Το Κυπριακό ζήτημα έχει περιέλθει εκ νέου σε μια κρίσιμη καμπή. Μετά από μια άγονη δωδεκαετία που ακολούθησε την προηγούμενη αποτυχημένη προσπάθεια επίλυσής του μέσω του Σχεδίου Ανάν, οι δυο κοινότητες βρίσκονται και πάλι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η παρουσία στην ηγεσία των δυο κοινοτήτων, δυο προσωπικοτήτων, των κυρίων Αναστασιάδη και Ακιντζί, οι οποίοι έχουν επιδείξει εμπράκτως ότι διαθέτουν τη βούληση να συμφωνήσουν σε μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού, μη αποδεχόμενοι το σημερινό status quo, δίνει αισιοδοξία ότι αυτή τη φορά οι διαπραγματεύσεις μπορεί να έχουν αίσιο τέλος.
Αυτή τη φορά οι διαπραγματεύσεις μπορεί να έχουν αίσιο τέλος.
Η παρουσία στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων ενός προσώπου ο οποίος διάκειται θετικά στην επίλυση του προβλήματος δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Οι λίγο παλαιότεροι θα θυμούνται τον απόλυτο αρνητισμό επί ολόκληρες δεκαετίες του ιστορικού ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος στάθηκε εμπόδιο κάθε σχεδόν πρότασης και διαμεσολαβητικής προσπάθειας επίλυσης του προβλήματος και συνένωσης της Μεγαλονήσου. Η στάση του τελικά αποδείχθηκε επιβλαβής για τα στενά συμφέροντα της κοινότητάς του, με αποτέλεσμα σήμερα οι Ελληνοκύπριοι να διαπραγματεύονται από πλεονεκτικότερη θέση σε σχέση με τις δεκαετίες του 1980 και 1990 όντας πλέον πολίτες κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το 2004 και της Ευρωζώνης. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς την προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού – σταθερό αίτημα της Τουρκίας, αλλά και πολλών Ευρωπαίων –, μαζί με την απόφαση του Ο.Η.Ε. το 1964 να αναγνωρίσει ως νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου αυτή του τότε Προέδρου Μακαρίου – χωρίς τη συμμετοχή Τουρκοκύπριων υπουργών –, αποτελούν μεγάλες επιτυχίες της συχνά λοιδορούμενης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και αντίστοιχα κορυφαίες αποτυχίες της τουρκικής, που διαρκώς εξυμνείται από πολλούς Έλληνες αναλυτές προκαλώντας ηττοπάθεια στους πολίτες. Αποδείχτηκε επίσης ότι η «αγέρωχη», «άκαμπτη» και «εθνικά υπερήφανη» στάση δεν αποτελεί πάντα εχέγγυο επιτυχίας, διότι οι εξελίξεις και οι περιστάσεις αλλάζουν συνεχώς.
Τη δεκαετία του 1950, η καταρρέουσα τότε Βρετανική Αυτοκρατορία και η Τουρκία, χρησιμοποιώντας την ύπαρξη της Τουρκοκυπριακής μειονότητας κατόρθωσαν να αποτρέψουν την Ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Αντιμέτωποι με την εφαρμογή του διχοτομικού Σχεδίου Μακμίλλαν, η τότε ελληνική κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και ο εθνάρχης της Κύπρου Μακάριος (συνέντευξη στη δημοσιογράφο και βουλευτή Barbara Castle) αναγκάστηκαν να συναινέσουν στην εγκαταλείψη του ονείρου της Ένωσης, επιτυγχάνοντας όμως την Ανεξαρτησία της Κύπρου μετά από αιώνες δουλείας. Παρά την παραχώρηση εκτενών δικαιωμάτων στην Τουρκοκυπριακή μειονότητα και τη δυσλειτουργικότητα του Συντάγματος δημιουργήθηκε ουσιαστικά ένα δεύτερο ελληνικό κράτος, ισότιμο μέλος του Ο.Η.Ε. και άλλων διεθνών οργανισμών. Ελληνικό διότι κυριαρχείτο πολιτικά, οικονομικά, ακόμα και κοινωνικά, από τους Ελληνοκύπριους, με Πρόεδρο εσαεί Ελληνοκύπριο. Απόρροια αυτής της Συνθήκης, μετά από τόσα χρόνια, είναι ότι σήμερα στην Ευρωπαϊκή Επιτρόπη, παρά της μικρότερης σημασίας χαρτοφυλάκια που διαθέτουν, υπάρχουν δύο Έλληνες επίτροποι και ένας μόνο Γερμανός ή Γάλλος κλπ!
