Ομιλία Γιάννη Καρατζόγλου, στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη» με αφορμή την κυκλοφορία από τις εκδόσεις Επίκεντρο του βιβλίου «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης 1974-2024» που περιλαμβάνει τα πρακτικά του ομότιτλου συνεδρίου, το Σάββατο 2.11.2024 στο Φουαγιέ του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών)*
Κυρίες και κύριοι
Αρχικά θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο Ευάγγελο Βενιζέλο που με προσκάλεσε να συμβάλλω κι εγώ στη σημερινή εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών και επίσης να τον συγχαρώ για τη διοργάνωση του συνεδρίου τον Μάιο με θέμα την καμπύλη της Μεταπολίτευσης που δυστυχώς δεν το παρακολούθησα στην Αθήνα λόγω ενός θέματος υγείας. Ευτυχώς τα πρακτικά του συνεδρίου εκδοθήκαν από το Επίκεντρο του ρέκτη Πέτρου Παπασαραντόπουλου που απεικονίζουν αυτολεξεί τη ζωντάνια του και σας συστήνω ανεπιφύλακτα να το προμηθευτείτε.
Το θέμα του Συνεδρίου όπως και της σημερινής εκδήλωσης έχει σαν κύριο αντικείμενο τη Μεταπολίτευση και τους δρόμους που πήρε, και που εξετάζονται ως «καμπύλη», σε πολλά επίπεδα. Η δική μου συνεισφορά ξεφεύγει από το «εθνικό» και καταφεύγει στο τοπικό, και συγκεκριμένα με την καμπύλη της πραγματικής οικονομίας στη Θεσσαλονίκη.
Τώρα που έχω πια αποστρατευτεί από τη μάχιμη Διοίκηση επιχειρήσεων, σκέφτομαι ότι η επαγγελματική μου πορεία υπήρξε συμβατή με σχεδόν απόλυτο τρόπο με την καμπύλη αυτή: διευθυντικό στέλεχος της ΦΙΛΚΕΡΑΜ-ΤΖΟΝΣΟΝ, κατόπιν της ΗΛΙΟΤΕΞ και του συγκροτήματος Ακκά, διευθύνων σύμβουλος της ΒΙΑΜΥΛ, γενικός Δ/ντης της ΒΑΛΚΑΝΕΞΠΟΡΤ. Θα προσέξατε ίσως, ότι οι προηγούμενες βιομηχανίες έπαψαν να υφίστανται προ πολλού. Ύστερα ήρθαν οι υπηρεσίες: διευθυντικό στέλεχος σε Δικηγορική εταιρεία, σε εταιρεία πληροφορικής, σε εταιρία συμβούλων επιχειρήσεων και στο τέλος Πρόεδρος του Οργανισμού ΟΠΕΚΕΠΕ από όπου και συνταξιοδοτήθηκα. Συνολικά, πέρασα στην επαγγελματική μου διαδρομή 18 χρόνια στη βιομηχανία και άλλα 17 στον τομέα των υπηρεσιών που διαδέχτηκε την ζήτηση σε διευθυντικές θέσεις. Και κάτι ακόμα ενδεικτικό: στα 8 από τα 17 αυτά χρόνια εργάστηκα στην Αθήνα ως οικονομικός μετανάστης. Αλλά, ας πάμε στο θέμα μας. Ας ξεκινήσουμε από το λιανικό εμπόριο:
Η πολύ-πολιτισμική Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα και μέχρι την πυρκαγιά του 1917, διέθετε στο κέντρο της πόλης 4 τουλάχιστον μεγάλα πολυκαταστήματα ξένων ιδιοκτησιών, το ΤΙΡΙΓΚ, το ΟΡΟΣΝΤΙ ΜΠΑΚ την ΑΓΓΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ και το ΣΤΑΪΝ, όλα γύρω από την Πλ. Ελευθερίας-Αγίου Μηνά- Βενιζέλου. Στα κατοπινά χρόνια, η «αγορά» της πόλης μετατοπίστηκε στον άξονα της οδού Βενιζέλου, συμπεριέλαβε την οδό Ερμού και εξαπλώθηκε στην αρχή της οδού Εγνατίας. Από το 1960 και μετά, ξεκίνησε ως αγορά της πόλης η οδός Τσιμισκή και λίγο