Όλοι, φαινομενικά ή πραγματικά, ισχυρίζονται πως αναζητούν τον τρόπο εξόδου από την πολυεπίπεδη κρίση. Την έξοδο από τα «Μνημόνια», δηλ. τη διεθνή επιτήρηση και τη συνεπαγόμενη λιτότητα, διά ενός «εθνικού σχεδίου». Ενός σχεδίου του οποίου την «πατρότητα» θα έχουν εγχώριες δυνάμεις και που με την υποστήριξη της πιο μεγάλης μερίδας της κοινωνίας θα οδηγήσει τη χώρα σε μια πιο ευοίωνη πραγματικότητα. Θεμιτός στόχος και μάλιστα ο πλέον αναγκαίος και επίκαιρος. Πέραν όμως από τις τεχνικές αναλύσεις και τα αναπτυξιακά σχέδια τύπου «business plan» που είναι απαραίτητα, υφίστανται και άλλα προαπαιτούμενα. Πιο σύνθετα, πιο λεπτά αλλά και επίμαχα, που εν πολλοίς βρίσκονται στη ρίζα της «κακοδαιμονίας» αυτού του τόπου, όχι μόνο στην πρόσφατη ιστορία, αλλά στο σύνολο σχεδόν της σύγχρονης εποχής. Και αναφέρω σχηματικά και μόνο ως αφετηρία της περιόδου την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους, λίγο μετά την Επανάσταση της οποίας τη 200ή επέτειο θα γιορτάσουμε σύντομα.
Το μεγάλο ερώτημα που περιστασιακά ανακύπτει: Πού ανήκουμε; Στην Ανατολή ή τη Δύση;
Το έναυσμα της συγγραφής αυτού του κειμένου το έδωσαν οι αρχικές παρατηρήσεις του Ευάγγελου Βενιζέλου, κατά την πρώτη δημόσια εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών, στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Ο προβληματισμός όμως για τα όσα θα εκτεθούν είναι διαχρονικός και προκύπτει από τη μελέτη και την παρατήρηση της ελληνικής κοινωνίας, των αντιφάσεών της, των δυνατών της σημείων και των αδυναμιών, που ως εκ του «θαύματος» εμφανίζονται στην ελληνική ιστορία με τη μορφή επαναλαμβανόμενων κύκλων. Κι αν ακόμα υιοθετήσουμε (ο γράφων το κάνει σε μεγάλο βαθμό) τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις, πως οι κύκλοι αυτοί μας οδηγούν ολοένα και ψηλότερα και πως τα επιτεύγματά μας είναι λαμπρά αν κανείς διαγνώσει όλες τις συνθήκες, τα μέσα και τα χρονικά διαστήματα που αυτά επετεύχθησαν (όπως πχ ισχυρίζεται ο Στάθης Καλύβας στα βιβλία του), δεν μπορεί παρά να υπάρχει ο προβληματισμός για επαναλαμβανόμενα λάθη και παθογένειες. Και η απορία πού θα μπορούσαμε να έχουμε φτάσει, αν κάποια πράγματα είχαν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και συλλογικά.
Θέλω να δηλώσω αφετηριακά την πίστη μου πως το παρόν ευρύτερο θέμα, βρίσκεται στον πυρήνα του συλλογικού μας προβλήματος. Έχει δε τόσες διαστάσεις και μπορεί να συγκεντρώσει τόση επιμέρους πολεμική (απόδειξη του πόσο καίριο είναι) που είναι αδύνατον να αναπτυχθεί στα όρια μιας και μόνο παρέμβασης. Ακροθιγώς και μόνο θα θιγούν παράμετροι, για καθεμία από τις οποίες θα «οφείλονταν» περισσότερες διδακτορικές διατριβές. Είπε λοιπόν ο Ευ. Βενιζέλος σχετικά με την παρούσα κρίση (περίπου), πως στην αντιμετώπισή της ερχόμαστε αντιμέτωποι ακόμα και με θέματα εθνικής αυτογνωσίας. Το μεγάλο ερώτημα που περιστασιακά ανακύπτει σχετικά με το «πού ανήκουμε». Στην Ανατολή ή τη Δύση; Κι αν γεωγραφικά αυτό λύνεται σχετικά εύκολα, πολιτισμικά, με την έννοια της εμπεδωμένης λαϊκής παράδοσης και νοοτροπίας, σηκώνει πολύ μεγάλη συζήτηση.
