Τρίτη, 01 Δεκ 2015

Προσφυγική κρίση και δημόσια υγεία

άρθρο της:

Το πρόσφατο διάβημα της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Παιδιάτρων προς τον ΠΟΥ, για την άμεση συνδρομή του στη μαζική εμβολιαστική κάλυψη του προσφυγικού πληθυσμού έναντι της πολυομυελίτιδος, θα πρέπει να αποτελέσει ένα ισχυρό μήνυμα αφύπνισης, τόσο για τις ευρωπαϊκές, όσο και για τις εθνικές υγειονομικές αρχές των χωρών πρώτης υποδοχής, διέλευσης και παραμονής των προσφύγων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΠΟΥ, τα τελευταία τρία χρόνια στη Συρία, περισσότερα από 500.000 παιδιά παραμένουν ανεμβολίαστα για τον ιό της πολυομυελίτιδος, με συνέπεια την εμφάνιση εστιών έξαρσης το φθινόπωρο του 2013, για έναν ιό εξαιρετικά μεταδοτικό μέσω του γαστρεντερικού συστήματος και πολύ επικίνδυνο εάν εγκατασταθεί στο κεντρικό νευρικό σύστημα.

Περισσότερα από 500.000 παιδιά παραμένουν ανεμβολίαστα για τον ιό της πολυομυελίτιδος.

«Οι μεγάλες προκλήσεις στον τομέα της Δημόσιας Υγείας, λόγω της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών από περιοχές πολεμικών συρράξεων, με εξ' ορισμού αποδιοργανωμένα συστήματα υγείας, αποτελούν μείζονα προτεραιότητα μετά τη διάσωση των ανθρώπινων ζωών» Οι ανάγκες προστασίας της υγείας, τόσο του προσφυγικού, όσο και των τοπικών πληθυσμών φιλοξενίας, δεν περιορίζονται μόνο στην πρόληψη επανεμφάνισης ή εξάπλωσης ορισμένων μεταδοτικών νοσημάτων, που σχετίζονται με την ελλειμματική εμβολιαστική κάλυψη παιδιών και ενηλίκων. Οι τραγικές συνθήκες μετακίνησης, διάσωσης και ομαδικής διαβίωσης λειτουργούν ως επιπλέον επιβαρυντικοί παράγοντες για την κατάσταση της υγείας των προσφύγων και ως εκλυτικοί παράγοντες για την εμφάνιση και την εξάπλωση πολλών μεταδοτικών νοσημάτων, από τα πλέον κοινά (πχ. γρίπη, γαστρεντερίτιδες), έως τα σοβαρότερα (πχ. ηπατίτιδα).

Η διασφάλιση επομένως των κατάλληλων μέσων για την εφαρμογή κανόνων ατομικής και γενικής υγιεινής, η ειδική μέριμνα για τις ευάλωτες ομάδες (παιδιών, εγκύων, ηλικιωμένων κλπ.), η αντιμετώπιση του αποκλεισμού εξαιτίας των γλωσσικών φραγμών, η ψυχική υγεία, πρέπει να αποτελέσουν τα δομικά στοιχεία για τη διαμόρφωση και την εφαρμογή ενός ενιαίου, εθνικού σχεδίου προτεραιοτήτων και δράσεων. Στο ίδιο σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνεται η αξιολόγηση της επιδημιολογικής κατάστασης των προσφύγων (προφίλ υγείας), σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του ΠΟΥ και των άλλων διεθνών οργανισμών, αλλά και επιλεγμένες δράσεις για τη διασφάλιση ετοιμότητας, ευελιξίας και προσαρμοστικότητας του υγειονομικού μας συστήματος στις νέες ανάγκες.

Η ανάγκη προστασίας της Δημόσιας Υγείας να αναδειχθεί σε μια ισχυρή διαπραγματευτική προτεραιότητα για τη χώρα μας.

Οι επιμέρους υποστηρικτικές, αλλά συγκυριακές δραστηριότητες εθελοντών και ΜΚΟ, όπως και οι πρωτοβουλίες ανθρωπισμού και αλληλεγγύης των τοπικών κοινωνιών δεν μπορούν ούτε να υποκαταστήσουν, ούτε να καλύψουν τα τεράστια κενά στην προστασία της Δημόσιας Υγείας, εάν δεν ενταχθούν μέσα στα πλαίσια ενός ευρύτερου σχεδίου διαχείρισης αυτής της κρίσης.

Είναι επίσης αμφίβολο, εάν και το πρόσφατο έκτακτο πρόγραμμα ευρωπαϊκής βοήθειας, ύψους 4 εκατ. ευρώ, που απευθύνεται σε χώρες “κάτω από ιδιαίτερη πίεση μεταναστευτικών ροών”, μπορεί να καλύψει επαρκώς αυτές τις τεράστιες ανάγκες.

Η ανάγκη προστασίας της Δημόσιας Υγείας μέσα στον κοινό ευρωπαϊκό χώρο και κάτω από το πρίσμα της σημερινής προσφυγικής κρίσης, θα πρέπει ν' αναδειχθεί σε μια ισχυρή διαπραγματευτική προτεραιότητα για τη χώρα μας. Παράλληλα όμως, θα πρέπει να λειτουργήσει και ως μια καταλυτική πρωτοβουλία για τη συγκρότηση ενός πανευρωπαϊκού σχεδίου έκτακτης ανάγκης για την προστασία της υγείας των Ευρωπαίων πολιτών, των προσφύγων και των μεταναστών.


 

* O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: David Kumcieng, aged 15, Sudanese, Kakuma Refugee Camp, "The walking of the many"

Παπανικολάου, Χριστίνα

Γιατρός με ειδικότητα Βιοπαθολογίας, απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια Παρισίων V και VII στον τομέα της Αιματολογίας, της Ανθρώπινης Βιολογίας και της Καρκινολογίας, και εξειδίκευση στην εργαστηριακή αιματολογία και τη Δημόσια Υγεία. 
Υπηρέτησε την ιατρική ως ειδικευόμενη γιατρός, εσωτερική βοηθός και επιστημονική συνεργάτης στα νοσοκομεία της Assistance Publique στο Παρίσι St. Joseph, Necker enfants malades και Pitie-Salpetriere και ως γιατρός του ΕΣΥ στη Μονάδα Μεσογειακής Αναιμίας-Κληρονομικών Αιμοσφαιρινοπαθειών του “Λαϊκού” Νοσοκομείου Αθηνών, όπου εργάζεται και σήμερα,ως Διευθύντρια ΕΣΥ.
Ανέλαβε, μεταξύ άλλων, μια σειρά θέσεων δημόσιας ευθύνης, και συγκεκριμένα διετέλεσε Γενική Γραμματέας Καταναλωτή στο Υπουργείο Ανάπτυξης (1998-2000), Πρόεδρος του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (2000-2004) και Διοικήτρια της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Νήσων Αιγαίου (2010-2012).
Από τον Αύγουστο του 2012 έως το Μάρτιο του 2015 διετέλεσε Γενική Γραμματέας Δημόσιας Υγείας στο Υπουργείο Υγείας