αργότερα και η Μητροπόλεως. Από το 1990 και μέχρι το 2000, άρχισε η εμφάνιση ξένων πολυκαταστημάτων στην Ανατολική Θεσσαλονίκη, μεταξύ Γεωργικής Σχολής και Θέρμης, που απασχόλησε κατά καιρούς το ΔΣ του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου (κατάστημα CONTINENT τον Νοέμβριο 1994, MAΚRO τον Φεβρουάριο 1995, VIRGIN και CARREFOUR τον Απρίλιο 2000, ΙΚΕΑ το 2002, MEDIAMARKT το 2007) με πολλές ενστάσεις και παράπονα κατά της λειτουργίας τους, μέχρι να έρθει η έρευνα της Palmos Analysis του Σεπτεμβρίου 2008 να επισημάνει ότι «η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού έχει σχηματίσει θετική εντύπωση από τη λειτουργία των εμπορικών κέντρων στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, ενώ μόνο ένα ποσοστό της τάξης του 10% εμφανίζεται δυσαρεστημένο», έρευνα που αφορούσε όλα τα εμπορικά κέντρα, αναφέροντας τα: Mediterranean Cosmos, Florida 1,2, IKEA, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, MEGA OUTLET, ΠΛΑΤΕΙΑ ASSOS ODEON, CITYGATE, PRAΚTIKER, MAΚRO, κλπ. Έτσι, στο γύρισμα του αιώνα, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι από πλευράς άσκησης του εμπορίου στη Θεσσαλονίκη επανελήφθη η εικόνα των πρώτων ετών του 20ου αιώνα. Λίγο μετά την παρουσία των πολυκαταστημάτων στα εμπορικά κέντρα της πόλης και στη συνέχεια παράλληλα με την εξάπλωση τους, το εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης βίωσε την εγκατάσταση σ’ αυτό μεγάλων Ευρωπαϊκών πολυκαταστημάτων ένδυσης και μόδας, όπως του Ισπανικού πολυεθνικού Ομίλου Inditex με τα καταστήματα Zara, Zara Home, Pull&Bear, Stradivarious, Massimo Dutti, Bershka, Oysho, του πολυκαταστήματος της Σουηδικής H&M, Hennes & Mauritz, AB (H&M), του Αγγλικού οίκου Marks&Spencer, της Ιταλικής Benetton, του καταστήματος Tommy Hilfiger, του Body Shop κλπ. Τα τελευταία χρόνια επίσης, πραγματοποιήθηκαν στην οδό Τσιμισκή δυο μεγάλες εμπορικές επενδύσεις, με την πλήρη ανακατασκευή του καταστήματος Φωκά που έπαυσε να λειτουργεί και την εγκατάσταση στη θέση του πολυκαταστήματος Attica καθώς και την ανέγερση πολυκαταστημάτων στη θέση του κτιρίου της Ισραηλιτικής Κοινότητας (στοά-μέγαρο Βαρώνου Χιρς) με την λειτουργία των καταστημάτων NOTOS Galleries και PUBLIC. Οι επενδύσεις αυτές ακολούθησαν την κατασκευή του Εμπορικού Κέντρου ΠΛΑΤΕΙΑ στην παλιά Καπναποθήκη της Αυστροελληνικής.
Με στόχο να ερευνήσω τις διαχρονικές αλλαγές στο λιανικό εμπόριο της Θεσσαλονίκης, άρχισα να καταγράφω τα καταστήματα μιας κεντρικής εμπορικής οδού της πόλης, της Τσιμισκή, το 2002. Επανέλαβα την έρευνα μετά από 10 χρόνια, το 2012 και επίσης το 2024 καταγράφοντας την υπάρχουσα κατάσταση. Η κατεύθυνση της έρευνας αυτής ήταν το εμπορικό αντικείμενο των περίπου 90 καταστημάτων, ξεκινώντας από την ΧΑΝΘ και φτάνοντας στα Λαδάδικα, περιλαμβάνοντας το βόρειο και το νότιο πεζοδρόμιο της Τσιμισκή.
