Σάββατο, 20 Φεβ 2016

Να γίνουμε μια Παγκόσμια δύναμη Ειρήνης

αρθρο του:

Ήταν 26 Μαΐου 2003. 355 χρόνια μετά τη συνθήκη ειρήνης του Münster που έθετε τέρμα στον τριακονταετή πόλεμο, στο δημαρχείο της ίδιας πόλης, ο αρμόδιος Επίτροπος της ΕΕ για τη Διεύρυνση εξηγούσε, πως η ταυτόχρονη διεύρυνση και εμβάθυνση της ΕΕ ήταν χωρίς εναλλακτική. Η Ευρώπη, δήλωνε o Günter Verheugen, θα έπρεπε να μετεξελιχθεί σε μια "Παγκόσμια δύναμη της Ειρήνης" τόσο προς το εσωτερικό όσο και προς το εξωτερικό.

Σήμερα, με τον ενθουσιασμό για τη Διεύρυνση να έχει σβήσει από καιρό και με την ατελή οικονομική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης να έχει δώσει τη θέση της σε ένα ορντοφιλελεύθερο σύνολο ρυθμίσεων μόνιμης λιτότητας, οι καιροί δεν ευνοούν τόσο ιδεαλιστικές διακηρύξεις. Απεναντίας, καθώς η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλαπλές κρίσεις, η περίοδος εκπτώσεων στο ευρωπαϊκό κεκτημένο που εντάθηκε στη δίνη της οικονομικής κρίσης, δεν φαίνεται να κλείνει σύντομα. Τα περιθώρια για άσκηση παρεμβατικών πολιτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο στενεύουν κι άλλο. Η διάκριση μεταξύ ηττημένων και κερδισμένων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επαναπροσδιορίζεται υπέρ των ισχυρότερων κρατών μελών, με την απειλή ή την πράξη ότι δεν θα υπάρχει καθόλου θέση στο τραπέζι για τους χαμένους.

Οι τωρινές δομές της ΕΕ δείχνουν ανίκανες να διαμορφώσουν τις άμεσες εξωτερικές της σχέσεις υπέρ της ασφάλειας και σταθερότητας.

Όσο δε αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως μοντέλο ειρήνης και σταθερότητας για την υφήλιο, οι τωρινές δομές της ΕΕ δείχνουν ανίκανες να διαμορφώσουν τις άμεσες εξωτερικές της σχέσεις υπέρ της ασφάλειας και σταθερότητας στην ίδια την ευρωπαϊκή ήπειρο. Απεναντίας οι διαλυτικές και φυγόκεντρες τάσεις που επικρατούν στην ΕΕ, διαρκώς ανοίγουν νέες πληγές για τα ασθενέστερα κράτη μέλη.

Η απόπειρα σφράγισης των βόρειων συνόρων της Ελλάδας με ανάπτυξη στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων χωρών-μελών της ΕΕ και με συγκεχυμένο ρόλο σε αυτό των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, θα πρέπει να αφυπνίσει τους ιθύνοντες στην Αθήνα. Επιπλέον, η σύνδεση του μεταναστευτικού-προσφυγικού με τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις Ελλάδας - πιστωτών εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους για τη διεθνή παρουσία και επιρροή της Ελλάδας στο εγγύς εξωτερικό. Η γεωγραφική περιχαράκωση και απομόνωση της Ελλάδας από τα Βαλκάνια, αν γίνει αποδεκτή μέσω του συζητούμενου νέου καθεστώτος στα σύνορα Ελλάδας-πΓΔΜ, μπορεί να επιφέρει δυσμενέστατα αποτελέσματα στην οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή της χώρας αλλά και των γειτονικών μας χωρών.

Η σύνδεση του προσφυγικού με τις διαπραγματεύσεις Ελλάδας - πιστωτών εγκυμονεί μεγάλους κινδύνους.