Μια συζήτηση, που όσο και αν δείχνει πολυτέλεια, όταν ο «κόσμος καίγεται» πρέπει κάποια στιγμή να γίνει. Και εννοώ επίσημα, μεθοδικά, με επιστημονική ευλάβεια και πολυμέρεια και κυρίως με διάρκεια. Με εξαγωγή έστω κατευθυντήριων αρχών, ως συμπερασμάτων. Τέτοια ερωτήματα, ουσιαστικά εθνικής ταυτότητας, μόνο όταν απαντηθούν εξαντλητικά, με πλήρες περιεχόμενο και εννοιολογική ανάλυση, μπορούν πλέον να «παροπλιστούν». Να στέκουν πια στο περιθώριο, έχοντας γονιμοποιήσει τα δημιουργικά-ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά ενός έθνους-λαού και να μην πυροδοτούν κάθε τόσο αντιδράσεις και συμπεριφορές, ανάλογα με τη δημαγωγική διάθεση ή το «ταλέντο» του κάθε οπορτουνιστή, που αντιμετωπίζει εργαλειακά, για τους δικούς του σκοπούς, την Ιστορία. Και οι αντιδράσεις αυτές, όταν δεν γίνεται η συνολική ανάλυση, όσο και αν μοιάζουν ανά τις δεκαετίες, παραμένουν θεμελιωδώς μη κατανοητές, αφού δεν εντοπίζονται οι βασικές τους αιτίες.
Eρωτήματα εθνικής ταυτότητας, μόνο όταν απαντηθούν εξαντλητικά μπορούν πλέον να «παροπλιστούν».
Η συζήτηση αυτή ποτέ δεν έγινε στην Ελλάδα με όρους «επίσημους». Και κυρίως, ποτέ δεν έβγαλε οριστικό «συμπέρασμα» που να γειωθεί έπειτα, να γίνει οριστικό, αδιαμφισβήτητο βίωμα στο λαϊκό υποσυνείδητο. Κατά καιρούς, αποκτά άλλη υφή και περιεχόμενο και αφήνεται στα χέρια «κύκλων», διανοητικών και όχι μόνο (έχουν εμπλακεί κατά καιρούς κύκλοι παραπολιτικοί, παραθρησκευτικοί, στρατιωτικοί και ό,τι άλλο) που προσπαθώντας να δώσουν απαντήσεις, σωρεύουν ακόμα μεγαλύτερη «σεισμικότητα». Έτσι, δίνονται άτυπες, ανεπίσημες απαντήσεις, που επιτείνουν τη σύγχυση, δημιουργούν ιδεολογικά στρατόπεδα και στερούν τελικά τον τόπο από τη συνολική του δυναμική. Υπάρχουν φυσικά και πρόχειρες, επίσημες απαντήσεις, εν είδει «περισπούδαστων» ρήσεων, που ακριβώς γιατί χρησιμοποιούνται ευκαιριακά, για να «ντυθούν» κρατικές επιδιώξεις και επειδή δεν έχουν τεκμηριωθεί επαρκώς, δεν έχουν τελικά καταστεί κτήμα της κοινωνίας («ανήκομεν εις την Δύσιν», «η καθ’ ημάς Ανατολή» κλπ). Όσο και αν τις μεταχειριζόμαστε στο δημόσιο λόγο, δεν έχουμε πειστεί ούτε οι ίδιοι τι ισχύει.