Το καθεστώς εγγυήτριας δύναμης που αποδόθηκε στην Ελλάδα, την Τουρκία και τη Μεγάλη Βρετανία ήταν σίγουρα σημαντική αδυναμία της Συνθήκης Ζυρίχης/Λονδίνου. Και οι τρεις χώρες κάθε άλλο παρά συνέβαλαν στην σταθερότητα και την ειρήνη στη Μεγαλόνησο. Παρ’όλα αυτά η Τουρκική εισβολή ήταν αποτέλεσμα του άφρονος και εγκληματικού πραξικοπήματος της χούντας (που λόγω της πρόσφατης οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα έχει αποκτήσει όψιμους υποστηρικτές), και όχι των προνοιών της Συνθήκης, που απαγόρευε μονομερείς ενέργειες και τη χρήση βίας.
Η επανένωση της νήσου έχει συχνά εμποδιστεί κυρίως από αυτούς οι οποίοι δεν την επιθυμούν πραγματικά.
Μετά την Τουρκική εισβολή τον Ιούλιο του 1974 η Τουρκία και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία θεώρησε ότι το πρόβλημα επιλύθηκε οριστικά, επιδεικνύοντας σταθερά αρνητική στάση και συμμετέχοντας μόνο προσχηματικά στις κατά καιρούς διαπραγματεύσεις. Τα πράγματα όμως δεν ήταν έτσι. Η ρεαλιστική σχολή των Διεθνών Σχέσεων ως κανονιστική θεώρηση/υπόδειγμα δεν προσεγγίζει πάντα την πραγματικότητα με επάρκεια. Η Κυπριακή Δημοκρατία παρότι απώλεσε το 36% των εδαφών της μεγαλούργησε, οι πολίτες της απολαμβάνουν ακόμα και μεσούσης της σημερινής οικονομικής κρίσης ένα αξιοζήλευτο επίπεδο διαβίωσης, ενώ το Τουρκοκυπριακό κράτος που στο μεταξύ δημιουργήθηκε αποτελεί παρία της Διεθνούς Κοινότητας αναγνωρισμένο μόνο από την Τουρκία και εξαρτώμενο αποκλειστικά από την τελευταία για να επιβιώσει. Λόγω αυτής της πραγματικότητας οι Τουρκοκύπριοι όλο και περισσότερο αρχίζουν να αποστασιοποιούνται από την Τουρκία και να επιδιώκουν την επανένωσή τους με τους Ελληνοκύπριους συμπατριώτες τους σε ένα κοινό κράτος. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα τόσο από τις επιλογές τους στις «εκλογές» του ψευδοκράτους, όσο και από τη στάση τους στο Σχέδιο Ανάν και τις πρωτοβουλίες και δραστηριότητες της κοινωνίας των πολιτών που όλο και ενδυναμώνει. Αλλά και για την ίδια την Τουρκία δεν είναι βιώσιμη η συνεχιζόμενη κατοχή του βορείου τμήματος της νήσου, αφού αυτή εμποδίζει την ένταξή της στην Ευρώπη, έχει μεγάλο διπλωματικό κόστος, ενώ δαπανά εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ετησίως για τη συντήρηση του κατοχικού στρατού με οφέλη τα οποία μπορούν να διακρίνουν μόνο ορισμένοι εντός του στρατιωτικού κατεστημένου της και κάποιοι ακραίοι εθνολαϊκιστές πολιτικοί.
