Παρασκευή, 05 Φεβ 2016

Δυστυχώς, προτιμήθηκε ο διάβολος αντί του Βενιζέλου…

αρθρο του:

Συνήθως τα παραληρήματα προηγούνται των μεγάλων κλαυθμών και οδυρμών που έρχονται ως συνέπεια τυχοδιωκτικών πολιτικών, φανατισμού και κομματικής τυφλότητας. Μερικές φορές, οι συμπτώσεις της Ιστορίας μοιάζουν να νεύουν ειρωνικά, καθώς τα ίδια λάθη επανέρχονται στο προσκήνιο - σα να πέρασαν απαρατήρητες οι εθνικές καταστροφές, σαν οι θρήνοι να αποτελούν αυτοσκοπό ή οι λαοί να έλκονται από τη γοητεία της αυτοκαταστροφής και της μισαλλοδοξίας τους.


Ήδη από το 1909, το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί πυροδότησε καταιγιστικές εξελίξεις, κυρίως επιβάλλοντας τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο προσκήνιο της σύγχρονης ιστορίας μας σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα ήταν καταπονημένη από τις συνέπειες της χρεοκοπίας του 1893, του ολέθριου πολέμου του 1897, αλλά και του διεθνούς ασφυκτικού ελέγχου ο οποίος έβαζε μεν σε τάξη τα άστατα οικονομικά της χώρας αλλά κρατούσε πληγωμένη την ήδη στραπατσαρισμένη εθνική μας υπερηφάνεια.

Μερικές φορές, οι συμπτώσεις της Ιστορίας μοιάζουν να νεύουν ειρωνικά, καθώς τα ίδια λάθη επανέρχονται στο προσκήνιο - σα να πέρασαν απαρατήρητες οι εθνικές καταστροφές.

Σ’ αυτήν τη μελαγχολικά αδιέξοδη ιστορική συγκυρία, με ταπεινωμένα τα εθνικά αισθήματα, υπήρξαν φωνές όπως αυτή του Ίωνα Δραγούμη ο οποίος θεωρούσε ότι το πείραμα με το «κρατίδιο» είχε αποτύχει και πρότεινε την επανένταξη του ελληνισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία… Στον αντίποδα αυτής της άποψης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή προτάσσοντας την ιδέα του κλασσικού αλυτρωτισμού του 19ου αιώνα. Το ελληνικό εθνικό κράτος έχει ως βασικό του καθήκον την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση των αλύτρωτων ομοεθνών. Προς χάρη της επίτευξης αυτού του εθνικού σκοπού, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα προσαρμόσει και την εσωτερική - κοινωνική πολιτική του έχοντας κατά νου να πετύχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εθνική ομοψυχία, αναγκαία για να εξυπηρετηθεί ο μεγάλος εθνικός σκοπός. Έτσι, βασικός άξονας της πολιτικής που χάραξε ήδη από το 1911, ήταν να συνδέσει τα κοινωνικά προβλήματα με το εθνικό.

Η είσοδος του Ελευθέριου Βενιζέλου στην κεντρική πολιτική σκηνή ανέτρεψε τα δεδομένα παρά τις τεράστιες αντιδράσεις που αντιμετώπισε από την εδραιωμένη γραφειοκρατία και τους φανατικούς αντιπάλους που δημιούργησε η ρηξικέλευθη στρατηγική του.

Βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί

Ένα από τα βασικά ζητήματα της αντιπαράθεσης που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον Εθνικό Διχασμό, ήταν εκείνο της Μικράς Ασίας το οποίο έμελλε να κριθεί από την συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σ’ αυτό το πεδίο συγκρούστηκαν οι βενιζελικές και αντιβενιζελικές δυνάμεις. Χαρακτηριστικό της διαμάχης αυτής ήταν οι ακραίες εριστικές συμπεριφορές των πολιτικών της εποχής.

Το διχαστικό πνεύμα, η έριδα, η λυσσαλέα άρνηση κάθε ιδέας συνεννόησης είναι μια παράμετρος που πρέπει να εξεταστεί ως μια εθνική διαχρονική ψύχωση.