Για όλους αυτούς τους λόγους, μαζί φυσικά με την ελλιπή παιδεία, κυριαρχεί στον τόπο μας η διάθεση μιας «συνωμοσιολογική» προσέγγιση της Ιστορίας. Μιας «παρα-αφήγησης» που προσφεύγει σε κάθε είδους μη λογική εξήγηση και διαρκώς εφευρίσκει εχθρούς που διαχρονικά μας μέμφονται και μηχανορραφούν αδιάκοπα για το κακό μας. Για τον ίδιο λόγο-και αυτό είναι ίσως πιο βασικό (για τη ροπή στον ανορθολογισμό υπάρχουν και «φιλοσοφικότερες» προσεγγίσεις, ας μην υπεισέλθουμε εδώ)- παρατηρείται τέτοιο έλλειμμα εθνικής αυτοπεποίθησης. Όσο και αν αναμασάμε το γνωστό «όταν εμείς φτιάχναμε Παρθενώνες, οι άλλοι…», μέσα μας βιώνουμε τόσο το διχασμό, όσο και τη μειονεξία. Σε σχέση με τον «πρότερο εαυτό» μας, αλλά και τους άλλους, τους «προηγμένους».
Από τη μια περηφανευόμαστε για τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής μας (που διαθέτει αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά, θετικά και αρνητικά) και από την άλλη, δεν υπάρχει ταξίδι στην «προηγμένη Δύση» που να μη μας δημιουργεί παράπονο ή και «ζήλεια» για το επίπεδο κρατικής οργάνωσης, τις υποδομές, τον (εξωτερικώς νοούμενο και πάντως ορατό παντού) «πολιτισμό», που είναι διάχυτος. Από την κοινωνική συμπεριφορά ως την κρατική αρχιτεκτονική και αισθητική. Και μαζί με αυτά, όσο και αν δεν το λέμε, είναι χαρακτηριστικό το πόσο μας ενδιαφέρει ακόμα και η παραμικρή αμφισβήτηση ή σχόλιο του κάθε «ξένου» για μας. Ακόμα και αυτός είναι εντελώς ανυπόληπτος.
Στον τόπο μας κυριαρχεί η διάθεση μιας «συνωμοσιολογική» προσέγγιση της Ιστορίας.
Από τα σοβαρά, έως τα «αστεία», δεν γνωρίζω να υπάρχει άλλη χώρα που να ασχολείται πιο πολύ με την οποιαδήποτε υποτιμητική ή όχι δήλωση του οποιουδήποτε. Αν κάποιος υπονοήσει έστω ότι δεν είμαστε ο «περιούσιος λαός», δεν είμαστε ευθέως προερχόμενοι από τους Αρχαίους ή οτιδήποτε, γίνεται ο κακός χαμός. Αυτό, δεν είναι χαρακτηριστικό χώρας με αυτοπεποίθηση. Χώρας που γνωρίζει από πού έρχεται, ποια είναι, πού πηγαίνει. Χώρας με πρόταση για τον εαυτό της αλλά και για τους άλλους. Τους συγκατοίκους στο «παγκόσμιο χωριό». Και αυτό αφορά είτε κρίσιμα πολιτισμικά θέματα, όπως η γνωστή κόντρα με τις ρήσεις Φαλμεράιερ περί σχέσης μας με τους αρχαίους (ένα μη θέμα, που αναλυόμενο και μόνο μας φέρνει στο πεδίο σκέψης ακόμα και του ναζισμού), μέχρι ήσσονος σημασίας δηλώσεις του κάθε περιστασιακού αξιωματούχου για το αν «οι Έλληνες είναι τεμπέληδες ή όχι».