Αποτελεί δικαίωση της δύσκολης, οδυνηρής, αλλά όπως αποδείχτηκε τελικά σώφρων επιλογής της τότε κυβέρνησης εθνικής ενότητας του 1974 να μην παρασυρθεί σε ένα ανούσιο με τα τότε στρατιωτικά δεδομένα (επιτυχή εγκατάσταση προγεφυρώματος από τους Τούρκους στην Κερύνεια, απόλυτη αεροπορική τους υπεροχή λόγω εγγύτητας και γενικότερη κατάσταση των ενόπλων δυνάμεων) γενικευμένο πόλεμο, που πιθανότατα θα οδηγούσε στην απώλεια ολόκληρης της Κύπρου και ίσως κάποιου ελληνικού νησιού και να ακολουθήσει ένα διπλωματικό αγώνα για να ανατρέψει τα τετελεσμένα της εισβολής. Οι καταγγέλοντες εθνική μειοδοσία ας σκεφτούν ότι το 1967, με μια ολόκληρη ελληνική μεραρχία επί της νήσου και χωρίς το μειονέκτημα του αιφνιδιασμού, η τότε χουντική/βασιλική κυβέρνηση με τη συγκατάθεση και του Μακαρίου (ο ίδιος και για άλλους λόγους που ξεφεύγουν της παρούσας ανάλυσης) αναγκάστηκαν να συναινέσουν στην απόσυρσή της προκειμένου να αποφύγουν την επαπειλούμενη εισβολή. Λόγω γεωγραφίας η στρατιωτική επίλυση του Κυπριακού ήταν και είναι πολύ δύσκολη, έως αδύνατη.
Η ανατροπή των τετελεσμένων και η επιστροφή στο status pro ante του 1974 είναι με τα σημερινά δεδομένα και χωρίς πόλεμο ουτοπική. Ο ίδιος ο ιστορικός ηγέτης της Κύπρου Μακάριος συμφώνησε στη δημιουργία μια διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας το 1977. Κρίσιμο ζήτημα για την τελική επίλυσή του αποτελεί όμως το θέμα της Ασφάλειας. Πολλοί στην Ελλάδα αγνοούν ότι κατά περιόδους το διάστημα 1963-74 ο Τουρκοκυπριακός πληθυσμός περιορισμένος σε θύλακες αντιμετωπίσε πολλά περιστατικά βίας εναντίον του, (πιο γνωστό το επεισόδιο της Κοφίνου). Συνεπώς οι τελευταίοι αποδίδουν μεγάλη σημασία στο συγκεκριμένο ζήτημα και θεωρούν τη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας απαραίτητη.
Να μην οδηγηθούμε σε μια νέα «χαμένη» ευκαιρία.
Προφανώς η μόνιμη παρουσία δυνάμεων ξένης χώρας σε μια ανεξάρτητη δημοκρατία δεν είναι επιθυμητή. Όμως το ζήτημα αυτό θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να διευθετηθεί λαμβάνοντας υπόψη τα σημερινά δεδομένα και σκεπτόμενοι το μακροπρόθεσμο συμφέρον μιας λύσης. Η αποδοχή της παρουσίας ενός συμβολικού αριθμού στρατιωτών της τάξης των 650 Τούρκων όπως προβλέπεται από τη Ζυρίχη και αντίστοιχα 950 Ελλήνων, στρατωνισμένων σε ένα συγκεκριμένο χώρο θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης προκειμένου η Κύπρος να απαλλαγεί από την παρουσία κατοχικού στρατού 30.000 ανδρών, τη «νεκρή ζώνη» που καλύπτει σχεδόν το 4% της επιφάνειάς της και τα ατέλειωτα στρατόπεδα. Η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ ή η υπογραφή συνθήκης συμμαχίας Κύπρου-Ελλάδας-Τουρκίας η οποία θα επιτρέπει την περιστασιακή παρουσία τους με ταυτόχρονη κατάργηση των αναχρονιστικών εγγυήσεων ή κάποιος άλλος τρόπος θα μπορούσε να διερευνηθεί εάν επιδειχθεί η στοιχειώδης βούληση για υπέρβαση και αποφευχθούν οι αφορισμοί. Έλληνες και Τούρκοι αξιωματικοί έχουν υπηρετήσει σε ΝΑΤΟϊκές δομές στη Σμύρνη και τη Λάρισα αντίστοιχα, χωρίς να θίγεται η αξιοπρέπεια ούτε της Ελλάδας, ούτε της Τουρκίας. Η παρουσία της ΤΟΥΡΚΔΥΚ την περίοδο 1960-74 δεν επηρέασε ουδόλως την ουσιαστική ελληνική κυριαρχία επί της Μεγαλονήσου. Το ζητούμενο είναι ο τερματισμός της κατοχής και των εγγυήσεων και όχι η παραμονή ενός συμβολικού αριθμού στρατιωτών, που θα έκανε την αποδοχή της συμφωνίας πιο εύκολη και από τους Τουρκοκυπρίους που θα ψηφίσουν στο δημοψήφισμα και από την Τουρκική κυβέρνηση.
