Στις μέρες μας η παγκόσμια κοινότητα, όχι μόνο η ελληνική, βρίσκεται σε ένα τέλμα. Η προηγούμενη περίοδος της δημιουργίας μιας παγκόσμιας ειρήνης, πρωτοφανούς για την ιστορία της ανθρωπότητας, παρά τις κατά καιρούς περιφερειακές συγκρούσεις, εξακολουθεί να είναι σε ισχύ και θεωρείται πλέον ένα κεκτημένο, δεδομένο μάλιστα από τις νεότερες γενιές.
Δεν υπάρχει φυσικά αμφιβολία ότι οι κοινωνικές ανισότητες εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν συνολικά την παγκόσμια κοινωνία, μάλιστα δε ολοένα περισσότερο εντεινόμενες.
Αρκεί απλά να σκεφθούμε ότι παγκοσμίως ελάχιστες εκατοντάδες ανθρώπων ελέγχουν «δημοκρατικά», ή απολαμβάνουν κατ’ ουσία το 90% του παραγόμενου οικονομικού πλούτου στον πλανήτη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Το πρόβλημα στην πολιτική εκπροσώπηση σήμερα είναι ότι δεν εκφράζει κατά κανόνα τους νέους.
Όσον αφορά στην χώρα μας το πρόβλημα στην πολιτική εκπροσώπηση σήμερα είναι ότι δεν εκφράζει κατά κανόνα τους νέους. Οι περισσότεροι πολιτικοί π.χ. στις μέρες μας ασχολούνται κατά το πλείστον με τις δαπάνες του δημοσίου για μισθούς και συντάξεις και πως αυτές θα εξασφαλιστούν, ή κα θα αυξηθούν ακόμη.
Τι λόγο έχει άραγε ένας νέος να ενδιαφερθεί για μισθούς και συντάξεις, που στην καλύτερη γι αυτόν περίπτωση εργάζεται εκ περιτροπής, ή με ημιαπασχόληση; Γιατί να ασχοληθεί, ή να συμμετάσχει στην πολιτική, όταν η αναλογία μεταξύ ιδιωτικών μισθών και συντάξεων είναι τόσο άνιση;
Έτσι, από το να πάει να σταθεί στην ουρά για να ψηφίσει, έστω διαμαρτυρόμενος για κάποιον που δεν τον εκφράζει, κάθεται στο σπίτι του μπροστά σε μια οθόνη, να βρει τρόπο να επιλύσει, ή και να ξεχάσει έστω τις σκοτούρες του.
Η ιδιώτευση στην εποχή μας, ως απάθεια, ως μαζική αποχή από την εκλογική διαδικασία, εν πρώτοις μας φέρνει στο νου την αρχαιοελληνική έννοια του όρου, δηλαδή αυτήν της πολιτικής απάθειας, της αποχής, της εν γένει απαξίωσης της δημοκρατικής διαδικασίας και της στροφής των πολιτών, των υποκειμένων δηλαδή του πολιτικού γίγνεσθαι, σε μία εσωστρέφεια.
Ας μην μας διαφεύγει ότι η ετυμολογία της λέξης δημοκρατία είναι δήμος + κρατώ, δηλαδή ο λαός εξουσιάζει και αποφασίζει. Η αποχή εναντιώνεται στην παραπάνω έννοια, καθώς υποδηλώνει πλήρη πολιτική απραξία, φυγομαχία, ενώ επίσης δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση υπεύθυνη πολιτική στάση.
Στην αρχαία Αθήνα ο Σόλων γα να πετύχει την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, ψήφισε νόμο με τον οποίο στερούσε τα πολιτικά δικαιώματα από όσους δεν έπαιρναν σαφή θέση πάνω στα πολιτικά και κοινωνικά θέματα.
Με την εκλογική αποχή περιορίζεται η πολιτική ελευθερία και η πολιτική συμμετοχή του ατόμου.
Με την εκλογική αποχή, όταν είναι συνειδητή επιλογή, περιορίζεται η πολιτική ελευθερία και η πολιτική συμμετοχή του ατόμου, παράγοντες που αποτελούν θεμελιώδη συστατικά του δημοκρατικού πολιτεύματος και απαραίτητες προϋποθέσεις για τη πρόοδο του δικαιότερου πολιτεύματος από την αρχαιότητα έως σήμερα, έναντι όλων των άλλων πολιτευμάτων.
