Σάββατο, 21 Μαϊ 2016

Τι μας έμαθε η οικονομική κρίση για την Ελλάδα

αρθρο του:

«Εκείνο που διδάσκει η ιστορία», είχε πει ο Hegel, «είναι ότι δεν διδασκόμαστε από την ιστορία». Εάν η συνειδητοποίηση των όρων ενός προβλήματος είναι όντως και το πρώτο βήμα προς τη λύση του, τότε θεωρητικά το ζήτημα της οικονομικής κρίσης θα είχε επιλυθεί όχι μία, αλλά πολλές φορές. Μία επταετία άρκεσε, καθώς τα φαινόμενα δείχνουν, ώστε η οικονομική αδυναμία να προσδώσει διαφορετικό νόημα στη ζωή του μεγαλύτερου μέρους των Ελλήνων. Αποτελεί για τον λόγο αυτό ελάχιστο χρέος όλων μας, να προβληματιστούμε εκ νέου και να διδαχτούμε όχι μόνον ως πάσχοντες αλλά και ως μέλη της παρούσας κατάστασης, αξιοποιώντας γόνιμα τα επίπονα μαθήματα που μας δίδαξε κατά το διάστημα αυτό.

Ουδέποτε η λύση του προβλήματος της πείνας εξαρτιόταν από την υπερπαραγωγή αγαθών, αλλά από τη δίκαιη κατανομή τους.

Από τα χείλη του απλού πολίτη έως τις αίθουσες των ανώτατων διασκέψεων, ένα σύνολο προβλημάτων άρρηκτα συνδεδεμένων κάνει την εμφάνισή του με τη μορφή αιτίου και αποτελέσματος: ο διασυρμός της χώρας στις διεθνείς αγορές (ή και ακόμη χειρότερα: στη διεθνή συνείδηση), η ύφεση, η ανεργία, τα οριζόντια μέτρα. Και μαζί με τούτα, μία πάρα πολύ απλή και διαυγής συλλογιστική πορεία νοηματοδοτεί την εικόνα προ κρίσης της χώρας μας: Πρόταση πρώτη: «ζούμε πλουσιοπάροχα». Πρόταση δεύτερη: «δεν παράγουμε». Συμπέρασμα: «ζούμε με δανεικά».

Ως πρόοδος κατά κύριο λόγο νοείται η υπεραναπτυγμένη παραγωγική διαδικασία, που αποτελεί μόνιμη πηγή της τραγικής αντίφασης των ανεπτυγμένων κρατών μεταξύ πολιτισμού και πείνας. Τα σύγχρονα μέσα και η οργάνωση της παραγωγής με νέες μεθόδους την έκαναν τόσο αποδοτική, ώστε τα απαιτούμενα για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών αγαθά όχι μόνο να επαρκούν, αλλά να πλεονάζουν. Αυτή η αφθονία, ενώ λογικά θα έπρεπε να απαλλάξει από τη στέρηση, τον υποσιτισμό και την πείνα όλη την ανθρωπότητα, γίνεται ωστόσο η αιτία της τραγικότερης αντινομίας του πολιτισμού μας: πλούτος και αφθονία αγαθών αφενός, φτώχεια και οικονομική εξαθλίωση αφετέρου. Μας διαφεύγει έπειτα από τόσους αιώνες ανθρώπινης εξέλιξης, ότι ουδέποτε η λύση του προβλήματος της πείνας εξαρτιόταν από την υπερπαραγωγή αγαθών, αλλά από τη δίκαιη κατανομή τους... 

Η ευζωία συνδέεται άρρηκτα με την οικονομία της αγοράς.

Όπως γνωρίζουμε, στον σημερινό βιομηχανικό πολιτισμό η σπατάλη δεν αποτέλεσε προνόμιο μόνο των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά διεκδίκησε τη θέση της προοδευτικά σε κάθε επίπεδο του πληθυσμού. Αυτή ακριβώς η ευζωία -τις περισσότερες φορές χαμηλού επιπέδου- συνδέεται άρρηκτα με την οικονομία της αγοράς και όχι μόνον προκαθορίζει τις ατομικές μας ανάγκες, αλλά πολύ περισσότερο, τις μετατρέπει σε αυτοσκοπό. Δυστυχώς, ο σύγχρονος άνθρωπος συχνά αποδεικνύεται αδύναμος να ιεραρχήσει τις ανάγκες και τους ουσιώδεις στόχους της ζωής του, σταθμίζοντας το μέτρο της ευτυχίας του με βάση την ικανότητα κατανάλωσης.

«Το κακό με την ισότητα είναι ότι τη θέλουμε μόνο με τους ανωτέρους μας», λέει ένα αιχμηρό ρητό της γειτονικής μας Ιταλίας. Τι συμβαίνει όμως με τους ανθρώπους οι οποίοι πραγματικά υποφέρουν; Τα δυσβάσταχτα βάρη σε αδύναμους αποπληρωτές αποτελούν άραγε κάποιου είδους τιμωρία για την ελληνική κοινωνία, που επιζήτησε και εν μέρει έζησε μία ζωή μεγαλύτερη των δυνάμεών της; Ή ήταν το αποτέλεσμα μιας πολιτικής που επί δεκαετίες στάθηκε υπέρ του δανεισμού και της υπερβολικής δαπάνης, παρά τη μειωμένη παραγωγικότητα; Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως το σύστημα αυτό δεν επιδέχεται ιδιαίτερες βελτιώσεις πρέπει να αλλάξει ριζικά.