Δεν θα πάρω ευθέως θέση στα μεγάλα ερωτήματα ταυτότητας, που απαιτούν όπως είπα ενδελεχή μελέτη και απαντήσεις στο κορυφαίο επίπεδο. Έχουν άλλωστε τόσο απασχολήσει τη χώρα μας (υπόγεια μα καθοριστικά) εδώ και αιώνες. Από το περίφημο «γλωσσικό πρόβλημα», από τις πολιτικές συγκρούσεις κορυφής (όπως ο Εθνικός Διχασμός ή ο Εμφύλιος) και άλλα πολλά, που στη βάση τους έχουν αυτό το ερώτημα. Ποιοι είμαστε; Ποιο το νήμα συνέχειας του πολιτισμού μας ,αν υπάρχει, ποια η προστιθέμενή του αξία;
Όλα αυτά δεν είναι δευτερεύοντα. Είναι πρωταρχικά ερωτήματα που δίνουν το υπόστρωμα, τη βασική κατεύθυνση για να ακολουθήσει η πολιτική. Για να ληφθούν σταθερές αποφάσεις, με λαϊκή στήριξη και μετέπειτα έλεγχο και κριτική στην εφαρμογή τους. Όταν λείπει η καθαρή, η εμπεδωμένη απάντηση που δε χωρεί αμφισβήτηση (εσωτερικά και εξωτερικά), όταν η απάντηση είναι «δανεικά μισόλογα», τότε επέρχονται οι συνέπειες που καλά γνωρίζουμε από την Ιστορία. Τότε, το οικοδόμημα δεν μπορεί να έχει γερή θεμελίωση και τρέμει στο πρώτο φύσημα του ανέμου. Και η περιοχή μας είχε πάντοτε ισχυρούς, γεωπολιτικούς ανέμους.
Είναι χαρακτηριστικό το πόσο μας ενδιαφέρει ακόμα και η παραμικρή αμφισβήτηση ή σχόλιο του κάθε «ξένου» για μας.
Μιλώντας φυσικά για τέτοια ζητήματα πρέπει να παραδεχτεί κανείς πως δεν πρόκειται για κάτι το απλό, πόσο μάλλον αυτονόητο. Ένας τόπος με τα χαρακτηριστικά του δικού μας, που έχει σηματοδοτηθεί από αιώνες Ιστορίας και έντονων πολιτισμικών αποτυπωμάτων, είναι φυσιολογικό να αντιμετωπίζει προβλήματα αφομοίωσης. Ειδικά όταν, φαινομενικά ή ουσιαστικά, τα μεγάλα του ρεύματα, αυτά που είχαν και διεθνή εμβέλεια, εμφανίζουν αντίρροπα χαρακτηριστικά. Αρχαίος πολιτισμός με ό,τι τον χαρακτηρίζει, Βυζάντιο και νέος Ελληνισμός με πρόσθετα γνωρίσματα. Η διαμάχη των «στρατοπέδων» γύρω από την επιρροή των συμβόλων της κάθε «τάσης» στη σύγχρονη ταυτότητα, πήρε και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, απέκτησε ένταση και έθεσε τη βάση για αυτή την εθνική μας «σχιζοείδεια».
Ίσως το κύριο πρόβλημα να ξεκινάει από τoν «ψυχαναγκαστικό» αυτό διπολισμό. Για ποιο λόγο να «πρέπει» να επιλεγεί η μία τάση; Για ποιο λόγο να πρέπει να εξοβελιστεί η «αντίπαλη»; Γιατί να είμαστε αποκλειστικά το ένα ή το άλλο; Δεν γίνεται μια πλήρης απάντηση να δεχθεί την ύπαρξη χαρακτηριστικών στην «εθνική φυσιογνωμία» από όλο το φάσμα της πορείας; Η δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους με τη συνδρομή των Βαυαρών, επιχείρησε ένα ιστορικό άλμα. Αγνόησε 1.100 χρόνια «βυζαντινής» παρουσίας και 400 χρόνια οθωμανικής εμπειρίας και συνέδεσε ευθέως τη σύγχρονη Ελλάδα με την (πολύ) παλαιότερη.
Το χάσμα αυτό, δεν γεφυρώθηκε ποτέ με τρόπο άρρηκτο. Όσο κι αν αρκετοί διανοητές, άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης, αφιέρωσαν τη ζωή τους σε αυτό το σκοπό. Της «απόδειξης» της, όχι ομαλής αλλά με κάποιο ειρμό, συνέχειας. Πολλά ονόματα μπορούν να παρατεθούν, το θέμα όμως παραμένει. Αν αυτό το κείμενο φιλοδοξεί να προσθέσει μια ψηφίδα στη συζήτηση, είναι δίνοντας κάποιον μίτο σύνδεσης και εκκίνησης.
Το κύριο πρόβλημα ξεκινάει από τoν «ψυχαναγκαστικό» διπολισμό.