Επιπλέον με την εκλογική αποχή γίνεται ανεπαρκής σε μεγάλο βαθμό η νομιμοποίηση της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας και κατ’ επέκταση απονομιμοποιείται το ίδιο το αποτέλεσμα των εκλογών και φυσικά όλα αυτά υποβαθμίζουν την αξία της δημοκρατίας και του ευγενούς πολιτικού ανταγωνισμού.
Η εκλογική αποχή, αυτή καθ’ εαυτή μπορεί να καθορίσει ακόμη και το εκλογικό αποτέλεσμα εφόσον είναι εσκεμμένη και καλά οργανωμένη.
Επίσης τα λευκά ψηφοδέλτια τα οποία δεν εκφράζουν κάποια πολιτική προτίμηση, ουσιαστικά ενισχύουν το πρώτο κόμμα, το οποίο μπορεί να μη γίνεται αποδεκτό από ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, οπότε και σε αυτή τη περίπτωση μειώνεται η αξία της δημοκρατίας και παραμορφώνεται το δημοκρατικό πολίτευμα και φυσικά και η ίδια η λαϊκή βούληση.
Αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονα αρνητικό αν λάβουμε υπ’ όψη μας το ισχύον ακόμη εκλογικό σύστημα με το bonus των 50 εδρών υπέρ του πρώτου κόμματος.
Όταν ένας πολίτης αποφασίζει να απέχει από την εκλογική διαδικασία, θα πρέπει να ξέρει ότι με αυτή την επιλογή του καθορίζει και την τύχη των άλλων, όχι μόνο την δική του. Οπότε, πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας ότι από τη ψήφο μας εξαρτάται και το μέλλον του συνανθρώπου μας, όχι μόνο το δικό μας.
Στις εκλογές δεν ψηφίζουμε μόνο πρόσωπα, αλλά παίρνουμε αποφάσεις.
Στις εκλογές συνεπώς, δεν ψηφίζουμε μόνο πρόσωπα, αλλά κατ’ ουσία παίρνουμε αποφάσεις.
Δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το δικαίωμα του εκλέγειν είναι ένα δημοκρατικό δικαίωμα, το οποίο μοχθήσαμε διαχρονικά για να το κατακτήσουμε και είναι άδικο με τόσο φθηνό και ανεύθυνο τρόπο να το υπονομεύουμε.
Πέρα από όλα τα παραπάνω, πιστεύω πως η ιδιώτευση στις μέρες μας παίρνει και κάποια άλλα χαρακτηριστικά, που θα επιχειρήσω στη συνέχεια να εξηγήσω.
Θα αναφερθώ σε μερικούς ενδεικτικούς αριθμούς-ποσοστά, που περιγράφουν την συμμετοχή των πολιτών στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.
Μάρτιος 2004: 76,5%,
Σεπτέμβριος 2007: 74.15%,
Οκτώβριος 2009: 70.95%,
Μάιος 2012: 65,12%,
Ιούνιος 2012: 62,49%,
Ιανουάριος 2015: 63,94%,
Δημοψήφισμα 2015: 62,50%,
Σεπτέμβριος 2015: 56,16%.
Οι αριθμοί αυτοί είναι αμείλικτοι.
Από την «χρυσή» μετά-Ολυμπιακή ευφορία του 2004, μέχρι την ευθεία πρόσκρουση με την δύσκολη πραγματικότητα στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, η πτώση της συμμετοχής του εκλογικού σώματος στην εκλογική διαδικασία είναι της τάξης του 20%.
Δηλαδή βρισκόμαστε ήδη κοντά στο σημείο, όπου σχεδόν ένας στους δύο πολίτες απέχει από την κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας, που είναι οι εκλογές.
Δεν είναι τυχαίο ότι επέλεξα να ξεκινήσω την παράθεση στοιχείων από τις εκλογές του Μαρτίου του 2004, από τότε δηλαδή που όχι μόνο τίποτε δεν προμήνυε την επερχόμενη κρίση, αλλά αντίθετα σε συλλογικό επίπεδο η ελληνική κοινωνία, αν και διαιρεμένη και τότε, ομονοούσε τουλάχιστον σε ένα πράγμα: ότι η πρόοδος και η ευμάρεια νομοτελειακά της ανήκουν δια παντός και ότι είναι εξασφαλισμένες εις το διηνεκές.
Ένας στους δύο πολίτες απέχει από την κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας, που είναι οι εκλογές.