Τα αποτελέσματα της έρευνας μας οδηγούν στα ακόλουθα ευρήματα:
Το 2002 στον άξονα της Τσιμισκή υπήρχαν 27 τραπεζικά καταστήματα και υποκαταστήματα 14 τραπεζών. Αμέσως μετά, την 2η θέση κατείχε η ένδυση με 22 καταστήματα. Στην πρώτη πεντάδα ακολουθούσαν τα Οικιακά Είδη με 8 καταστήματα, η τηλεφωνία με 7 και κατόπιν 5 καταστήματα. Μικρότερη παρουσία είχε ο καλλωπισμός με 5, τα κοσμήματα με 4 και προϊόντα τεχνολογίας με 3 καταστήματα. Σημειώνεται ότι όλα τα καταστήματα της οδού λειτουργούσαν κανονικά και δεν υπήρχε κανένα που να ενοικιάζεται.
Δέκα χρόνια αργότερα και μετά τα μνημόνια, πρώτη έρχονταν η ένδυση με 20 καταστήματα και ακολουθούσαν οι τράπεζες με 11 καταστήματα 8 τραπεζών. Στην επόμενη θέση βρίσκονταν τα ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ, που ανέρχονταν σε 10, δηλαδή περίπου το 10% των καταστημάτων ήταν άδεια. Ακολουθούσαν τα πολυκαταστήματα που τώρα γίνανε 7. Καταστήματα με τα οικιακά είδη επίσης 7, η εστίαση με 6 και τα κοσμήματα με 5 καταστήματα. Υπήρχαν τώρα 2 καταστήματα τηλεπικοινωνιών, 1 αθλητικών ειδών και 1 τεχνολογίας. Σε σύγκριση με το 2002, τα 35 καταστήματα ήταν ίδια με εκείνα του 2012, και τα νέα καταστήματα που καταγράφονται ήταν 37.
Το 2024 που διανύουμε, έρχεται πάλι πρώτη η ένδυση με 21 καταστήματα και ακολουθούν οι τράπεζες με 8 και αμέσως μετά τα αθλητικά είδη με 7. 5 καταστήματα έχουν κοσμήματα, υπόδηση και εστίαση, τα πολυκαταστήματα είναι πλέον 4, ενώ βρίσκουμε 2 με καλλυντικά και κομμωτήρια, 1 βιβλιοπωλείο και 1 κατάστημα ηλεκτρονικού τσιγάρου. Σε σύγκριση με το 2012, συναντάμε 23 καταστήματα ίδια ενώ καταγράφονται 45 νέα. Υπάρχουν μόνον 2 «ενοικιάζεται» και 1 γιαπί, της πρώην Εμπορικής Τράπεζας.
Συνελόντι ειπείν, το λιανικό εμπόριο του πιο κεντρικού εμπορικού δρόμου της Θεσσαλονίκης, μετά το 2002, έτος εμπορικής αφθονίας, γνώρισε την δική του κρίση το 2012 για να επανέλθει, με διαφορετική όμως σύνθεση το 2024, όπου παρατηρείται σημαντική μείωση των τραπεζών, πολλά νέα καταστήματα ένδυσης, σοβαρή συγκέντρωση των αθλητικών ειδών ένδυσης και υπόδησης, και νέες είσοδοι σε στρώματα, εσώρουχα, κομμωτήρια, βιβλιοπωλείο και κατάστημα ηλεκτρονικού τσιγάρου.
Στην ανακοίνωση αυτή θα ασχοληθούμε με την διερεύνηση σε ποσοτικό και ποιοτικό επίπεδο των 3 πυλώνων της τοπικής οικονομίας, του εμπορίου, της βιομηχανίας και των υπηρεσιών σε χρονικό ορίζοντα από την μεταπολίτευση μέχρι τις μέρες μας, δηλαδή την παρελθούσα 50ετία αναζητώντας την καμπύλη ή τις καμπύλες της οικονομικής δραστηριότητας της Θεσσαλονίκης στο χρονικό αυτό διάστημα.
Και πρώτα τα ποσοτικά στοιχεία: το ΕΒΕΘ είχε την καλοσύνη να μου παράσχει, ειδικά για την παρούσα ημερίδα, στοιχεία για τις εγγραφές και τις διαγραφές των επιχειρήσεων του εμπορικού τομέα, του μεταποιητικού και του τομέα των υπηρεσιών από το 1975 μέχρι τις μέρες μας, τον Οκτώβριο 2024.