Το διχαστικό πνεύμα, η έριδα, η ολική και λυσσαλέα άρνηση κάθε ιδέας συνεννόησης και απόπειρας διαλόγου είναι μια παράμετρος που πρέπει κάποια στιγμή να εξεταστεί ξεχωριστά - πιθανά και με την συνδρομή της ψυχιατρικής επιστήμης - ως μια εθνική διαχρονική ψύχωση… Γιατί, στην ουσία, δεν είχαμε να κάνουμε με αμιγώς ιδεολογικές αλλά κυρίως με προσχηματικές διαφορές. Εδώ επρόκειτο για ένα εθνικό ζήτημα που το λογικότερο θα ήταν να αντιμετωπιστεί με ένα στοιχειώδες πνεύμα εθνικής ενότητας και σύμπνοιας και όχι με τυφλή αυτοκαταστροφική διάθεση αντιπαράθεσης. Σ’ αυτό το σημείο, να επισημάνουμε ότι από την πλευρά του Ελευθέριου Βενιζέλου υπήρξε συνειδητή προσπάθεια συνεννόησης και καταστολής των παθών - κι αυτό φάνηκε ήδη από το 1911 που έδειξε έμπρακτα τις διαθέσεις του για μιαν έντιμη συνεργασία και για μια λειτουργία του πολιτικού συστήματος δίχως αποκλεισμούς.

Τελικά, η συμμετοχή ή όχι της Ελλάδας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δημιούργησε μεγάλη πολιτική οξύτητα η οποία κατέληξε στον Εθνικό Διχασμό. Οι ολέθριες και καταστρεπτικές επιπτώσεις αυτής της σύγκρουσης οδήγησαν στην εθνική τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής.

Η πολιτική του Βενιζέλου

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έφερε στο προσκήνιο ως βασικό άξονα της εθνικής στρατηγικής την Μεγάλη Ιδέα. Εκ των υστέρων, πολλά μπορούν να ειπωθούν και οι κινήσεις στην σκακιέρα των τετελεσμένων γεγονότων φαίνονται παιχνίδι… Ωστόσο, τα πράγματα για όσους διαμορφώνουν την Ιστορία δεν είναι έτσι. Ούτε βέβαια μια βαρυσήμαντη πολιτική απόφαση που σχετιζόταν με τον ελληνικό αλυτρωτισμό μπορεί να εξεταστεί εκτός ιστορικού πλαισίου και συγκυριών με αποκλειστικά ιδεολογικά κριτήρια. Στις επικρατούσες συνθήκες, ο Ελευθέριος Βενιζέλος πίστευε ακράδαντα ότι νικητές από αυτή την παγκόσμια σύγκρουση κατά την οποία θα διαμορφωνόταν για μιαν ακόμα φορά ο χάρτης της Ευρώπης, θα ήταν οι δυνάμεις της Αντάντ, πρόβλεψη που δικαιώθηκε πανηγυρικά από τις εξελίξεις. Με αυτή την ακλόνητη πεποίθηση σχεδίασε την εθνική του στρατηγική η οποία εν πρώτοις συμπεριλάμβανε την συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με την στρατηγική των αντιβενιζελικών που πρότειναν την ουδετερότητα, καθώς έτσι βόλευε τα σχέδια των Γερμανών στην πολιτική των οποίων ήταν φίλα προσκείμενος ο Κωνσταντίνος. Ο Βενιζέλος που προέβλεπε την τελική επικράτηση των Δυνάμεων της Αντάντ, πόνταρε στην ειδική σχέση της Ελλάδας με την Βρετανία διακρίνοντας ότι οι επιδιώξεις των δυο χωρών συνέπιπταν και ήταν αμοιβαία επωφελείς. Αυτή η ειδική σχέση με την Βρετανία θα επέτρεπε την υπέρβαση των περιορισμένων δυνατοτήτων της ελληνικής ισχύος και θα οδηγούσε και στην επέκταση των ελληνικών συνόρων στην οποία ο Βενιζέλος απέβλεπε.

Τα εθνικά ζητήματα έγιναν αντικείμενο λαϊκισμού και εκμετάλλευσης από την πλευρά των αντιβενιζελικών, για να υπηρετήσουν την αχαλίνωτη μισαλλοδοξία ανόητων ηγετίσκων. 

