Η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, από τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησης της στοχοποίησε τον αγροτικό τομέα της οικονομίας. Με μια σειρά μέτρων αύξησε το κόστος παραγωγής, αποδιοργάνωσε την αγροτική οικονομία, ενώ προωθεί τη βίαιη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου.
Α. Ποια είναι τα πεπραγμένα της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ στον αγροτικό τομέα:
- Έχει σταματήσει την ομαλή καταβολή των ενισχύσεων στους αγρότες.
- Έχει καθυστερήσει την εφαρμογή της Νέας ΚΑΠ.
- Έκλεισε τις τράπεζες με αποτέλεσμα:
- Να παγώσουν οι εξαγωγές των γεωργικών προϊόντων και το εμπόριο.
- Να δημιουργηθεί έλλειψη στα αγροτικά εφόδια.
- Να καταστεί αδύνατη η χρηματοδότηση των επενδύσεων.
- Έχει οδηγήσει σε απόγνωση τις μεταποιητικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις.
- Έχει αυξήσει το ΦΠΑ στα αγροτικά εφόδια και τις ζωοτροφές από το 13% στο 23%.
- Έχει καταργήσει την επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ) πετρελαίου για τους αγρότες.
- Έχει αυξήσει την τιμή του αγροτικού ρεύματος για τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
- Έχει επιβάλλει ειδικό φόρο κατανάλωσης στο κρασί, ίσο με την αξία της πρώτης ύλης.
- Αδυνατεί να αξιοποιήσει το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης συνολικού προϋπολογισμού 6 δις ευρώ.
Τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής θα γίνουν ορατά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Με την πρόταση για το ασφαλιστικό και το φορολογικό:
- Προωθεί την κατάργηση του ΟΓΑ.
- Συνδέει τις ασφαλιστικές εισφορές με το εισόδημα.
- Αυξάνει τη φορολόγηση των εισοδημάτων από το 13% στο 26% και την προκαταβολή φόρου από το 27% στο 100%.
- Σύμφωνα με την πρόταση της κυβέρνησης, ένα αγροτικό νοικοκυριό θα πληρώσει φόρο εισοδήματος, προκαταβολή φόρου και ασφαλιστικές εισφορές από 60% έως το 110% του φορολογητέου εισοδήματος του.
Οι πολιτικές αυτές:
- Αυξάνουν το κόστος παραγωγής.
- Εξαφανίζουν το αγροτικό εισόδημα.
- Καθιστούν τα ελληνικά προϊόντα μη ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές.
- Ακυρώνουν τις επενδύσεις στην αγροτική οικονομία.
- Ακυρώνουν στην πράξη την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) για τους Έλληνες αγρότες.
- Διευρύνουν το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου
- Αυξάνουν τις τιμές των τροφίμων
- Συρρικνώνουν την ελληνική οικονομία.
Ουσιαστικά, η κυβέρνηση δεσμεύει τις χρηματοδοτήσεις της Νέας ΚΑΠ προκειμένου να ενισχύσει τα ασφαλιστικά ταμεία και να μειώσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Τα καταστροφικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής θα γίνουν ορατά σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
Β. Ήταν όλα αυτά απαραίτητα; Σαφώς όχι!
Η αγροτική οικονομία, όπως και κάθε οικονομική δραστηριότητα, δεν λειτουργεί στο κενό. Επηρεάζει και επηρεάζεται από τις γενικότερες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις.
Μέσα σε 5,5 χρόνια η διακυβέρνηση Καραμανλή, έφτασε το χρέος στα 300 δις ευρώ.
Όπως είναι γνωστό η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια έχει μπει σε μια βαθιά και παρατεταμένη κρίση. Κρίση χρέους, αλλά και κρίση ανταγωνιστικότητας, αποτέλεσμα των διαρθρωτικών της αδυναμιών, της διεθνούς κρίσης, αλλά κυρίως της καταστροφικής διακυβέρνησης της κυβέρνησης Καραμανλή κατά την περίοδο 2004-2009.