Η θεώρηση αυτή έχει ως δεδομένο ότι οι εγγραφές στο Μητρώο του ΕΒΕΘ σηματοδοτούν την έναρξη λειτουργίας μιας επιχείρησης ενώ οι διαγραφές την λήξη της ύπαρξής της, ασχέτως του τρόπου με τον οποίο έληξε ο επιχειρηματικός της βίος.
Διαιρέσαμε τη μεταπολιτευτική περίοδο σε 4 υποπεριόδους. Την Α υποπερίοδο από το 1975 μέχρι το 2000, δηλαδή την περίοδο της δραχμής, την Β υποπερίοδο από το 2000 μέχρι το 2008, περίοδο προ της οιονεί πτώχευσης της χώρας και των πρώτων ετών του ευρώ, την Γ από το 2009 μέχρι το 2019 δηλαδή τα χρόνια των Μνημονίων και Δ από τα 2020 μέχρι σήμερα, χρόνια σχετικής ανάκαμψης μετά τα Μνημόνια.
Στην 50ετία αυτή ξεκίνησαν να επιχειρούν 54.989 επιχειρήσεις σε όλους τους κλάδους και διεγράφησαν δηλαδή σταμάτησαν τη λειτουργία τους 29.289, άρα θεωρητικά το ισοζύγιο είναι θετικό κατά 25.700 επιχειρηματικές μονάδες που θεωρητικά πάντα είναι ακόμα και σήμερα ενεργές στο Μητρώο του ΕΒΕΘ.
Στο σημείο αυτό μια παρατήρηση: τα δεδομένα από το ΕΒΕΘ αντιπροσωπεύουν το εμπόριο, τη μεταποίηση και τις υπηρεσίες, αλλά δεν απεικονίζουν πλήρως την οικονομία της Θεσσαλονίκης διότι λείπουν στοιχεία από τα επαγγελματικό και βιοτεχνικό Επιμελητήριο, ωστόσο θεωρώ ότι αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της.
Αν δούμε κατ αρχήν τις εγγραφές κατά μέσον όρο εκάστης υποπεριόδου στα χρόνια 1975 ως το 2000. Έχουμε 955 εγγραφές εμπορικών επιχειρήσεων, 19 βιομηχανικών και 44 υπηρεσιών. Στην Β υποπερίοδο 2000-2008 υπάρχει μια άνοδος των εγγραφών εμπορικών μονάδων που φτάνει τις 1260 κατ έτος, 22 μεταποιητικές και 128 υπηρεσιών. Στην Γ υποπερίοδο οι ενάρξεις λειτουργίας των εμπορικών πέφτει στις 581, ανεβαίνουν οι μεταποιητικές σε 76 και των υπηρεσιών στις 307. Τέλος στην υποπερίοδο 2020 μέχρι σήμερα οι εγγραφές εμπορικών διατηρούνται στις 575, οι βιομηχανίες ανεβαίνουν στις 113 ενώ υπάρχει έκρηξη εγγραφών στις υπηρεσίες με μέσον όρο τις 616 κατά έτος.
Οι διαγραφές εμπορικών επιχειρήσεων λόγω παύσης λειτουργίας είναι 24% των εγγραφών στην πρώτη υποπερίοδο, ανεβαίνουν στο 84% στην δεύτερη και κορυφώνονται στην Γ υποπερίοδο στο 162% ως αποτέλεσμα των μνημονικών πολιτικών όπου εγγράφονται 6.397 νέες εμπορικές επιχειρήσεις και διαγράφονται 10.369. Στην τρέχουσα περίοδο αποτελούν μέχρι στιγμής το 55% των εγγραφών. Αντίθετα στην μεταποίηση, οι διαγραφές ως ποσοστό επί των εγγραφών είναι 15% στην πρώτη και ακολουθούν 44%, 38,6% και 55% στις επόμενες υποπεριόδους. Στις Υπηρεσίες τέλος, οι διαγραφές είναι στην Τρίτη περίοδο το 40% των εγγραφών και μόνον 25% στην τρέχουσα περίοδο. Σε ότι αφορά την ίδρυση επιχειρήσεων Υπηρεσιών σε σύγκριση με τις εμπορικές τέλος, παρατηρούμε ότι στην Α περίοδο αποτελούν το 4,6% αυτών μόνον, στην Β περίπου το 15%, στην Γ ανεβαίνουν στο 53% και στην τρέχουσα το 107% των εμπορικών.