Οι συνέπειες, πέρα από συμβολικές είναι βαθύτατα πραγματικές. Το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ του ευρωπαϊκού πυρήνα και της Ελλάδας μπορεί έτσι να βρει μια άλλη αποτύπωση με την επαναφορά του προ του 1989 καθεστώτος της πολιτικής διαίρεσης των Βαλκανίων, αυτή τη φορά με κύρια ζημιωμένη την Ελλάδα αλλά χωρίς τη διεθνή βοήθεια που λάμβανε επί Ψυχρού Πολέμου. Παράλληλα με μια τέτοια εξέλιξη, αμφισβητούνται πλέον ανοιχτά θεμελιώδεις παραδοχές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Συγκεκριμένα, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η ελληνική εξωτερική πολιτική αποσκοπούσε στην ανοικοδόμηση, σταθεροποίηση, σύνδεση και ολοκλήρωση των Βαλκανίων με τις ευρωατλαντικές δομές. Η πολιτική αυτή υπηρετήθηκε με συνέπεια και σχέδιο από τις τότε ελληνικές κυβερνήσεις που διασφάλισαν όχι μόνο την (όχι και τόσο αυτονόητη) μη εμπλοκή της χώρας στις πολεμικές συγκρούσεις των Δυτικών Βαλκανίων αλλά και τη διεθνή αναγνώριση του ρόλου της Ελλάδας ως παράγοντα εκδημοκρατισμού, σταθερότητας και ασφάλειας στα Βαλκάνια. Συγκεκριμένα και πολύ απτά είναι τα παραδείγματα του ρόλου της Ελλάδας στην επίλυση της κρίσης της πΓΔΜ το 2001, στην κρίση της Αλβανίας το 1997 αλλά και στην ειρήνευση στην πρώην Γιουγκοσλαβία και το Κοσσυφοπέδιο. Μάλιστα υπήρξε και χρηματοδοτικό σκέλος αυτής της πολιτικής με την εκπόνηση και υλοποίηση του Ελληνικού Σχεδίου για την Οικονομική Ανασυγκρότηση των Βαλκανίων (ΕΣΟΑΒ). Πολύ περισσότερο στην οικονομική της διάσταση, η εξωστρέφεια της Ελλάδας εκφράστηκε με την ανάπτυξη Άμεσων Ξένων Επενδύσεων των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια, για παράδειγμα στον τραπεζικό, κατασκευαστικό κλάδο, στις μεταφορές, τα τρόφιμα και στο λιανεμπόριο και την απόσπαση πολλές φορές κυρίαρχου μεριδίου αγοράς.

Επιστρέφοντας στο σήμερα, χρέος μιας ρεαλιστικής ελληνικής πολιτικής είναι να αποφύγει τη σύνδεση της επιδιωκόμενης Βαλκανικής συνεργασίας από το άκρως ετεροβαρές πεδίο των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές. Είναι πράγματι ανησυχητική η προσπάθεια αντιπαραβολής της Ελλάδας με υποψήφιες χώρες μέλη της ΕΕ, ως ενός κράτους οιονεί παρία, το οποίο αδυνατεί να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις, σε αντίθεση με τους βόρειους γείτονές της που επιτυγχάνουν μεταρρυθμιστικά αποτελέσματα, όπως την εξέφρασε η γερμανίδα καγκελάριος σε πρόσφατο ταξίδι της στην περιοχή τον Ιούλιο. Στην πράξη, έχει εκδηλωθεί μια επαναλαμβανόμενη απόπειρα αποκλεισμού της Ελλάδας από πολυμερείς συνόδους σχετικά με τα Βαλκάνια. Η πιο πρόσφατη προσπάθεια για την οικοδόμηση ενός νέου νοητού ή υπαρκτού τείχους στα σύνορα με την Ελλάδα (για παράδειγμα με τις φαινομενικά αστόχαστες δηλώσεις του Αυστριακού ΥΠΕΞ) είναι συνέχεια σειράς ενεργειών από μερίδα κρατών μελών (και αντίστοιχων παραλείψεων και ολιγωρίας της ελληνικής πλευράς) και θα πρέπει να προβληματίσει πολύ σοβαρά για τις συνέπειες που μια τέτοια εξέλιξη είναι δυνατόν να επιφέρει στην οικονομική συνεργασία στα Βαλκάνια και τις μακροπρόθεσμες οικονομικές και πολιτικές προοπτικές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Επίσης, φαινόμενα όπως η απουσία αναφορών της γερμανίδας καγκελαρίου στην τραγική επιδείνωση της ελευθερίας του τύπου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, στην τελευταία σειρά επαφών της με Τούρκους αξιωματούχους, οφείλει να διερευνηθεί ως δείγμα εξασθένησης της ατζέντας εκδημοκρατισμού και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που άλλοτε είχε κυρίαρχη θέση στη γερμανική εξωτερική πολιτική.

