Αν επιχειρούσε κανείς να διακρίνει τις περιόδους της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, θα διαπίστωνε ότι αυτή που διανύουμε ξεκινά στις αρχές του 2010. Μία εποχή που καλλιέργησε τα πρώτα κύματα αγανακτισμένων, που έδωσε υπόσταση σε κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις, που κατέστησε το πληκτρολόγιο ενός υπολογιστή εργαλείο «επαναστατικής» δράσης. Για πρώτη φορά, μία ολόκληρη γενιά γαλουχείται μέσα στο μίσος, στην απάθεια και στην απόδοση ευθυνών στις προηγούμενες.
Είναι γεγονός ότι για τις κρίσεις δεν ευθύνονται οι γενιές που τις βιώνουν, ότι είναι αποτέλεσμα των προηγούμενων. Πέρα, όμως, από τη διαπίστωση για τα αίτια της παρούσας κοινωνικής κρίσης, η κοινωνία στο σύνολό της παρέμεινε μόνο στο στάδιο της απόδοσης ευθυνών και δεν ενδιαφέρθηκε στο ελάχιστο για την έξοδο από αυτή, συμμετέχοντας και η ίδια στην προσπάθεια.
Για πρώτη φορά, μία ολόκληρη γενιά γαλουχείται μέσα στο μίσος, στην απάθεια και στην απόδοση ευθυνών στις προηγούμενες.
Νέες και νέοι, τυφλωμένοι από την πολλή αγανάκτηση απαιτούν τη λύση από όσους κατέστησαν αναγκαία την εξεύρεσή της. Μία ποιητική προσέγγιση της κατάστασης θα ήταν πως «το παρόν περιμένει από το παρελθόν να χαράξει την προοπτική του μέλλοντος». Οι ποιητικές ή άλλες αναφορές, ωστόσο, δεν μπορούν να προτείνουν λύσεις, πέρα από την περιγραφή της πραγματικότητας.
Μία γενιά ανδρώθηκε μέσα στην ιδέα πως μοναδική λύση είναι το κόψιμο του δεσμού, γιατί αυτή είναι και η ευκολότερη. Όσοι σοβαρεύτηκαν στην πορεία, κατέστησαν το ψέμα από εργαλείο μόνιμη τακτική κάλυψης της μεταστροφής τους. Ο ρεαλισμός αποδείχθηκε πολύ δύσκολος για να γίνει νοοτροπία μιας ξεφτισμένης ηθικά και πολιτικά ομάδας ανθρώπων που διέλυσε σε μερικές μόλις εβδομάδες όποιο ηθικό πλεονέκτημα, όποια δυνατότητα παρέμβασης θεωρούσε η κοινωνία ότι είχε.
Φάνηκε στην πορεία πως ούτε οι ηθικές φενάκες, αλλά ούτε και η πρόφαση της εμπειρίας μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτικές επιλογές. Για πρώτη φορά στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, η μία γενιά πίσω από την άλλη παραδόθηκαν στην αδράνεια, ταύτισαν την πολιτική τους δράση με κενού περιεχομένου συνθήματα και έδωσαν στον εαυτό τους το ρόλο του κριτή. Ακόμη και τώρα, γνωρίζουμε ότι ο απογαλακτισμός από αυτή την ανώριμη πολιτική συμπεριφορά είναι αβέβαιος.
Η αλλαγή παραμένει ακόμη και σήμερα το πιο ουσιαστικό αίτημα για την μετεξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας.
Τα τελευταία έξι χρόνια, γράφτηκε πλήθος κειμένων, όπως αυτό, που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν την αδυναμία παραγωγής πολιτικής δράσης. Σε ελάχιστες περιπτώσεις, τα κείμενα ήταν φορείς προτάσεων για τη ριζική ανανέωση του πολιτικού συστήματος και την ανοικοδόμηση του κράτους. Τις μάζες των αγανακτισμένων, όμως, συγκινούσαν ασύντακτες προτάσεις, γεμάτες προκλήσεις για όσους δεν «βέλαζαν» μαζί τους.
Η δική μου γενιά, που γαλουχήθηκε την περίοδο της απόλυτης αισθητικής εξαθλίωσης της σύγχρονης Ελλάδας, που θεωρεί εναλλακτικό ό,τι απειλεί το «κατεστημένο», φυλακισμένη πλέον στην ευκολία της επαναστατικής της ελευθερίας, παραδόθηκε στο φόβο της αδράνειας, έπαψε να προσδοκά την αποκρυστάλλωση των στόχων της. Έγινε με τη σειρά της μέρος ενός πολιτικού συστήματος, που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η ανωριμότητα. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να ωριμάσει, σαν αντιδραστικός έφηβος επέλεξε την παραμονή σε μία παρατεταμένη περίοδο πολιτικής ήβης.
Ο επίλογος αυτής της περιόδου δεν είναι βέβαιο πότε και πώς θα γραφτεί. Στο σύντομο αυτό κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας, η δημοκρατία και η διασφάλιση των πολιτικών και κοινωνικών κεκτημένων θεωρήθηκαν αυτονόητες. Επιλογή του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας, ήταν η μη συμμετοχή της στην προσπάθεια να αλλάξουμε, φοβούμενη την ταύτιση με ένα πολιτικό σύστημα που η ίδια δημιούργησε, αλλά δεν μπόρεσε να ελέγξει.
Η αλλαγή, παρά την τριβή που υπέστη από την σπάταλη χρήση της ως όρου, παραμένει ακόμη και σήμερα το πιο ουσιαστικό αίτημα για την μετεξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Ας μην την αφήσουμε σύνθημα στις ξεθωριασμένες πολιτικές αφίσες της μεταπολίτευσης.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Jean-Antoine Watteau (1684 –1721), Three studies of a boy