Με βάση τα προαναφερθέντα, η καμπύλη των 50 ετών της οικονομίας της Θεσσαλονίκης βασισμένη στην παρακολούθηση της εξέλιξης του εμπορίου, της μεταποίησης και των υπηρεσιών σχηματίζεται ως ακολούθως:
Στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, υπάρχει μεγάλη άνθιση του εμπορίου με διαγραφές μόνον το 24% των εγγραφών αλλά και στην μεταποίηση μόνον το 15% των εγγραφών της.
Η χειρότερη περίοδος για το εμπόριο ήταν η περίοδος των μνημονίων 2009-2019 όπου σε αυτά τα 11 χρόνια για κάθε 6 νέες επιχειρήσεις διέκοπταν τη λειτουργία τους 10.
Το εμπόριο ανέκαμψε σχετικά στην τρέχουσα περίοδο 2020-2024 αλλά και πάλι οι διαγραφές ανήλθαν στο 55% των εγγραφών.
Αντίθετα, η μεταποίηση άντεξε πιο καλά στην μνημονιακή περίοδο παρουσιάζοντας 33% διαγραφές έναντι των εγγραφών.
Οι Υπηρεσίες που στις πρώτες 3 υποπεριόδους αποτελούσαν το 5%, 11% και 52% του εμπορίου, στην σύγχρονη περίοδο αποτελούν το 107% του εμπορίου, έχοντας υπερκεράσει σε εγγραφές όλες τις οικονομικές δραστηριότητες.
Αν συνεχιστεί αυτή η τάση υπάρχει περίπτωση η ίδρυση επιχειρήσεων Υπηρεσιών να γίνει διπλάσια των εμπορικών επιχειρήσεων στα επόμενα χρόνια.
Σε ότι αφορά την μεταποίηση τώρα. Έχω μπροστά μου την έκδοση του Συνδέσμου Βιομηχάνων Β.Ε του Δεκ. 1976 με τον κατάλογο των βιομηχανιών μελών του Συνδέσμου, επί Προεδρίας Βύρωνα Αντωνιάδη. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει 213 βιομηχανικές επιχειρήσεις από τις οποίες 183 είχαν παραγωγικές εγκαταστάσεις στην ευρύτερη Θεσσαλονίκη και 30 σε επαρχιακές πόλεις νομών της Βορείου Ελλάδος (Νάουσα, Κιλκίς, Σέρρες, Πέλλα κλπ). Διερευνώντας πόσες από τις παραπάνω μεταποιητικές μονάδες του 1976 επιζούν 48 χρόνια αργότερα, δηλαδή στο σήμερα, ανακαλύπτουμε ένα θλιβερό ποσοστό επιβίωσης: 20% , δηλαδή 43 από τις επιχειρήσεις του καταλόγου του 1976!
Τι συνέβη από το μακρινό 1976 μέχρι σήμερα, εκτός του γεγονότος ότι πέρασε σχεδόν μια πεντηκονταετία; Στην χρονική αυτή περίοδο κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι της ιστορίας, ενίοτε ως χείμαρρος και άλλοτε ως βαθύ ποτάμι. Λίγο μετά τη χρονιά που αναφερθήκαμε η χώρα εντάχθηκε στην ΕΟΚ, σημερινή ΕΕ, η πολιτική εξουσία πέρασε στην εποχή των ιδεοληψιών που έδωσε το έναυσμα για μια επίθεση στην επιχειρηματικότητα από την τότε κυβέρνηση, την κοινωνία, τον Τύπο και τις κατευθυνόμενες από την εξουσία της εποχής συνδικαλιστικές οργανώσεις, με κύριο στόχο τη βιομηχανία, με πολλά θύματα.