Από την σκοπιά των αντιβενιζελικών

Από τη μεριά τους, οι του αντιβενιζελικού μετώπου αμφισβητούσαν την επικράτηση των δυνάμεων της Αντάντ και απέρριπταν δίχως συζήτηση το σχέδιο του Βενιζέλου θεωρώντας ότι η στρατιωτική εμπλοκή ξεπερνούσε τις δυνάμεις της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, επεσήμαιναν τους υπαρκτούς κινδύνους από βορρά, όπως και τη δυσμενή δημογραφική και γεωμορφολογική πραγματικότητα της Μικράς Ασίας. Ο Κωνσταντίνος που ηγείτο του αντιβενιζελικού στρατοπέδου, πίστευε πως η Γερμανία ήταν η ισχυρότερη ηπειρωτική δύναμη, άποψη που συμμεριζόταν απερίφραστα και ο μοιραίος Δημήτρης Γούναρης, ο αρχηγός του Κόμματος των Εθνικοφρόνων που μετονομάστηκε σε Λαϊκό Κόμμα. Το ίδιο πρέσβευε και ο διπλωμάτης Στρέιτ, αλλά και ο στρατιωτικός Μεταξάς.

Ο λαός

Εδώ έχει ενδιαφέρον να εξεταστεί η απήχηση που είχαν στο λαό αυτές οι απόψεις. Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να διακριβωθεί αν η αντιβενιζελική πλευρά πλειοψηφούσε. Από την άλλη, η Μεγάλη Ιδέα παρέμενε ζωντανή σε κάθε Έλληνα. Ωστόσο, στις επικρατούσες συνθήκες, ο λαός έδειχνε έντονα σημάδια κούρασης από τους συνεχείς πολέμους και υπήρχε μια εκπεφρασμένη δυσαρέσκεια απέναντι σε κάθε ιδέα πολεμικής εμπλοκής. Η ιδέα αυτή εκφράστηκε τελικά στις μετέπειτα εκλογές του 1920, όταν τα εθνικά ζητήματα έγιναν αντικείμενο λαϊκισμού και εκμετάλλευσης από την πλευρά των αντιβενιζελικών, μόνο και μόνο για να υπηρετήσουν την αχαλίνωτη μισαλλοδοξία ανόητων ηγετίσκων. 

Οι εξελίξεις ως τη συνθήκη των Σεβρών

Αυτές οι πολιτικές αντιθέσεις δημιούργησαν μια τεράστια ένταση που έφερε τον Εθνικό Διχασμό, και αναγκάσαν τον Βενιζέλο να εγκαταστήσει μια ξεχωριστή κυβέρνηση με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Από εκεί, κατόρθωσε να επιβάλει την πολιτική του καθυστερημένα στα μέσα του 1917, μετά από κοινή αγγλογαλλική επέμβαση.

Οι αντιβενιζελικοί προσχώρησαν στη πολιτική του Βενιζέλου στην πιο ακατάλληλη στιγμή.

Μετά τη συνθήκη των Σεβρών κι όταν είχε ήδη χαθεί όλος ο πολύτιμος χρόνος αλλά και οι ευνοϊκές συγκυρίες, οι εκπρόσωποι του αντιβενιζελισμού αναγκάστηκαν -καθυστερημένα- να προσχωρήσουν στην βενιζελική άποψη αφού όλα έδειχναν ότι η πολιτική του Βενιζέλου έκανε πραγματικότητα την «Ελλάδα των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Δυστυχώς για τη χώρα, οι αντιβενιζελικοί προσχώρησαν στη πολιτική του Βενιζέλου στην πιο ακατάλληλη στιγμή, όταν δηλαδή οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν αρχίσει να διασπώνται υπερασπιζόμενες επί μέρους συμφέροντα και στην Ελλάδα απέμενε μόνο η Βρετανία να υπερασπίζεται την εφαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Παρά το γεγονός ότι οι Τούρκοι δεν ήταν ισχυροί από στρατιωτικής απόψεως, δεν έδειχναν διαθετημένοι να αποδεχτούν τους όρους της συνθήκης αυτής. Από τη μεριά του, ο Βενιζέλος παρότι έβλεπε να πραγματοποιείται το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, παρακολουθούσε ανήσυχα και τον βαθύτατα διχασμένο λαό που δεινοπαθούσε από τις συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις. Ο Βενιζέλος απέβλεπε πλέον αποκλειστικά στην ενεργό συνδρομή της Βρετανίας προκειμένου οι όροι της ειρήνης να επιβληθούν στο πεδίο της μάχης.