Η έννοια της κρίσης ως ασθένειας παροδικής, η οποία με σωστούς χειρισμούς παρέρχεται, διαφέρει ουσιαστικά από την έννοια της παρακμής, που αποτελεί ένα μονιμότερο καθοδικό στοιχείο μιας κοινωνίας. Ασυγχώρητο σφάλμα να αγνοήσουμε την ιδιοσυγκρασία του ελληνικού λαού, που έχει ανά τους αιώνες αποδείξει την ικανότητά του να βγαίνει νικητής σε μεγάλες μάχες, πληρώνοντας βαρύ τίμημα όπου αυτό καθίστατο απαραίτητο. Πάντοτε όμως είχε μία αδήριτη ανάγκη: εκείνη του ικανού ηγέτη. Ενός ηγέτη προτύπου, χαρισματικού και αφοσιωμένου, που με το φωτεινό παράδειγμά του θα οδηγούσε τη χώρα στον σωστό δρόμο.

Πολιτισμός και ανέχεια δε συμβιβάζονται.

Ένα από τα διδακτικότερα στιγμιότυπα του αρχαίου κόσμου, σχετικό με τον Μέγα Αλέξανδρο, αφηγούνται οι ιστορικοί μας, μεταξύ των οποίων ο Αρριανός, ο Πλούταρχος και ο Διόδωρος: Διασχίζοντας επί εβδομάδες την αχανή έρημο της Γεδρωσίας, το πρόβλημα λειψυδρίας που αντιμετώπισε ο μεγάλος στρατηγός και το στράτευμά του ήταν αφόρητο. Τότε, αιφνιδίως, μερικοί στρατιώτες ανακάλυψαν λίγο νερό σε μια αβαθή χαράδρα και το προσέφεραν σε ένα αναποδογυρισμένο κράνος στον Μ. Αλέξανδρο. Εκείνος, βλέποντας πως το νερό δεν ήταν αρκετό παρά μόνο για έναν, το έχυσε, λέγοντας πως εάν δεν έχει το στράτευμά του να πιει, ούτε ο ίδιος το δικαιούται! Η δύναμη του παραδείγματος, αυτή η πανάρχαια και αποτελεσματικότατη μέθοδος διδασκαλίας και ζωής, έχει δυστυχώς εκλείψει σοβαρά από την εποχή μας.

Στο σημείο αυτό τίθεται το καίριο ερώτημα: τι πρέπει να γίνει; - ή σωστότερα, τι μπορεί να γίνει, εφόσον συχνά οι δεοντολογίες δεν ταυτίζονται με την πραγματικότητα. Αρχικά, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως η χρηματοπιστωτική κρίση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, όπως εσφαλμένα τείνουμε να πιστεύουμε σε μία έξαρση εθνικής απογοήτευσης, αλλά πολλά άλλα και ισχυρότερα από εμάς κράτη, εντός και εκτός της Ευρωζώνης. Η δική μας δυσκολία, ωστόσο, έγκειται στο ότι καλούμαστε να ξεπεράσουμε έναν συνδυασμό κρίσεων, οι οποίες παρότι προϋπήρχαν, έκαναν την εμφάνισή τους εντονότερη αυτά τα χρόνια κρίσεις όπως η οικονομική, η πολιτική, η μεταναστευτική, η μειονοτική κ.α.

Η θέση που αρμόζει στη χώρα μας τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην παγκόσμια ιστορία διεκδικείται με δράση.

Η έμφαση στους θεσμούς, η συνειδητοποίηση της μακράς παράδοσής μας και ο σεβασμός στην ταυτότητά μας ας είναι το πρώτο βήμα. Με τον ίδιο σκοπό, οι πνευματικοί άνθρωποι οφείλουν να πρωτοστατήσουν στην αναζωπύρωση του πατριωτικού μας συναισθήματος, διαπνεόμενοι όχι από εθνικισμό, αλλά από γνήσια αγάπη για τον τόπο. Χρειάζεται ομόνοια, οργάνωση και συντονισμός των προσπαθειών μας, όπως επίσης σχέσεις αρμονίας και λογικής, ώστε να επιτύχουμε έναν υγιή συνδυασμό λιτότητας και εργασίας, ο οποίος πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι πως θα αποφέρει καρπούς.

Έχουμε, ειλικρινά, κουραστεί από κενές δεοντολογίες και υποσχέσεις μιας εκ βαθέων αλλαγής της κατάστασης που τα τελευταία χρόνια μας περιβάλλει, οι οποίες μάλλον αναισθητοποιούν παρά συγκινούν τη σημερινή κοινωνία, ενώ εμμέσως πλην σαφώς δημιουργούν την εντύπωση πως βρισκόμαστε αμετακίνητοι στο ίδιο σημείο! Θα πρέπει επιτέλους να αναγνωρίσουμε ότι πολιτισμός και ανέχεια δε συμβιβάζονται, αλλά πως η θέση που αρμόζει στη χώρα μας τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην παγκόσμια ιστορία διεκδικείται με τη δράση. Άλλωστε, όλοι οι μόχθοι και τα επιτεύγματα του ανθρώπου βασίστηκαν στην προσδοκία πως ο πόθος μιας καλύτερης ζωής αποτελούσε όραμα που ελάχιστα απέχει απ’ την πραγματικότητα…


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι:  Δημήτρης Μυταράς (1934), Οι καθρέφτες

Σπηλιωτόπουλος, Γιώργος

Ο Γιώργος Σπηλιωτόπουλος ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές του σπουδές στην Κλασική Φιλολογία και τις μεταπτυχιακές του σπουδές, με ειδίκευση στα Αρχαία Ελληνικά, στο Ε.Κ.Π.Α. Από το 2016 είναι υποψήφιος διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας στο City University of New York. Κύρια ενδιαφέροντά του, εκτός των Κλασικών σπουδών, είναι η Ποίηση και το Σκάκι.

Τελευταία άρθρα: Σπηλιωτόπουλος, Γιώργος