Κι έπειτα, ήρθε το «Τέλος της Ιστορίας», όπως το ονόμασε ο Φουκουγιάμα, δηλαδή η κατάρρευση των καθεστώτων και οικονομιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» της Ανατολικής Ευρώπης. Αμήχανοι και εκστατικοί παρακολουθούσαμε σε απευθείας μετάδοση την πτώση του Τείχους στο Βερολίνο, την αποσύνθεση της ΕΣΣΔ, τις επαναστατικές εξεγέρσεις στα και αδελφοκτόνους πολέμους στα Βαλκάνια, κι αργότερα τις προσπάθειες των γειτονικών μας κρατών να ορθοποδήσουν οικονομικά, να μεταβούν σε δημοκρατικά καθεστώτα με μοχλό ανάπτυξης την οικονομία της αγοράς. Έτσι, πολλοί Έλληνες και ιδιαίτερα Θεσσαλονικείς επιχειρηματίες άδραξαν την ευκαιρία και ανταποκρίθηκαν λαμβάνοντας υπόψη τους τη γεωγραφική εγγύτητα με τα βόρεια σύνορα, το πρωτόγνωρα χαμηλό εργατικό κόστος και τη δίψα των γειτονικών αγορών για νέα προϊόντα. Αυτό είχε σαν συνέπεια, να μεταφερθεί σχεδόν όλος ο κλάδος της Ένδυσης σε γειτονικές χώρες και να συρρικνωθεί ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας, στο τέλος της δεκαετίας του ’90.
Με την είσοδο στον 21ο αιώνα, η νέα πολιτική ηγεσία στράφηκε μεν στον εκσυγχρονισμό και στον περιορισμό των ελλειμμάτων, αλλά οι δημοσιονομικές ανάγκες, ιδιαίτερα λόγω των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 και των δημοσίων έργων που ήταν καθ΄ οδόν, αύξησαν το δημοσιονομικό έλλειμμα και δημιούργησαν μια επίπλαστη ευμάρεια που επιτάθηκε με αθρόες προσλήψεις και που, όταν ήλθε η διεθνής κρίση οδηγηθήκαμε σε μια παρ΄ ολίγον πτώχευση που κατέληξε σε 3 μνημόνια με τους δανειστές μας και μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος των Ελλήνων κατά 25%. Το κερασάκι στην οικονομική τούρτα υπήρξε και η διετής περίοδος από καραντίνες λόγω της επιδημίας κοβιντ.
Δεν πρέπει να παραλείψουμε όμως να αναφέρουμε και το γεγονός ότι οι πολιτικές της ΕΕ στον αγροτικό τομέα είχαν σοβαρή επίπτωση στην μεταποίηση, ιδίως σε ότι αφορά το βαμβάκι και τον καπνό αρχικά, και τα τεύτλα στη συνέχεια. Η εξαφάνιση της κλωστοϋφαντουργίας, του καπνεμπορίου και της ζάχαρης – ισογλυκόζης στη χώρα μας, και εν προκειμένου στη Θεσσαλονίκη, συνδέονται απόλυτα με τους σχετικούς Κανονισμούς.
Σε μικροοικονομικό επίπεδο, μπορούμε να αναφέρουμε την προϊούσα από το 1980 και μετά χρήση της πληροφορικής και την μηχανοργάνωση στις επιχειρήσεις, την ανάπτυξη του διαδικτύου (ιντερνέτ) και τις εφαρμογές του, και τελευταία την ανακάλυψη της Τεχνητής Νοημοσύνης (Artificial Inteligence) και την εκμετάλλευση της μέσω νέων εφαρμογών.
Πάντως, μέχρι το 2015, θα κλείσουν πολλές βασικές για την οικονομία της περιοχής βιομηχανίες. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η μεταποίηση έπαψε να υπάρχει στη Θεσσαλονίκη, η οικονομία δεν αφήνει κενά, οι ανάγκες καλύπτονται με άλλες λύσεις, αλλά και επεκτείνονται με την ανάπτυξη άλλων τομέων της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστώνουμε την κάλυψη των οικονομικών αναγκών με διαφοροποίηση της μεταποίησης και ταυτόχρονα τη σημαντική ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών προς τη βιομηχανία στα χρόνια της κρίσης και ιδίως την τελευταία πενταετία.
Στη δυτική πλευρά της πόλης υπάρχει και εξαπλώνεται η σύγχρονη βιομηχανική περιοχή από το Ωραιόκαστρο μέχρι τα Διαβατά και από τη Σίνδο –συμπεριλαμβανομένης της οργανωμένης ΒΙΠΕΘ της ΕΤΒΑ- μέχρι τον Άγιο Αθανάσιο. Πρόκειται για μια περιοχή που φιλοξενεί εκατοντάδες μεταποιητικές επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων, ακόμα και βιομηχανία πιάτων για σπάσιμο που εδρεύει στα Διαβατά. Υπολογίζεται ότι στην ΒΙΠΕΘ παράγεται το 3% μέχρι το 7% του Ελληνικού ΑΕΠ, ανάλογα με τις μετρήσεις.