Οι εκλογές της 20ης Νοεμβρίου 1920

Βασική προεκλογική υπόσχεση της αντιβενιζελικής πλευράς της οποίας ουσιαστικά ηγείτο ο Δ. Γούναρης, εκτός από τον τερματισμό των πολεμικών συγκρούσεων, ήταν η επαναφορά του βασιλιά Κωνσταντίνου, πράγμα που δυσαρέστησε εντόνως την Μεγάλη Βρετανία, την Γαλλία και την Ιταλία από τη συμμαχία της Αντάντ. Γι’ αυτές τις Δυνάμεις, η επαναφορά του Κωνσταντίνου έβαζε σε μεγάλη δοκιμασία τις σχέσεις τους με την Ελλάδα, και ουσιαστικά σήμαινε ότι αυτόματα θα έπαυε κάθε υποστήριξη προς την χώρα. Ταυτόχρονα, θα έπαυε να ισχύει κάθε είδους δέσμευση από τη μεριά τους προς την Ελλάδα και φυσικά θα διακόπτετο κάθε οικονομική ενίσχυση. Οι προεκλογικές εξαγγελίες της αντιβενιζελικής πλευράς δυναμίτιζαν όπως γίνεται φανερό την εξωτερική πολιτική της χώρας η οποία είχε χαραχτεί και βασιστεί πάνω σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο.

Στην προσπάθειά της να αποποιηθεί των ευθυνών της απέναντι στην αδυσώπητη πολιτική πραγματικότητα, η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση, σε μια προφανώς ανεύθυνη και επικίνδυνη εκδήλωση λαϊκισμού, επιχείρησε το χείριστο: να μεταθέσει τις πολιτικές της ευθύνες, τις απατηλές και ανόητες νωπές προεκλογικές της δεσμεύσεις στο λαό… Έτσι, με απύθμενη ανευθυνότητα και τυχοδιωκτισμό διοργάνωσε σε μιαν εθνικά καθοριστική στιγμή ένα δημοψήφισμα-παρωδία (που ανάλογό του ζήσαμε μόλις το περασμένο καλοκαίρι του 2015 με το ίδιο επιπόλαιο και εθνικά καταστροφικό σκεπτικό…) το αποτέλεσμα του οποίου νοθεύτηκε επιπλέον δίχως να υπάρχει αποχρών λόγος… Η επάνοδος του βασιλιά που θα άλλαζε την στάση των συμμάχων μας, επιβεβαιώθηκε από το 99% του εκλογικού σώματος. Με αυτή την πολιτική παρωδία, επανήλθε στις 6 Δεκεμβρίου στο κλεινόν άστυ ο Κωνσταντίνος – ένα μοιραίο για τον ελληνισμό, πρόσωπο – με το λαό έμπλεο παραληρηματικού ενθουσιασμού…

Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση επιχείρησε το χείριστο: να μεταθέσει τις πολιτικές της ευθύνες, τις απατηλές και ανόητες νωπές προεκλογικές της δεσμεύσεις στο λαό.

Συνήθως τα παραληρήματα προηγούνται των μεγάλων κλαυθμών και οδυρμών που έρχονται ως συνέπεια τυχοδιωκτικών πολιτικών, φανατισμού και κομματικής τυφλότητας. Μερικές φορές, οι συμπτώσεις της Ιστορίας μοιάζουν να νεύουν ειρωνικά, καθώς τα ίδια λάθη επανέρχονται στο προσκήνιο - σαν να πέρασαν απαρατήρητες οι εθνικές καταστροφές, σαν οι θρήνοι να αποτελούν αυτοσκοπό ή οι λαοί να έλκονται από την γοητεία της αυτοκαταστροφής και της μισαλλοδοξίας τους.

