Κυριακή, 17 Μαρ 2019

Ομιλία Ι. Σαρμά στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου, στον Πειραιά

αρθρο του:

Στο βιβλίο του Ευάγγελου Βενιζέλου «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας - Προσδοκίες και κίνδυνοι από την αναθεώρηση του Συντάγματος» περιλαμβάνονται, συγκεντρωμένες σε εννιά θεματικές ενότητες, 40 ομιλίες και άρθρα του συγγραφέα με βάση το Σύνταγμα, τις αξίες του και τη διαδικασία της αναθεώρησής του. Είναι ένα βιβλίο νομικής κατά βάση σκέψης, του οποίου όμως τα θέματα ενδιαφέρουν όλους τους πολίτες. Το πόσο επίκαιρο είναι το βιβλίο, που σημειωτέον κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο, φαίνεται και από το έτος στο οποίο ανάγονται τα κείμενα που περιέχονται σ' αυτό. 19 από τα 40 είναι του 2018, άλλα 13 των ετών 2017 και 2016 και μόλις 9 προηγούμενων ετών, μέχρι το 2007. Σ' αυτά τα κείμενα, που το καθένα τους έχει μια αυτοτελή αξία, μπορεί πάντως κανείς να εντοπίσει, πέραν των εννιά θεματικών ενοτήτων όπου κατανέμονται, τις μεγάλες, υποκείμενες ιδέες των κειμένων. Τις ίδιες ιδέες, που εμφανίζονται σε διαφορετικές πτυχές τους σε πολλά από τα κείμενα του βιβλίου, που συμπλέκονται μεταξύ τους, και που, πίσω από το κάθε επιμέρους θέμα, αποτελούν την πρώτη ύλη στη σκέψη του συγγραφέα. Εντόπισα δέκα, βαθιές και πρωτότυπες, νομικές ιδέες όλες, που όλες όμως είναι τόσο απλές και κατανοητές ώστε μπορεί να γίνουν αντιληπτές από τον καθένα.
 

Ι

 

Η πρώτη ιδέα, η κεντρική, αυτή που βλέπουμε να επανέρχεται συνέχεια στο βιβλίο, αυτή που εξηγεί τον τίτλο του: η δημοκρατία βρίσκεται στην συγκυρία, στις τακτικές ανανεώσεις της Βουλής, στις εναλλαγές των Κυβερνήσεων, αλλά επικοινωνεί με την Ιστορία, στην πύκνωση εκείνη του χρόνου που προκύπτει κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος. Τότε οι συντελεστές της αναθεώρησης καλούνται να διαφύγουν από τους κύκλους της εναλλαγής, να γράψουν Ιστορία, θεσμοθετώντας για το μέλλον, σε μια εξαιρετική διαδικασία, την αναθεώρηση του Συντάγματος, που, ακριβώς λόγω του εξαιρετικού αυτού χαρακτήρα της, πρέπει να μην ενταχθεί στην πολιτική περιδίνηση του παρόντος. Γι' αυτό απαιτείται συναίνεση, η αναθεώρηση του Συντάγματος, η επικοινωνία αυτή με την Ιστορία ενός ολόκληρου Έθνους, δεν μπορεί, κατά τον συγγραφέα, παρά να είναι συναινετική, πρέπει να ενώνει αξιακά τους συντελεστές της.

[σελ. 24, 27, 29, 165-166, 177, 181, 208]

  

ΙΙ

 