Από ένα δείγμα 105 μονάδων που εδρεύουν στην ΒΙΠΕΘ και αποτελούν τον Σύνδεσμο εταιρειών ΒΙΠΕΘ, διαπιστώνουμε ότι οι μονάδες αυτές έχουν τα εξής αντικείμενα: Κατασκευές μηχανημάτων (12), Business to Business (12), Τροφίμων (10), Χημικών-πλαστικών (10), Μετάλλων και αλουμινίου (9), Ηλεκτρισμού (8), Επεξεργασίας Υάλου (7), Αγροτικών προϊόντων και εφοδίων (6), Σιδήρου και χάλυβα επεξεργασίας (6), Logistics – εφοδιασμού (5), Δέρματος (2), ένδυσης (2) Ξύλου (2) Χάρτου (1), Κεραμικών (1) Φωτισμού (1) και διάφορες άλλες 11. Αν και το συγκεκριμένο δείγμα είναι πολύ μικρό, αποτελώντας περίπου το 15% των ενεργών επιχειρήσεων στην ΒΙΠΕΘ, παρατηρούμε ότι οι παραδοσιακοί κλάδοι της μεταποίησης (τρόφιμα, δέρματα, ξυλεία, κεραμικά κλπ) έχουν παραχωρήσει την πρωτοκαθεδρία σε σύγχρονες μορφές, μια τάση που φαίνεται να αποτελεί το μέλλον της βιομηχανίας στην ευρύτερη Θεσσαλονίκη.
Από την άλλη πλευρά της πόλης, την ανατολική, φαίνεται ότι μετά το κλείσιμο των 3 μεγάλων βιομηχανιών της περιοχής, ΒΙΑΜΥΛ, ΦΙΛΚΕΡΑΜ και ΖΗΜΕΝΣ, από τον Φοίνικα μέχρι το mall Mediteranean Cosmos και την περιοχή μέχρι το αεροδρόμιο, ο χώρος έχει καλυφθεί από την ίδρυση και λειτουργία εμπορικών καταστημάτων, πολυκαταστημάτων, εκθέσεων αυτοκινήτων, ειδών υγιεινής, υπηρεσίας φύλαξης, πρατηρίων καυσίμων, εταιρειών ταχυμεταφοράς, οικοδομήσιμων υλικών και μονάδες ελαφράς βιομηχανίας, όπως επίσης και μονάδων παροχής υπηρεσιών με επίκεντρο την πληροφορική.
Έναν καίριο ρόλο στον τομέα αυτό παίζουν το ΕΚΕΤΑ και το ΚΕΝΤΡΟ ΨΗΦΙΑΚΗΣ καινοτομίας της PFIZER. Το πρώτο, που ξεκίνησε εδώ και αρκετά χρόνια ως ΝΠΙΔ δημιούργησε 5 Ινστιτούτα (Χημικών διεργασιών, Τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, βιώσιμης κινητικότητας και δικτύων μεταφορών, εφαρμοσμένων βιοεπιστημών και βιο-οικονομίας και αγροτεχνολογίας) που δίνει έμφαση στην καινοτομία και την συνεργασία του με την βιομηχανία. Τα ερευνητικά αποτελέσματα των επιστημόνων του ΕΚΕΤΑ οδήγησαν στην εμπορική αξιοποίηση πολλών από αυτά και τη δημιουργία 23 τεχνοβλαστών με σημαντική οικονομική δραστηριότητα.