Οι εξελίξεις στην πολιτική ζωή της Ελλάδας ήταν καταστροφικές, πράγμα που αποδείχτηκε στα αμέσως επόμενα χρόνια με την ολοκλήρωση της εθνικής τραγωδίας του αφανισμού του μικρασιατικού ελληνισμού (και περιγράφουν ένα σκηνικό που έχει δραματική αντιστοιχία με το σήμερα): Ξηλώθηκε όλο το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του Βενιζέλου και στο όνομα της αποκατάστασης των «θυμάτων της τυραννίας» αντικαταστάθηκε όλος ο κρατικός μηχανισμός εκ θεμελίων. Οι εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν σε όλους τους τομείς του δημόσιου και ιδιωτικού βίου πήραν ολοκληρωτικό χαρακτήρα. Μέσα σε αυτές, μερικές θα απέβαιναν και μοιραίες για τον ελληνισμό, όπως για παράδειγμα οι αλλαγές που έγιναν στις ένοπλες δυνάμεις όπου αντικαταστάθηκαν εμπειροπόλεμοι και αξιωματικοί από άπειρους, άκαπνους και μέτριους… Οι αλλαγές στις ένοπλες δυνάμεις οδήγησαν 500 βενιζελικούς αξιωματικούς να παραιτηθούν και να καταφύγουν στην Κωνσταντινούπολη…

Ως Αρχιστράτηγος στη Μικρά Ασία διορίστηκε ο Αναστάσιος Παπούλας του οποίου το μοναδικό προσόν ήταν οι υπηρεσίες του στον παλαιοκομματισμό και η φανατική του υποστήριξη στον Κωνσταντίνο. Η ανικανότητα του Αρχιστράτηγου ήταν γνωστή στους υπεύθυνους πολιτικούς και στον ίδιο τον Γούναρη που ήταν υπουργός Στρατιωτικών. Οι αντιβενιζελικοί που βρίσκονταν πλέον στην εξουσία, κατόρθωσαν να ικανοποιήσουν τους «δικούς» τους με τις ριζικές αλλαγές που επέφεραν αλλά και τις σκληρές διώξεις των μισητών τους αντιπάλων. Ωστόσο, η βασική προεκλογική τους υπόσχεση που ήταν η απεμπλοκή της χώρας από τους πολέμους και η πολυπόθητη αποστράτευση, έμενε σε εκκρεμότητα.

Οι αντιβενιζελικοί καλούντο από την μεριά της σκληρής πραγματικότητας να χειριστούν την βενιζελική πολιτική οι ίδιοι!

Καθώς το μικρασιατικό ζήτημα ήταν παρόν και έπρεπε να δοθούν λύσεις, δεν προβλεπόταν για κανένα λόγο ο τερματισμός των πολεμικών συγκρούσεων - συνεπώς και της υποσχεθείσας αποστράτευσης. Οι αντιβενιζελικοί καλούντο από την μεριά της σκληρής πραγματικότητας να χειριστούν την βενιζελική πολιτική οι ίδιοι! Γούναρης και Πρωτοπαπαδάκης, πολιτικά μεγέθη ασήμαντα, προσπαθούσαν να πείσουν τους Βρετανούς κυρίως, όπως αναφέρει ο Μαυρογορδάτος στο βιβλίο του 1915, Ο Εθνικός Διχασμός, ότι μπορούσαν να τα καταφέρουν καλύτερα από τον Βενιζέλο… Ήταν τόσο το μίσος της αντιβενιζελικής πτέρυγας εναντίον του Εθνάρχη που δεν δίστασαν να ομολογήσουν στην Εθνοσυνέλευση ότι προτιμούσαν την καταστροφή στην Μικρά Ασία παρά την επάνοδο του Βενιζέλου!