Το όραμα μιας «Ευρώπης παγκόσμιας δύναμης ειρήνης» να μη γίνει ένα σύνθημα που σβήστηκε από την πλημμυρίδα των κρίσεων.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω, είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη να αναλυθεί σε μια πιο ρεαλιστική βάση το πλήρες πλέγμα σχέσεων Ελλάδας-ΕΕ-Νοτιοανατολικής Ευρώπης και να παρουσιαστούν στην ελληνική και ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα οι δρώντες, τα κίνητρα και οι συνέπειες της επαπειλούμενης πολιτικής οικοδόμησης εμποδίων στην οικονομική ολοκλήρωση στην κρίσιμη αυτή γεωγραφική περιοχή. Η ελάχιστη βάση για μια τεκμηριωμένη διαμόρφωση πολιτικής, θα ήταν να αποτιμηθεί το κόστος για την ελληνική οικονομία και τις θέσεις εργασίας, τωρινές και μελλοντικές, που επηρεάζονται από τους φραγμούς στη μόνη χερσαία σύνδεση Ελλάδας-ΕΕ.

Η διέξοδος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης από τις συμπληγάδες της αστάθειας στη Μέση Ανατολή και του απειλούμενου νέου διχασμού στα Βαλκάνια μπορεί να προέλθει μόνο με ένα γενναίο αλλά συντεταγμένο άλμα προς τα εμπρός. Η απάντηση της Ελλάδας μπορεί και πρέπει να είναι καθοριστική για τη συλλογική πρόοδο και ευημερία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στη φοβική και διχαστική λογική των ξενοφοβικών ταμπλόιντ, της διπλωματίας των εκφοβισμών και της απόσπασης μονομερών οφελών, στην οποία επιδίδονται ορισμένες υπερσυντηρητικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι προοδευτικές δυνάμεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη θα πρέπει να αντιτάξουν την άμεση επίσπευση της ενταξιακής προοπτικής όλων των χωρών των Βαλκανίων και την προσπάθεια από τα κάτω κοινωνικής και πολιτιστικής αλλαγής εκεί που οι εθνικιστικές ψευδολύσεις αποτυγχάνουν.

Η ελληνική πλευρά θα πρέπει να διατυπώσει ένα νέο μεγάλο σχέδιο για την πολιτική της στα Βαλκάνια, κινητοποιώντας τις εξωστρεφείς δυνάμεις της χώρας προς όφελος της εμβάθυνσης της συνεργασίας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και της επιτάχυνσης της ολοκλήρωσης σε βασικούς τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος των Βαλκανικών λαών, όπως οι μεταφορές, τα δίκτυα, η ενέργεια, το περιβάλλον και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Παράλληλα μια καλύτερη χρήση των εργαλείων διασυνοριακής συνεργασίας και μια πολιτική διαμόρφωσης νέων ευκαιριών περιφερειακής συνεργασίας στα Βαλκάνια θα δώσει την καλύτερη απάντηση στις διαλυτικές σειρήνες του εθνικισμού και θα υπογραμμίσει το ρόλο της Ελλάδας ως «πυλώνα της σταθερότητας στα Βαλκάνια» τον οποίον πρόσφατα υπενθύμισε στους μεταγενέστερους ο πρώην ΥΠΕΞ της Γερμανίας Joschka Fischer. Έτσι το όραμα μιας «Ευρώπης παγκόσμιας δύναμης ειρήνης» δε θα γίνει ένα σύνθημα που σβήστηκε από την πλημμυρίδα των κρίσεων.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Gerard Ter Borch (1617 –1681), The Ratification of the Treaty of Münster



 

Αντωνόπουλος, Λευτέρης

O Λευτέρης Αντωνόπουλος είναι διδάκτορας της Ευρωπαϊκής Δημόσιας Πολιτικής στο πανεπιστήμιο του Στραθκλάιντ στη Γλασκώβη και μέλος του δικτύου FEPS Young Academics Network. Σπούδασε Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στην Ευρωπαϊκή Πολιτική και Διακυβέρνηση από το London School of Economics. Έχει εργαστεί ως ερευνητής στο Κέντρο Έρευνας Ευρωπαϊκών Πολιτικών Επιστημών του πανεπιστημίου του Στραθκλάιντ, στο πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και αλλού. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με τα θέματα της διεύρυνσης της ΕΕ, την προενταξιακή βοήθεια, την οικοδόμηση διοικητικών ικανοτήτων καθώς και την πολιτική της ΕΕ για την κοινωνικοοικονομική Συνοχή.