Από τον μακρινό λοιπόν, για τα σημερινά δεδομένα Μάρτιο του 2004 μέχρι σήμερα, το ποσοστό της συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, διαρκώς βαίνει μειούμενο, με μια μόνο οριακή, ελάχιστη και φυσικά ευεξήγητη ανάκαμψη, τον Ιανουάριο του 2015, δηλαδή την πρώτη φορά που εκλέχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Καθώς βέβαια η ελπίδα τελικά δεν ήρθε, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των νυν κυβερνώντων, διαπιστώνουμε ότι η πορεία της μείωσης της συμμετοχής συνέχισε να κατρακυλά σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα. Αν τα στοιχεία τώρα, διαβαστούν σε ένα δεύτερο επίπεδο, δηλαδή από την σκοπιά της κρίσης, διαπιστώνουμε «βουτιά» στην συμμετοχή, όσο περισσότερο η κρίση βαθαίνει. Πρόκειται για μια καθίζηση της συμμετοχικότητας στην δημοκρατική διαδικασία.
Ο λόγος είναι απλός. Στα χρόνια της κρίσης, οι πολιτικές συζητήσεις σε καφενεία, σε ταβέρνες, στις δουλειές, αλλά και στα social media γνώρισαν και εξακολουθούν να γνωρίζουν ημέρες δόξας. Ένας ορυμαγδός καινούργιων και δυσνόητων οικονομικών και χρηματοοικονομικών όρων εισέβαλε δυναμικά στο καθημερινό λεξιλόγιο.
Πολίτες που δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με την πολιτική, συζητούσαν με πάθος και διατύπωναν τις απόψεις τους επί παντός επιστητού, με στόμφο ειδήμονα, προσφέρεται, βλέπετε και η μεσογειακή φύση μας γι αυτό. Θα περίμενε λοιπόν, κανείς όλο αυτό το πολιτικό πάθος, να αποτυπωθεί με την συμμετοχή στην κάλπη, πράγμα που ωστόσο δεν συνέβη.
Κατά την άποψή μου αυτή η πραγματικότητα εμφανίζει ένα νέο ιδιαίτερο είδος ιδιώτευσης. Ο πολίτης, ενώ μεν φανατίζεται και συντάσσεται με οπαδικό τρόπο υπέρ, ή κατά της μιας, ή της άλλης πολιτικής, δεν φαίνεται ωστόσο διατεθειμένος να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα.
Η συχνή φράση που ακούμε, είναι ότι ο πολίτης αισθάνεται πλέον αποκομμένος από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, με αποτέλεσμα να το απορρίπτει ολοκληρωτικά. Η έννοια της δυσαρέσκειας στο παραπάνω σχήμα είναι κατά την γνώμη μου δομική. Μπορούμε όμως να το αναλύσουμε λίγο παραπάνω.
Οι πολιτικοί καλούνται να παίξουν τώρα τον πραγματικό τους ρόλο.
Πρώτον, είναι αλήθεια ότι μέσα στην κρίση ο πολίτης αισθάνθηκε ότι δεν μπορεί να επηρεάσει με κανένα τρόπο τις κυβερνητικές επιλογές. Ως ένα βαθμό αυτό είναι αλήθεια.
Δεύτερον, ο πολίτης έχει την αίσθηση ότι οι πολιτικές αποφάσεις δεν είναι «καθαρές» και άρα είναι απρόβλεπτες, με αποτέλεσμα ο ίδιος να τελεί σε ένα μόνιμο καθεστώς συνήθως δυσάρεστων εκπλήξεων.
Τρίτον, ο πολίτης έχει την αίσθηση ότι οι βασικές αρχές, καθώς και οι κανόνες που διέπουν τις πολιτικές σχέσεις έχουν διαρραγεί, δηλαδή ότι κατά μία έννοια έχουν καταρρεύσει τα πολιτικά συμβόλαια, ακόμη και τα πιο βραχυπρόθεσμα, όπως συνέβη με τα δύο στρατόπεδα που αντανακλαστικά δημιουργήθηκαν με την ανακοίνωση του Δημοψηφίσματος, τον Ιούνιο του 2015, όπου βέβαια το ΟΧΙ αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του ΝΑΙ.
Τέταρτον, ο πολίτης αισθάνεται απομονωμένος, ή αλλιώς, ότι δεν χωράει σε κανένα πλαίσιο προτεινόμενων πολιτικών ιδεών, το γνωστό σε όλους «δεν με εκφράζει κανένας από τους δύο, ή κανένας απ’ όλους».