Αυτήν τη συναίνεση, την είδε ο συγγραφέας, να πραγματοποιείται στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, της οποίας ο ίδιος υπήρξε ο βασικός συντελεστής. 90 διατάξεις του Συντάγματος αναθεωρήθηκαν συναινετικά, μεγάλες αλλαγές υιοθετήθηκαν, όπως η πιλοτική δίκη για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, η μετα-πλειοψηφική αρχή για τη λήψη συναινετικών πολιτικών αποφάσεων, η αρχή της αναλογικότητας για την ερμηνεία των διατάξεων με τις οποίες κατοχυρώνονται θεμελιώδη δικαιώματα. Και μεγάλες αλλαγές δεν έγιναν, όπως αυτή για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας ή για τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, επειδή ακριβώς δεν υπήρξε η μεγάλη συναίνεση που επιζητούνταν. Όμως η αναθεώρηση αυτή βάρυνε το συνταγματικό κείμενο, το επεξέτεινε γλωσσικά, με αποτέλεσμα να αρθρώνονται φωνές κατά του πληθωρικού, φλύαρου Συντάγματος που έχουμε, και υπέρ ενός λακωνικού Συντάγματος που πρέπει να αποκτήσουμε. Και εδώ, σε απάντηση αυτών των αντιρρήσεων, διατυπώνεται η δεύτερη μεγάλη ιδέα του συγγραφέα. Ένα λακωνικό κείμενο Συντάγματος για την Ελλάδα, με τον δεδομένο έλεγχο που ασκείται από τα δικαστήρια, σημαίνει δύο τινά. Πρώτον, εκεί όπου ασκείται έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, δηλαδή στα θεμελιώδη δικαιώματα κυρίως, κάλυψη του κενού που θα προκύψει από τον δικαστή, με υποκατάστασή του στην κρίση του συνταγματικού νομοθέτη. Κι δεύτερον, εκεί όπου δεν παρεμβαίνει ο δικαστής, ήτοι στις διαφορές μεταξύ των πολιτικών οργάνων (βλ. την λεγόμενη περίπτωση της ψήφου Αλευρά), αβεβαιότητα, ανασφάλεια και εντάσεις. Δεν είναι τυχαίο, κατά τον συγγραφέα, που το Σύνταγμά μας έχει αυτήν την όντως μεγάλη έκταση. Ιστορικά γεγονότα έκαναν τον συνταγματικό νομοθέτη να αντιδράσει προλαμβάνοντας για το μέλλον, με συγκεκριμένες ρυθμίσεις, τις συγκρούσεις που προέκυψαν στο παρελθόν από τα κενά και τις ελλείψεις του Συντάγματος.

[σελ. 66-67, 144, 162, 268, 316, 363]

  

ΙΙΙ

 

18 χρόνια μόλις μας χωρίζουν από την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, όμως, σ’ αυτά τα χρόνια, δραματικότατες εξελίξεις έχουν μεσολαβήσει. Ο συγγραφέας αναφέρεται επανειλημμένως στο βιβλίο του στο φαινόμενο της μετακίνησης της κυριαρχίας, την τρίτη βασική ιδέα που αναπτύσσει. Όχι μόνον από την Αθήνα στις Βρυξέλλες, έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Φρανκφούρτη, έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ή το Στρασβούργο, έδρα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αλλά και σε ακαθόριστα μέρη του πλανήτη, εκεί όπου εδρεύουν οι «αγορές», ή και σε τόπους χωρίς έδαφος, όπως το διαδίκτυο, εξ ορισμού υπερεδαφικό. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια σκληρή έκφραση για να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τις αλλαγές που επήλθαν. Μιλά για την «νομολογιακή ταπείνωση» των εθνικών μας δικαστηρίων, όταν ύστερα από αποφάσεις των υπερεθνικών δικαστηρίων, όπως αυτές για τον βασικό μέτοχο, τη λειτουργία ξένων ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, τα ασυμβίβαστα των βουλευτών, αναγκασθήκαμε να υποχωρήσουμε. Και προτείνει να ενστερνιστούμε, για να διαρρυθμίσουμε τις σχέσεις μας, στο πλαίσιο της «διαμοιρασμένης» - όπως την αποκαλεί - κυριαρχίας, πάνω στην ιδέα της «αλληλοπεριχώρησης», δηλαδή της εναρμόνισης της ελληνικής έννομης τάξης με τις υπερεθνικές έννομες τάξεις εντός των οποίων κινείται. Αξίζει ακόμη να τονισθεί εδώ, η σημασία που δίνει ο συγγραφέας στη δυνατότητα της χώρας να δανείζεται στις αγορές σε βιώσιμο επιτόκιο. Όπως παρατηρεί, όσο κι αν είναι στο γράμμα των Συνθηκών ίσες, οι χώρες της Ένωσης διακρίνονται στις δημοσιονομικά ενάρετες και στις μη, με τις πρώτες να επιβάλλουν τη θέλησή τους στις δεύτερες.

[σελ. 47, 48, 141, 214, 280, 361, 373, 415, 463]       

 

ΙV

 