Η επανένωση της νήσου δυστυχώς έχει συχνά εμποδιστεί κυρίως από αυτούς οι οποίοι δεν την επιθυμούν πραγματικά. Συνήθως οχυρώνονται πίσω από προσχήματα όπως για παράδειγμα η διαφορά στο ποσοστό εδάφους των συνιστώντων κρατιδίων που στην ουσία αντιπροσωπεύει μερικές χιλιάδες στρέμματα αγροτικών εκτάσεων ή μικρά χωριά. Παλαιότερα είχε επικριθεί η Συνθήκη Ζυρίχης/Λονδίνου γιατί προέβλεπε έναν παραπάνω Τουρκοκύπριο υπουργό ή μεγαλύτερο αριθμό Τ/Κ δημοσίων υπαλλήλων από την πληθυσμιακή τους αναλογία, ενώ σε απόλυτους αριθμούς αυτοί ήταν μερικές εκατοντάδες περισσότεροι από όσους τους αναλογούσαν πραγματικά, την προσωρινή παρουσία Τούρκων στρατιωτών, ωσάν αυτοί δεν θα παραμείνουν εσαεί στη νήσο χωρίς λύση του Κυπριακού, το χρόνο της Τουρκοκυπριακής εναλλασσόμενης Προεδρίας και βολικότερη όλων την υπαρκτή όντως αδιαλλαξία της Τουρκίας και ιδιαίτερα παλαιότερα των Τουρκοκυπρίων και του Ντενκτάς. Ουσιαστικά ζητούμενα όμως αποτελούν η οριστική απόσυρση του κατοχικού στρατού, η επιστροφή των Βαροσίων και της Μόρφου, η ελεύθερη διακίνηση και διαβίωση στο βόρειο τμήμα της νήσου, η παγίωση της ειρήνης, η οικονομική ανάπτυξη, ο τερματισμός του εποικισμού. Όπως έχει υποστηρίξει εύστοχα ο καθηγητής Πασχαλης Κιτρομηλίδης τα ελληνικά ομιλούνται στην Κύπρο εδώ και χιλιάδες χρόνια παρά την εναλλαγή των κατακτητών, ακόμα και κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ σήμερα στο κατεχόμενο τμήμα αυτό έχει σταματήσει να συμβαίνει. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να συνεχίσει να γίνεται αποδεκτό.
Στο πλαίσιο της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης που οι περισσότερες και ουσιαστικότερες αποφάσεις πλέον λαμβάνονται από υπερεθνικά όργανα (στα οποία συμμετέχει και η Ελλάδα), το ζητημα της διακυβέρνησης καθίσταται πιο εύκολα επιλύσιμο. Η επανένωση και η εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου σε ολόκληρη τη νήσο, έστω και μετά την πάροδο μιας μεταβατικής περιόδου, θα απομακρύνει ουσιαστικά την Κύπρο από την Τουρκία. Γι’ αυτό το λόγο η Τουρκία σπανίως επιδεικνύει εποικοδομητικό πνεύμα στις συνομιλίες και ποδηγετεί τους Τουρκοκυπρίους, ενώ το βαθύ κεμαλικό κράτος προετοίμαζε μέχρι και πραξικόπημα σε περίπτωση αποδοχής του Σχεδίου Ανάν.
Η τελική επίλυση του προβλήματος θα έχει πολύ σημαντικές θετικές επιπτώσεις. Η Κύπρος μπορεί να μετατραπεί στο χρηματοοικονομικό, εμπορικό, ενεργειακό, ναυτιλιακό, τουριστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής λαμβάνοντας υπόψη την αστάθεια σε όλη τη Μέση Ανατολή και σημείο συνάντησης των πολιτισμών. Η συνεχιζόμενη διατήρηση του status quo θα σημάνει τον οριστικό εκτουρκισμό του βορείου τμήματος, η Κύπρος θα συνεχίζει να βρίσκεται υπό το καθεστώς άμεσης απειλής, ενώ η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών της πηγών καθίσταται αμφίβολη. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι όσο περνούν τα χρόνια η αμυντική, πληθυσμιακή, οικονομική ισορροπία μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας αποβαίνει εις βάρος της πρώτης. Απαιτείται λοιπόν σήμερα να εξαντληθεί κάθε δυνατότητα επίλυσης του Κυπριακού και να μην οδηγηθούμε σε μια νέα «χαμένη» ευκαιρία.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: David Bomberg (1890–1957), Cyprus