Στην ίδια περιοχή, με πρωτοβουλία του Θεσσαλονικιού Δ. Σύμβουλου της PFIZER Αλβέρτου Μπουρλά, ιδρύθηκε το Κέντρο Ψηφιακής Καινοτομίας της εταιρίας και λειτουργεί εδώ και 4 χρόνια ως ψηφιακός κόμβος της, απασχολώντας περίπου 800 εργαζομένους, κυρίως του χώρου της πληροφορικής και γιατρούς, έχοντας ως στόχο την ανάπτυξη καινοτόμων ψηφιακών λύσεων για νέα φάρμακα και θεραπείες, και ιδιαίτερα τη βελτιστοποίηση του προφίλ ασφαλείας των φαρμακευτικών προϊόντων της εταιρείας.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ως παράδειγμα επιχείρησης του τριτογενούς τομέα η ΒΕΤΑ SYSTEMS INTERNATIONAL που ιδρύθηκε πριν 30 χρόνια από μια ομάδα καθηγητών και φοιτητών του ΑΠΘ και σήμερα απασχολεί 500 εργαζόμενους, εγκατεστημένη στο Κάτω Σχολάρι και αναπτύσσει λογισμικό προσομοίωσης και ανάλυσης για βιομηχανίες παραγωγής αυτοκινήτων και αεριωθούμενων κινητήρων που κατέστη μια από τις ηγέτιδες επιχειρήσεις στον κόσμο του συγκεκριμένου κλάδου. Αναφέρεται ως παράδειγμα διότι, σχετικά πρόσφατα εξαγοράστηκε από μια Καλιφορνέζικη εταιρεία αντί του αστρονομικού ποσού των 1,24 δισεκατομμυρίου δολαρίων.
Στα σκαριά βρίσκεται και το Κέντρο καινοτομίας και τεχνολογίας Θεσσαλονίκης, ενός τεχνολογικού πάρκου 4ης γενιάς Thess Intec που θα εγκατασταθεί στον χώρο μετά το αεροδρόμιο που παλιά στέγαζε τη Φωνή της Αμερικής, και θα σκοπεύει κι αυτό στη συγκέντρωση καινοτόμων επιχειρήσεων που θα συνεργαστούν με ακαδημαϊκά ερευνητικά εργαστήρια στοχεύοντας σε projects για προηγμένα υλικά παραγωγής, οργανικά υλικά νανοτεχνολογίας, τεχνητή νοημοσύνη και εφαρμογές προσομοίωσης, θέματα ενέργειας, εφοδιαστικής αλυσίδας κλπ. με την βοήθεια και της Αλεξάνδρειας Ζώνης Καινοτομίας.
Αυτή υπήρξε λοιπόν η καμπύλη της Μεταπολίτευσης στην οικονομία της Θεσσαλονίκης. Με την ενίσχυση της εμπορικής δραστηριότητας από αυτόχθονες και αλλοδαπούς επιχειρηματίες, μια σχεδόν αναπλήρωση των χαμένων φουγάρων στη βιομηχανία με καινοτόμες επενδύσεις, και μια έκρηξη εξάπλωσης των επιχειρήσεων υπηρεσιών, τα τελευταία χρόνια. Η πόλη είναι η ίδια, τα πρόσωπα διαδέχονται γενιά προς γενιά, το επιχειρείν αναπτύσσεται: όποιος ανήκει στη δική μου γενιά, εκπλήσσεται κάνοντας μια επίσκεψη στη δυτική βιομηχανική ζώνη και στην ανατολική μέχρι την Θέρμη, και οι δυο γεμάτες με πληθώρα από επιχειρήσεις κάθε είδους τομέα. Η οικονομία της Θεσσαλονίκης ζει και έστω και με αργό ρυθμό, αναπτύσσεται. Ωστόσο έχουμε ακόμα πολύ δρόμο για την ανάπτυξη που μας αξίζει. Ας είμαστε αισιόδοξοι και ταυτόχρονα ρεαλιστές. Έχουμε όλες τις προϋποθέσεις.
*Έναρξη από τον Αντιπρόεδρο του Κύκλου Ιδεών καθ. Χρήστο Δερβένη. Υποδοχή από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του ΚΘΒΕ Αστέριο Πελτέκη. Χαιρετισμός από τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης Στέλιο Αγγελούδη. Σχολιάζουν και συζητούν: Για το ιστορικό πλαίσιο ο Κώστας Κωστής, Καθηγητής Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, Διευθυντής του ΜΙΕΤ, για τις εκλογικές αναμετρήσεις 1974-2024 στη Θεσσαλονίκη η Γεωργία Παναγιωτίδου, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης, για την ατμόσφαιρα και τον πολιτισμό της Μεταπολίτευσης στη Θεσσαλονίκης ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Συγγραφέας και για την καμπύλη της πραγματικής οικονομίας την περίοδο αυτή στη Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Καρατζόγλου, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης – Συγγραφέας. Συντονίζει: ο εκδότης Πέτρος Παπασαραντόπουλος