Όμως η κυριαρχία και εντός της χώρας φαίνεται να έχει υποστεί μεταλλάξεις. Ο συγγραφέας θέτει ένα καίριο ερώτημα : σε ό,τι αφορά τις μεγάλες αλλαγές στη χώρα, ποιός έχει την τελευταία λέξη, ο πολιτικός ή ο δικαστής ; Η δημοσιονομική κρίση και τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπισή της ανέδειξαν την καθοριστική σημασία του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων από τους δικαστές, και την τεράστια σημασία των αποφάσεών τους. Ο κοινός νομοθέτης έχει απολέσει μεγάλο μέρος της πάλαι ποτέ κυρίαρχης εξουσίας του. Ο συγγραφέας δεν είναι κατ’ αρχήν αντίθετος στον νέο ρόλο που ανέλαβε ο δικαστής ως ύστατος ελεγκτής των μνημονιακών δεσμεύσεων. Τονίζει ότι πρέπει κι αυτός να αναλάβει τις ευθύνες του. Χωρίς όμως αντιμνημονιακό νομολογιακό οίστρο, όπως γράφει, χωρίς νομολογιακό λαϊκισμό. Για τον συγγραφέα σε μια υπόθεση περικοπής συντάξεως, δεν κρίνεται μόνο το επίπεδο ζωής του συγκεκριμένου συνταξιούχου. Κρίνεται και η συνολική περικοπή της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Και εδώ είναι η τέταρτη βασική ιδέα του βιβλίου: όταν, κατά τον συγγραφέα, ο δικαστής με βάση το Σύνταγμα αποφασίζει ερήμην των δημοσιονομικών αντοχών του Κράτους τότε αποδυναμώνει το Σύνταγμα ωθώντας τη χώρα ακόμη και σε άτακτη χρεοκοπία.

[σελ. 134, 135, 236-237, 321, 368-369, 498]

 

V

 

Η κριτική της δικαστικής εξουσίας, η τέταρτη κεντρική ιδέα του βιβλίου, συμπληρώνεται και από μια πέμπτη σχετική ιδέα. Ο συγγραφέας προβληματίζεται από ποιο όργανο του Κράτους, κινδυνεύουν πιο πολύ τα θεμελιώδη δικαιώματα. Και διαρκώς επαναλαμβάνει ότι, αν κρίνουμε από τις καταδίκες εναντίον της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τότε με βεβαιότητα θα απαντήσουμε «από τον δικαστή». Δεν επιμένει πάντως σ’ αυτό ιδιαίτερα ο συγγραφέας. Εκεί που επιμένει όμως, με ένα κείμενο κυριολεκτικά ανατριχιαστικό, είναι όταν αναφέρεται σ' αυτό που αποκαλεί «πανοπτική εισαγγελική παρουσία». Ο εισαγγελέας, με το τρομακτικό του όπλο, την ποινική δίωξη, έχει διεισδύσει παντού στη ζωή της χώρας, δεν υπάρχει δραστηριότητα στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα που να μη μπορεί να χαρακτηρισθεί ως παράβαση καθήκοντος ή απιστία. Όσοι ασχολούνται με τα κοινά, όλοι πλέον ζητούν ασυλία, ενώ στον ιδιωτικό τομέα, παραδόσεις αιώνων όπως το ανεύθυνο στις ανώνυμες εταιρείες έχουν πάψει να ισχύουν. Ποιό είναι το αποτέλεσμα; Ο συγγραφέας ανησυχεί ότι κανείς πλέον δεν θα θέλει να αναλάβει ευθύνες, με πρώτους τους Υπουργούς, που θα φοβούνται να υπογράψουν οποιαδήποτε απόφαση με δημοσιονομικές συνέπειες.

[σελ. 125, 346, 352, 476]

 

VI

 

Μια έκτη ιδέα έρχεται να συμπληρώσει τον σκοτεινό πίνακα που σχηματίζεται. Η έλλειψη προβλεψιμότητας, η ανασφάλεια δικαίου σε μια χώρα με υπερ-δικαιώματα, όπως η προστασία του περιβάλλοντος και η προστασία των προσωπικών δεδομένων, των οποίων οι εγγυητές δρώντας εκτός παγίων και γενικών ρυθμίσεων, σταθμίζουν διαρκώς με βάση την αρχή της αναλογικότητας, δίνοντας ad hoc λύσεις. Εδώ ο συγγραφέας εντοπίζει ένα πολύ γενικότερο ζήτημα, την κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος, την αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να εκφράσει τον ψηφοφόρο που αντιπροσωπεύει, κάτι που οδηγεί σε κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Ο συγγραφέας βλέπει ως λύση την κάθετη διάκριση μεταξύ του πολιτικού και του τεχνοκρατικού πεδίου, και την απονομή του πρώτου στην ψήφο και τις εκλογές, και του δεύτερου στην αξιοκρατία. Συγκεκριμενοποιεί τις ιδέες του μέσω δύο θεσμών στην δημιουργία των οποίων ο ίδιος έχει προσωπικά συντελέσει : τον μετα-πλειοψηφικό τρόπο λήψης των αποφάσεων, και τις ανεξάρτητες αρχές. Μετα-πλειοψηφική είναι μια απόφαση που για να ληφθεί χρειάζεται ευρύτερη του ημίσεως πλέον ενός πλειοψηφία, άρα κατά κανόνα απαιτεί συναίνεση, και επομένως τυγχάνει βαθειάς νομιμοποίησης. Ενώ οι ανεξάρτητες αρχές, συγκροτούμενες μετα-πλειοψηφικά από τεχνοκράτες σύμφωνα με το αξιοκρατικό σύστημα, λαμβάνουν αποφάσεις εκεί όπου, αν παρενέβαιναν οι πολιτικοί θα υπήρχε η καχυποψία της πολιτικής μεροληψίας, άρα δεν θα υπήρχε το τεκμήριο της νομιμοποίησης.