Χαρακτηριστική είναι και η εντύπωση που είχαν σχηματίσει οι Σύμμαχοι την άνοιξη του 1920. Όπως σημειώνει ο Σωτήρης Ριζάς στο έργο του Το Τέλος της Μεγάλης Ιδέας, ο Γάλλος ναυτικός ακόλουθος παρατηρούσε ότι «δεν διέθεταν όμως κανένα σχέδιο για την εκστρατεία τους, ούτε την ενότητα κατεύθυνσης. Επρόκειτο για έναν εσμό ατόμων χωρίς συντονισμό και χωρίς καμιά πολιτική συγγένεια»…

“Εις το κάτω-κάτω, εάν μόνον δια του Βενιζέλου θα ήτο δυνατόν να σωθή η Ελλάς, ας έλθει ο Βενιζέλος. Πρέπει να υπάγη ο τόπος μας εις τον διάβολον δια να μην έλθει ο Βενιζέλος;”

Ενδεικτικό της μισαλλοδοξίας που επικρατούσε την περίοδο που ακολούθησε τις καταστροφικές εκλογές της 20 Νοεμβρίου 1920, είναι το απόσπασμα από το βιβλίο του Μαυρογορδάτου 1915, Ο Εθνικός Διχασμός που ακολουθεί:

«Την πιο αξιόπιστη και εύγλωττη αποτύπωση της νοοτροπίας αυτής προσφέρουν οι εμπιστευτικές συνομιλίες του Δ. Γούναρη, του Π. Πρωτοπαπαδάκη, του Ν. Θεοτόκη και του Α. Εξαδάκτυλου στις 25 και ιδίως στις 29 Μαρτίου 1921 με τον Ι. Μεταξά (που κατέγραψε ο ίδιος), όταν προσπάθησαν μάταια να του φορτώσουν την ουσιαστική ευθύνη για την διεξαγωγή ενός πολέμου στον οποίο ήταν αντίθετος από το 1915. Μόλις είχε αναλάβει η κυβέρνηση Γούναρη, με υπουργό Οικονομικών τον Πρωτοπαπαδάκη και υπουργό Στρατιωτικών τον ανίδεο Θεοτόκη (όπως δεν έπαυε να δηλώνει ο ίδιος). Μιλώντας για τον κίνδυνο να επανέλθει ο Βενιζέλος αν αυτοί αποτύχουν, ο Γούναρης έφτασε στο σημείο να επικαλεστεί τα ατομικά του συμφέροντα: “Εμέ προσωπικώς, τι με μέλλει; Ένας άνθρωπος είμαι. Δεν έχω παρά να πάρω τον δρόμον μου οπουδήποτε. Αλίμονον σ’ εσάς που έχετε δεσμούς και περιουσίαν”. Μπροστά σε τόσο απροκάλυπτη επίκληση ιδιοτέλειας, ξέσπασε ο Μεταξάς: “Εις το κάτω-κάτω, εάν μόνον δια του Βενιζέλου θα ήτο δυνατόν να σωθή η Ελλάς, ας έλθει ο Βενιζέλος. Πρέπει να υπάγη ο τόπος μας εις τον διάβολον δια να μην έλθει ο Βενιζέλος;”»…

Δυστυχώς για την ιστορία αυτού του τόπου, προτιμήθηκε ο διάβολος αντί του Βενιζέλου… 


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Pablo Picasso (1881 – 1973) Guernica

 

Μπρουντζάκης, Ξενοφών

Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης γεννήθηκε στην Τήνο το 1959. Έχει εκδώσει εφτά βιβλία στις εκδόσεις Καστανιώτη.
Συνεργάστηκε τακτικά ή έκτακτα με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά  (Το Δέντρο - πρώτη εμφάνιση στα γράμματα- Πολιορκία, Γράμματα και Τέχνες, Διαβάζω, Εντευκτήριο, Poetix (Δέ)κατα, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί  κατά καιρούς στο τύπο στην Ελευθεροτυπία , Έθνος, Athens Voices , 6 Μέρες, Εφημερίδα των Συντακτών κ.ά .
Έχει συνεργαστεί με διάφορους εκδοτικούς οίκους ως διευθυντής σειρών και επιμελητής εκδόσεων, όπως και ως σεναριογράφος σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές και ως στιχουργός σε δισκογραφικές εκδόσεις.
Από το 2005 εργάζεται ως συντάκτης στην εφημερίδα Το Ποντίκι όπου και διατηρεί την δική του σελίδα βιβλίου και είναι υπεύθυνος των ομώνυμων εκδόσεων της εφημερίδας έχοντας επιμεληθεί και εκδώσει περί τους διακοσίους τίτλους βιβλίων. Ταυτόχρονα αρθρογραφεί στην ηλεκτρονική έκδοση Το Ποντίκι Wed.