Ναι, υπάρχουν αντίρροπες δυνάμεις σε έναν πολιτισμό που έχει γραπτές αποτυπώσεις προτάσεων για τον κόσμο, τη ζωή και το νόημά της, την πολιτική και τον άνθρωπο εδώ και 3.000 χρόνια. Θα ήταν παράλογο να μην υπήρχαν. Από τη μάταιη όμως προσπάθεια να αγνοηθούν κομμάτια αυτής της πορείας ή του ανώφελου αγώνα να «νικηθεί» κάποιος ανύπαρκτος αντίπαλος, προτιμότερη είναι η ψύχραιμη θεώρηση. Η ανίχνευση του τυχόν μίτου που ανιχνεύει τη συνέχεια, που δίνει τον τόνο της «ελληνικής ταυτότητας» και ταυτόχρονα πρότασης. Γιατί; Μα, για τη συνείδηση του πολιτικού υποκειμένου και για την ισότιμη συμμετοχή στη διεθνή συζήτηση των πολιτισμών. Σε αυτή προσέρχεσαι μόνο με σαφή ταυτότητα και πρόσωπο. Όχι με κολλημένη πάνω σου «φωτογραφία» ή αφίσα ρετρό. Και τότε έχεις ενδιαφέρον. Έχεις αξιοπιστία και σεβασμό.
Αν ήταν να επιλεγεί τέτοιος χώρος παραδειγμάτων θα ήταν προφανώς η γλώσσα, αλλά και η παράδοση. Για τον πλούτο της γλώσσας μας, που φτάνει αδιάκοπα στη σύγχρονη εποχή με την εξέλιξη που η γλωσσολόγοι μπορούν να πιστοποιήσουν, λίγα χρειάζονται να ειπωθούν. Ας πούμε μόνο ως παράδειγμα, κοιτώντας το απέραντο γαλάζιο που μας περιβάλλει και ορίζει το διαχρονικό μας χαρακτήρα και τις προτεραιότητες, ότι την ίδια λέξη χρησιμοποιούμε σήμερα και την ίδια ο Όμηρος. Λέμε «θάλασσα» κι εννοούμε το ίδιο πράγμα! Στις κρυμμένες έννοιες της κάθε λέξης, στο νοηματικό τους φορτίο, όπως σμιλεύτηκε από την ίδια την ανάγκη για την αρχική τους γέννηση αλλά και την εξέλιξή τους στους αιώνες, μπορούμε να μελετήσουμε και κατανοήσουμε πολλά. Οι λέξεις φέρουν πάνω τους το βιωματικό φορτίο του πολιτισμού. Να γιατί έχουν αξία και θα μπορούσαν, από «μόνες» τους να ανατροφοδοτήσουν ζωηρά ρεύματα, «μισοξεραμένα» δέντρα, γόνιμες ιδέες.
Τα υπόλοιπα, βρίσκονται διάσπαρτα στα τόσα έθιμα που ενυπάρχουν στην κάθε τοπική κοινωνία. Στους ακατάλυτους (παρα) θεσμούς που τηρούνται απαρέγκλιτα και νοηματοδοτούν συμπεριφορές και «χρωματίζουν» τον καθημερινό βίο. Από τη δημοτική μουσική, έως τα θρησκευτικά έθιμα πχ της Μεγάλης Εβδομάδας, αλλά και άλλα που έρχονται από πολύ παλιότερα (μοιρολόγια, καρναβάλι-σατυρικά έθιμα και τόσα άλλα).
Μια ενδελεχής ανάλυση «περί Ελληνικότητας», είναι κάτι που οφείλεται.