Στα παραπάνω, ο πολίτης βρίσκεται διαρκώς στη θέση του παθητικού δέκτη των πολιτικών επιλογών των εκάστοτε κυβερνώντων. Επιλέγει για τον εαυτό του, τον ρόλο του παρατηρητή, και όχι του συνδιαμορφωτή των όποιων αποφάσεων. Απλά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι βλέπει τον εαυτό του ως «θύμα», ή αλλιώς ότι αρνείται να αναλάβει κάποια ευθύνη.
Στην Δημοκρατία, τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Τόσο οι πολίτες, όσο και το πολιτικό προσωπικό έχουν μερίδιο ευθύνης. Και η κρίση κατέδειξε ακριβώς αυτό. Τις ευθύνες του καθενός μας.
Η αμείλικτη στάση των αγορών, από τις αρχές του 2010 και εντεύθεν, το τέλος του εύκολου και μακάριου δανεισμού, οι δανειακές συμβάσεις στη συνέχεια και οι πρωτόγνωροι για τα ελληνικά δεδομένα, όροι που συνήψαμε με τους εταίρους μας, οδήγησαν τους πολίτες σε ένα εφιαλτικό ξύπνημα, μέσα σε μια πραγματικότητα, όπου οι σχέσεις με το πολιτικό προσωπικό άλλαξαν ραγδαία.
Ποια ήταν αυτή η αλλαγή; Το τέλος του «κράτους – πατερούλη», το τέλος του «βουλευτή – μπαμπά, ή θείου», το τέλος των σχέσεων της καθημερινής και συνήθους στους περισσότερους μικρό-συνδιαλλαγής.
Πρέπει να το πούμε καθαρά. Οι Συμφωνίες με τους εταίρους, τα Μνημόνια, όπως είναι ευρύτερα γνωστά, ακόμη και με το λανθασμένο μίγμα μέτρων τους, σιγά-σιγά βάζουν τέλος σε μια παθογενή σχέση δεκαετιών μεταξύ πολιτών και πολιτικού προσωπικού, που μετρά ίσως από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους.
Το τέλος του πελατειασμού σε μια πολιτικά ανώριμη κοινωνία, που από τη μια γελούσε με τους «Μαυρογιαλούρους» και από την άλλη τους επιζητούσε επίμονα, οδήγησε τα «κακομαθημένα παιδιά» να χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο, για να τιμωρήσουν τους μη στοργικούς γονείς τους.
Ο σημερινός «ιδιώτης» πολιτικολογεί με πάθος, με οπαδικό φανατισμό, φτιάχνοντας για τον εαυτό του μια ψευδαίσθηση συμμετοχής.
Στην πολιτική ημερήσια ατζέντα μεγάλου μέρους της κοινωνίας εντάχθηκαν μαγικές, εξωπραγματικές λύσεις, θεωρίες συνωμοσίας ευρείας κατανάλωσης, που συνεχίζονται ακόμη και σήμερα, θυμίζω εν προκειμένω το φαινόμενο Σώρρας, για να καταλήξουν στην πάντα εύκολη λύση της αποχής: μιας εν τέλει επιλογής, που δεν είναι παρά μια ακόμη όψη της απαξίωσης του κοινοβουλευτισμού.
Οι πολίτες σήμερα απέχουν λοιπόν και γιατί νιώθουν ότι δεν έχουν να λαμβάνουν πια, με τους παραδοσιακούς τρόπους ‘’ρουσφέτια’’ από το πολιτικό σύστημα.
Από την άλλη, οι πολιτικοί καλούνται να παίξουν τώρα τον πραγματικό τους ρόλο. Να χαράξουν πολιτικές, που θα δώσουν προοπτική για το σύνολο των πολιτών και δεν θα αρκεστούν στο βόλεμα της εκλογικής τους πελατείας.
Η απολογητική υποχωρητικότητα, που μέχρι πρότινος το πολιτικό σύστημα επεδείκνυε, αλλά και η λαϊκιστική θωπεία των μικροαστικών ενστίκτων, έγινε φανερό ότι δεν προάγει την Δημοκρατία και σίγουρα δεν οδηγεί στην ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών.
Ακόμη και αυτοί οι πολιτικοί, που τα τελευταία χρόνια έθεσαν την βάσανο της λογικής στο περιθώριο και καθιέρωσαν ως στρατηγική, ή και τακτική επιλογή τους, τις απλοϊκές - ανορθολογικές λύσεις για πραγματικά πολύπλοκα προβλήματα, νιώθουν σήμερα το έδαφος, να χάνεται κάτω από τα πόδια τους, αφού οι δικοί τους ψηφοφόροι τώρα καταγράφονται από τις δημοσκοπήσεις να απέχουν.
