Συμβούλιο. Σκοπός του ήταν να εμπλακούν στην πανεπιστημιακή ζωή και να ελέγχουν τη λειτουργία του πανεπιστημίου, άνθρωποι εκτός του κυκλώματος των πανεπιστημιακών, είτε από τον επιχειρηματικό κόσμο είτε από την κοινωνία γενικότερα.
Δημοκρατία χωρίς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς δεν υπάρχει.
Πάνω από 100 Έλληνες πανεπιστημιακοί απ’ όλα τα μέρη του κόσμου -μιλάμε για Πανεπιστήμια όπως το Harvard, το ΜΙΤ, το Princeton κ.ά- δέχτηκαν και αφιλοκερδώς μπήκαν σ’ αυτά τα Συμβούλια. Το πολιτικό σύστημα και το πανεπιστημιακό κατεστημένο τους έδιωξε άρον άρον. Όχι απλώς δεν τους ευχαρίστησε που διέθεσαν χρόνο, πλήρωσαν τα εισιτήρια από την τσέπη τους και χάλασαν απίθανες ώρες για να συμβάλλουν, τους έδιωξε άρον άρον.
Και καλά μεν από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ και της γνωστής αντίθεσής του με το νόμο Διαμαντοπούλου, που είναι γνωστά πράγματα. Φοβάμαι αγαπητοί φίλοι ότι οι αντιδράσεις προέρχονταν και από εμάς τους ίδιους. «Ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι που θα έρθουν εδώ και θα μας μάθουν ποιοι θα είναι οι προσανατολισμοί των επενδύσεών μας στα Πανεπιστήμια; Ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι που τους κοροϊδεύει ο περιπτεράς της γειτονιάς τους;» Αγαπητοί φίλοι, κάθισα κι έκανα μια σύγκριση. Τους ίδιους ακριβώς χαρακτηρισμούς για τους «έξω» χρησιμοποιούσαν και οι «αυτόχθονες» επί Όθωνα για τους «ετερόχθονες».
Όμως δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε μεταρρύθμιση του κράτους ούτε της οικονομίας χωρίς τον εξωελλαδικό ελληνισμό.
* Ομιλία του Νίκου Αλιβιζάτου στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, Η Ελλάδα Μετά, στον Κύκλο 3: Ένα άλλο κράτος είναι εφικτό – Οι θεσμικές προϋποθέσεις
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Lily Furedi (1896 – 1969), Subway
Η Ελλάδα Μετά | Κύκλος 3: Ένα άλλο κράτος είναι εφικτό – Οι θεσμικές προϋποθέσεις from Evangelos Venizelos on Vimeo.