Μια τέτοια ενδελεχής ανάλυση «περί Ελληνικότητας», είναι κάτι που οφείλεται. Και αν αυτό ακούγεται, λόγω ακριβώς πλήθους παρανοήσεων και της μεγάλης πολεμικής που έχει αναπτυχθεί, ως «εθνικιστική εμμονή» ή δημιουργεί φόβους, αυτοί πρέπει να αντιμετωπιστούν με την ανάδειξη της οπτικής γωνίας που υιοθετούμε. Δεν θα κάνουμε αυτή τη συζήτηση για να αποδείξουμε κάτι σε «άλλους». Επιδιωκόμενό της συμπέρασμα δεν θα είναι αν είμαστε «καλύτεροι» ή «χειρότεροι» από κανέναν. Τέτοια ερωτήματα δεν έχουν νόημα ιστορικά. Κι όπου επιχειρήθηκε να δοθούν επίσημες απαντήσεις, αυτό έγινε για ιδεολογικούς και πολιτικούς σκοπούς με ολέθρια αποτελέσματα. Όχι, δεν απαντάμε σε αυτά, ούτε «ομφαλοσκοπούμε» ασκόπως. Αντίθετα, επιχειρούμε σήμερα που έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, που οι θεσμοί μας έχουν, αν όχι καθιερωθεί πάντως δοκιμαστεί στο χρόνο, ένα «μακροβούτι αυτογνωσίας». Μια «άσκηση» που οφείλουμε στον ευατό μας και θα μας δώσει την αταλάντευτη δύναμη να πάρουμε αποφάσεις και να τις ακολουθήσουμε.
Και για να δούμε πως αυτή η απόπειρα δεν συνιστά διεθνή πρωτοτυπία, να θυμίσω πχ μια αντίστοιχη μεγάλη συζήτηση που έγινε στη Γαλλία, σχετικά με τη «γαλλικότητα». Τι σημαίνει να είσαι Γάλλος σήμερα. Μια χώρα, επίσης με πλούσια παράδοση και πληθωρικό χαρακτήρα (δίχως την ελληνική χαοτική ποικιλομορφία) που ένιωσε την ανάγκη να συζητήσει γι’ αυτά. Τη συζήτηση ξεκίνησε ο Πρόεδρος Σαρκοζύ το 2009 με ιδιαίτερες φιλοδοξίες, οργάνωση εθνικού διαλόγου, ύπαρξη σχετικού σάιτ κλπ. Βέβαια, η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε λίγους μήνες μετά, γιατί και εκεί συγκέντρωσε μεγάλη ένταση, κυρίως γιατί συνδέθηκε αδέξια (αν και σκόπιμα) με το μεταναστευτικό και προσέλαβε επίσης ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Το συγκεκριμένο παράδειγμα, αναφέρεται μόνο ως αναλογία για το περιεχόμενο παρόμοιων ερωτημάτων και ίσως ως παράδειγμα προς αποφυγή σχετικά με τον τρόπο που οργανώθηκε. Πιο γνωστό και επιτυχημένο μπορεί να θεωρηθεί το διαρκές αλλά ιδίως στην αφετηρία του παράδειγμα των Η.Π.Α., οι οποίες κατόρθωσαν γύρω από συγκεκριμένες καταστατικές-συνταγματικές αρχές και το μετέπειτα θεσμικό αρχιτεκτόνημά τους, να δομήσουν μια «εθνική αφήγηση» και ένα ιδεατό πρότυπο του τι σημαίνει «αμερικανός πολίτης», τι συγκροτεί την «Αμερικανική ιδέα ή όνειρο». Όσο και αν μπορεί να δεχθεί μεγάλη κριτική, όσο και αν είναι στοιχειώδες, έχει αναμφισβήτητα λειτουργήσει και είναι βασικός άξονας της επιτυχίας του συγκεκριμένου προτύπου.
Η δημιουργική ενασχόληση με την «πατρίδα» επιβάλλεται και μπορεί να έχει προοδευτικό περιεχόμενο.
Δεν είναι τυχαία πάντως η σύνδεση της αποτυχίας παρόμοιων αναζητήσεων με τις επιδιώξεις της συντηρητικής παράταξης διεθνώς και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την ιδεολογική χρήση της Ιστορίας. Για το λόγο αυτό, ένα τέτοιο εγχείρημα πρέπει να έχει την υποστήριξη του προοδευτικού χώρου. Όχι ως πολιτικού εργαλείου, όχι ως «επιχειρήματος» για την υποστήριξη πολιτικών επιλογών, αλλά ως απαραίτητου εφοδίου για τη συνολική κοινωνική πρόοδο. Είναι γνωστές και στη χώρα μας οι αντίστοιχες απόπειρες «χρήσης» παρόμοιων εννοιών από το συντηρητικό χώρο και τις εκφάνσεις του. Ο πρόχειρος και «ατσούμπαλος» τρόπος τους, ο ημιμαθής, με την έννοια της επιλεκτικής ματιάς γεγονότων και της αγνόησης άλλων και κυρίως ο ιδεολογικός προσανατολισμός (με αυθαίρετο, «ντε και καλά» τρόπο) είχε ως αποτέλεσμα τη «δαιμονοποίηση» εννοιών και την αντανακλαστική αποστροφή μέρους της ελληνικής κοινωνίας προς αυτές.