Εν κατακλείδι, γίνεται φανερό ότι η πολιτική των ημερών μας έχει αρχίσει να αποκλίνει από την πορεία της. Σε λίγες χώρες οι πολίτες είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους και τους πολιτικούς τους. Θεωρούν τη βελτίωση της καθημερινότητάς τους θέμα αποκλειστικά ιδιωτικό και αποφεύγουν τη στήριξη κάποιας πολιτικής ατζέντας, φοβούμενοι την εκμετάλλευση, ή και την διάψευση.
Κι όμως, συγκριτικά με το παρελθόν οι ζωές είναι βελτιωμένες. Αυτό που λείπει είναι το βασικό στοιχείο της δημοκρατίας, η λαϊκή συμμετοχή στη δημιουργία ενός πολιτικού συστήματος «του λαού, από το λαό, για το λαό», κατά τον Λίνκολν.
Προσωπικά δεν θεωρώ ότι το πρόβλημα της ΕΕ σήμερα είναι ότι χειροτέρευσε τη ζωή των πολιτών της, είναι ότι δεν τους ακούει και δεν τους υπολογίζει όσο είναι αναγκαίο και ειδικά σήμερα, δεν τους εκφράζει, ως και όσο οφείλει.
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, συναντούμε λοιπόν στην εποχή μας και ιδίως στην ελληνική κοινωνία ένα νέο είδος ιδιώτευσης.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου της ιδιώτευσης απαιτεί βαθιά γνώση και κατανόηση των όσων συμβαίνουν γύρω μας.
Ο σημερινός «ιδιώτης» πολιτικολογεί με πάθος, με οπαδικό φανατισμό, φτιάχνοντας για τον εαυτό του μια ψευδαίσθηση συμμετοχής. Και είναι ψευδαίσθηση γιατί στο τέλος της ημέρας, δεν συμμετέχει στην κορυφαία στιγμή της Δημοκρατίας, δηλαδή στις εκλογές.
Αυτό ακριβώς, αποκαλύπτει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι έχει άγνοια της ίδιας της ιδιώτευσής του. Δεύτερον, ότι έχει πολιτική άγνοια, αφού δεν κατανοεί ότι η συμμετοχή είναι εκείνη η απαραίτητη συνθήκη, που διαφοροποιεί τον πολίτη από τον ιδιώτη.
Ο ιδιώτης σήμερα, είναι ένας θυμωμένος πολίτης, ένας πολίτης που θρηνεί για τον χαμένο παράδεισο της ευμάρειας και του ευδαιμονισμού του, πραγματικού, ή και ψεύτικου, δεν έχει και τόση σημασία.
Κατά την γνώμη μου δεν είναι εύκολη η αποδοχή αυτής της νέας του κατάστασης. Απαιτεί διαπραγμάτευση των συλλογικών, αλλά και των προσωπικών του ψευδαισθήσεων και διαχείριση της θλίψης, που αυτή του προκαλεί.
Δυστυχώς, η κρίση μέχρι τις μέρες μας, κατά την γνώμη μου, δεν μας έκανε σοφότερους, δεν σήμανε την έξοδο από την ανωριμότητά μας, για την οποία πιστεύω, οι ίδιοι ως επί το πλείστον ευθυνόμαστε, αλλά έφερε το βύθισμα, σε μια νέου τύπου βαρβαρότητα, αυτήν της ιδιώτευσης και η οποία φυσικά πλήττει ευθέως την Δημοκρατία.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου της ιδιώτευσης, όπως περιέγραψα παραπάνω, απαιτεί βαθιά γνώση και κατανόηση των όσων συμβαίνουν γύρω μας, αλλά και σε όλο τον πλανήτη.
Απαιτεί εγρήγορση και διαρκή συμμετοχή στην κοινωνία και στους θεσμούς. Απαιτεί να σκεφτόμαστε εθνικά, ευρωπαϊκά, αλλά και παγκόσμια. Αλλά να δρούμε συλλογικά, για την Ελλάδα, για την Ευρώπη για την παγκόσμια κοινωνία.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Pablo Picasso (1881 – 1973) Studio with Plaster Head
** Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του Δ. Παπουτσή στο 1ο Συνέδριο του Ελληνικού Οργανισμού Πολιτικών Επιστημόνων που πραγματοποιήθηκε στην Κομοτηνή στις 8 και 9 Δεκεμβρίου 2016.