Το 2004 το ΠΑΣΟΚ παρέδωσε στην κυβέρνηση της ΝΔ την οικονομία με ρυθμούς ανάπτυξης 3,5%. Το δημόσιο χρέος ήταν στο 98% του ΑΕΠ, δηλαδή, 168 δις ευρώ. Μέσα σε 5,5 χρόνια η διακυβέρνηση Καραμανλή, έφτασε το χρέος στα 300 δις ευρώ και αντίστοιχα, στο 129,4% του ΑΕΠ. Μόνο το 2009, το πρωτογενές έλλειμμα ήταν 24 δις ευρώ. Μέσα σε 5,5 χρόνια σχεδόν διπλασιάστηκε το συνολικό χρέος της χώρας από ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους.
Παρ’ όλη αυτή την κατάσταση, οι κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν την κρίση δεν πρότειναν, και πολύ περισσότερο, δεν επέβαλαν τόσο σκληρά μέτρα στον αγροτικό τομέα. Αντιθέτως, υπήρξε στήριξη με ειδικές φορολογικές ελαφρύνσεις και ενίσχυση της αγροτικής οικονομίας με την αξιοποίηση των πόρων της ΚΑΠ. Πολιτικές που έφεραν αποτελέσματα μετρήσιμα, τόσο στην αύξηση του αγροτικού εισοδήματος, όσο και στην αύξηση των εξαγωγών, καθώς και μείωση των εισαγωγών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, γεγονός που σημαίνει ότι ακόμα και μέσα στην κρίση αυξήθηκε η ανταγωνιστικότητα του αγροτικού τομέα της οικονομίας.
Πριν ένα χρόνο κανείς δεν συζητούσε για επιπλέον μέτρα στην αγροτική οικονομία.
Πριν ένα χρόνο κανείς δεν συζητούσε για επιπλέον μέτρα στην αγροτική οικονομία. Η φορολογία του αγροτικού εισοδήματος ήταν στο 13%, ζήτημα αύξησης ασφαλιστικών εισφορών δεν υπήρχε, ο ΦΠΑ στα αγροτικά εφόδια ήταν στο 13%, υπήρχε επιδότηση του αγροτικού πετρελαίου και ρεύματος προκειμένου να κρατηθεί χαμηλά το κόστος παραγωγής.
Επίσης, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν εξασφαλίσει πόρους 20 δις ευρώ από τη Νέα ΚΑΠ, οι οποίοι εάν αξιοποιηθούν σωστά και έγκαιρα, μπορούν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των διαθρωτικών αδυναμιών και στην περαιτέρω ανάπτυξη. Η αγροτική μας οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα, αλλά διαθέτει και σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Τα πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική αγροτική παραγωγή προσφέρει ασφαλή και ποιοτικά τρόφιμα για τη διατροφή έντεκα (11) εκατομμυρίων Ελλήνων, είκοσι έξι (26) εκατομμυρίων επισκεπτών και εξάγει αγροτικά προϊόντα αξίας πέντε (5) δις ευρώ. Η Ελληνική αγροτική οικονομία κατόρθωσε μετά το 1980 να αυξήσει το μερίδιο της στην παγκόσμια αγορά. Το μερίδιο των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων στο σύνολο των παγκόσμιων εισαγωγών από 0,43 την περίοδο πριν το 1980 διπλασιάστηκε ξεπερνώντας το 0,80 έως το 2010.
Στον Αγροδιατροφικό τομέα, απασχολείται το 15% του ενεργού εργατικού δυναμικού της χώρας.