Και είναι διαχρονική παρατήρηση και κριτική προς την προοδευτική παράταξη, η περιστασιακή «εγκατάλειψη» τέτοιων εννοιών στον «αντίπερα» χώρο, με αποτέλεσμα τη στρέβλωσή τους και τη σύνδεσή τους με σκοπούς άσχετους. Η δημιουργική ενασχόληση με την «πατρίδα», ιδίως αυτήν που έχει συνδεθεί κεντρικά με τον ανθρωπισμό, επιβάλλεται και μπορεί να έχει προοδευτικό περιεχόμενο. Η παραχώρηση ζωτικού χώρου (το ζωτικό αποδεικνύεται από το ενδιαφέρον και την ανταπόκριση της κοινωνίας σε αντίστοιχα, έστω και κίβδηλα, «κηρύγματα»), δίχως τεκμηριωμένη θέση και πρόταση, αποτελεί σφάλμα, αφού τα κενά καλύπτονται και συνήθως από παρερμηνείες, παρανοήσεις ή και νοητικά εκτρώματα.
Όσο το ερώτημα με τις υποπεριπτώσεις και τις διαβαθμίσεις του θα παραμένει μετέωρο κι εκκρεμές, ως βραδυφλεγής «δαμόκλειος σπάθη» που διαρκώς περιμένει την επόμενή της ενεργοποίηση, τόσο η σταθερή και μόνιμη έξοδος από την ανακυκλούμενη κρίση θα παίρνει αναβολή. Τόσο η οριστική επιλογή για τη συνολική κατεύθυνση της χώρας προς το μέλλον, με σαφή συνείδηση και αποφασιστικότητα, με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, θα θολώνει και θα υπονομεύεται. Τα σκόρπια, ανεπίσημα αλλά και ανεύθυνα «σπέρματα» μιας τέτοιας συζήτησης υπάρχουν διαχρονικά, οφείλεται επιτέλους μια πιο συντονισμένη απόκριση.
Χωρίς να υποτιμώνται οι μεγάλες δυσκολίες ή ακόμα και παγίδες ενός τέτοιου εγχειρήματος, στο οποίο τον πρώτο λόγο πρέπει να έχει η όποια «διανόηση», ο χώρος του πνεύματος αλλά και η κοινωνία των πολιτών, η σημασία του δεν πρέπει να διαφεύγει του ενδιαφέροντος και της προσοχής των προοδευτικών δυνάμεων. Μακριά από συντηρητικές φαντασιώσεις απομονωτισμού ή αριστερές ιδεοληψίες, αποκομμένες από τη βιωματική πραγματικότητα του λαού. Η προοδευτική πρόταση για την Ελλάδας και τον κόσμο του αύριο, οφείλει να εντάσσει μία επεξεργασμένη απάντηση και διέξοδο στο πρωταρχικό αυτό ερώτημα και τις κανονιστικές του προεκτάσεις. Η συζήτηση μπορεί να ξεκινήσει και να συνεχιστεί και τα ωφέλιμά της αποτελέσματα (εφόσον διεξαχθεί με όρους ουσιαστικούς και πνεύμα «επιστημοσύνης» αλλά και ιστορικής συνέπειας και «συγκατάβασης») θα γίνουν ορατά, μέσω πράξεων και αλλαγής συμπεριφοράς, με το σταμάτημα του φαύλου κύκλου, εν καιρώ.
*Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Νικόλαος Γύζης (1842-1901), Τα αρραβωνιάσματα των παιδιών