Επίσης, ο πρωτογενής τομέας τροφοδοτεί με πρώτη ύλη τη βιομηχανία τροφίμων και ποτών. Η βιομηχανία τροφίμων και ποτών είναι ο σημαντικότερος τομέας της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας. Καλύπτει το 25% του κύκλου εργασιών της, παράγει το 22% της συνολικής προστιθέμενης αξίας και απασχολεί πάνω από το 22% των απασχολούμενων στο σύνολο του μεταποιητικού τομέα. Στον Αγροδιατροφικό τομέα, απασχολείται το 15% του ενεργού εργατικού δυναμικού της χώρας, χωρίς τον υπολογισμό της εποχιακής εργασίας και των θέσεων εργασίας στις υποστηρικτικές για την αγροτική παραγωγή δραστηριότητες (μεταφορές, γεωτεχνικές και τραπεζικές υπηρεσίες κτλ).
Τα παραπάνω καταρρίπτουν τα επιχειρήματα των δυνάμεων του λαϊκισμού που θέλουν να απαξιώσουν την αγροτική οικονομία, τον κόπο και την προσπάθεια του Έλληνα αγρότη, προκειμένου να επιβάλουν ευκολότερα πολιτικές που στοχεύουν στη βίαιη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου αλλά και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ελληνικής γεωργίας.
Γ. Τι μέλλει γενέσθαι. Ευκαιρία για ανάπτυξη.
Για να μπορέσει η αγροτική οικονομία της χώρας μας να κερδίσει μεγαλύτερο μερίδιο σε μία ολοένα και πιο διευρυνόμενη παγκόσμια αγορά, είναι απαραίτητο:
- Να ενισχυθεί η επιχειρηματικότητα.
- Να προσανατολιστεί το παραγωγικό μοντέλο στην παραγωγή προϊόντων με διεθνή ζήτηση, στα οποία η χώρα μας παρουσιάζει συγκριτικά πλεονεκτήματα.
- Να δημιουργηθούν εμπορικά σχήματα με δυνατότητα διείσδυσης στις διεθνείς αγορές.
- Να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση της αγροτικής οικονομίας, ενεργοποιώντας το ταμείο ενίσχυσης της αγροτικής επιχειρηματικότητας.
- Να συνδεθεί η έρευνα με την παραγωγική διαδικασία.
- Να ενισχυθεί η τεχνική υποστήριξης των παραγωγών.
- Να μειωθεί το κόστος παραγωγής μέσα από τη χρήση τεχνολογίας και την εφαρμογή συστημάτων ολοκληρωμένης διαχείρισης και γεωργίας ακριβείας.
Να ανατραπεί η κυβερνητική πολιτική, που σχεδιάζει μια αγροτική οικονομία χωρίς τον Έλληνα αγρότη.
Η αξιοποίηση των πόρων της Νέας ΚΑΠ πρέπει να πραγματοποιηθεί άμεσα προκειμένου:
- Να ενισχυθούν η συνεργασία και η συλλογική οργάνωση και η υποστήριξη συνεργασιών με την εφοδιαστική αλυσίδα.
- Να ληφθούν μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος.
- Να υποστηριχθούν οι επιχειρηματικές δράσεις μέσω της παροχής οικονομικών κινήτρων.
- Να ενισχυθούν οι ιδιωτικές και οι δημόσιες επενδύσεις.
- Να πραγματοποιηθεί η μεταφορά γνώσης, καινοτομίας και γεωργικών συμβουλών.
- Να υπάρξουν πρόσθετες ενισχύσεις στις περιοχές με φυσικούς περιορισμούς.
Για να γίνουν όμως όλα αυτά, είναι απαραίτητο να αλλάξει η νοοτροπία που κρατά ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού εγκλωβισμένο σε ακινησία, αδύναμο να παρακολουθήσει τις ραγδαίες αλλαγές και να προβεί στις απαραίτητες προσαρμογές που απαιτούνται.
Αλλά και να ανατραπεί η κυβερνητική πολιτική, που σχεδιάζει μια αγροτική οικονομία χωρίς τον Έλληνα αγρότη.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Γιώργος Σταθόπουλος, «Κυπαρισσία»