[σελ. 66-67, 90, 255, 271, 336, 353, 375, 376]

 

VII

 

Η έλλειψη προβλεψιμότητας και η ανασφάλεια δικαίου, ο συγγραφέας δεν αναμένει πάντως ότι θα θεραπευθούν με τις μετα-πλειοψηφικές αποφάσεις ή τις ανεξάρτητες αρχές. Χρειάζεται

κάτι που να υπερβαίνει το αποσπασματικό, κάτι που να μπορεί να συνθέτει σε ενιαίο σύνολο τα επιμέρους φέουδα που εμφανίζονται στη δημοκρατία και τα οποία, όπως στοχαστικά παρατηρεί ο συγγραφέας, περιλαμβάνουν ακόμη και αυτά του δασάρχη και του αρχαιολόγου. Κι αυτό το όργανο της υπέρβασης και της σύνθεσης δεν μπορεί, σε μια δημοκρατία, να είναι άλλο από το Κοινοβούλιο. Η έβδομη κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι ο νέος ρόλος που πρέπει να επιφυλαχθεί στο Κοινοβούλιο, το «θεσμικό σύμβολο της δημόσιας σφαίρας» όπως αποκαλείται στο βιβλίο. Η ευφυής επινόηση του συγγραφέα είναι να ανατεθεί στο Κοινοβούλιο, στην εποχή της διαμοιρασμένης εθνικής κυριαρχίας, των υπερ-δικαιωμάτων, των ανεξάρτητων αρχών παντός είδους, της αναδυόμενης κυριαρχικής εξουσίας των δικαστηρίων, να ανατεθεί λοιπόν στο Κοινοβούλιο ο ρόλος του «συντονιστή των οπτικών γωνιών», όπως αναφέρει σε μια εξόχως παραστατική έκφραση, η οποία ξαφνιάζει με την απλότητα της. Ο νομοθέτης ως συντονιστής των οπτικών γωνιών, αφού καταγράψει τις παράλληλες εξουσίες που κινούνται στο ίδιο επίπεδο, θα προσπαθήσει να συντονίσει την δράση τους τοποθετώντας σε ενιαίο πλαίσιο ώστε η καθεμιά να σέβεται το ρόλο και τις αρμοδιότητες της άλλης, με αποτέλεσμα την αλληλοσυμπλήρωσή τους, και την αποτροπή της αναρχίας.

[σελ. 63, 276, 354-355]

 

VIII

 

Όμως οι θεσμοί έχουν τα όριά τους, και ο πρώτος όλων , το Σύνταγμα. Στην όγδοη κεντρική ιδέα του βιβλίου του, ο συγγραφέας εξηγεί γιατί με την αναθεώρηση του Συντάγματος υπάρχουν προβλήματα που δεν μπορεί να επιλυθούν με νομικούς κανόνες, γιατί το Σύνταγμα δεν φταίει για ο,τιδήποτε μας συμβαίνει. Με σκεπτικισμό προσεγγίζει ο συγγραφέας μια νέα τάση της εποχής μας, που δεν ελέγχεται νομικά αλλά επηρεάζει καίρια το δίκαιο, τη σχέση μας με την αλήθεια, τη σχέση της δημοκρατίας με την πραγματικότητα. Μιλά έτσι για μια «ολιστική αντιμετώπιση» των γεγονότων, που πηγάζει από μια θεωρία συνωμοσίας, μια ρατσιστική προκατάληψη, ή απλώς μια ανεύθυνη στάση. Ο λαϊκισμός ταυτίζεται εν πολλοίς στη σκέψη του συγγραφέα με την ανευθυνότητα, τα βιαστικά συμπεράσματα, την έλλειψη κριτικής σκέψης, την αδιαφορία για τις απώτερες συνέπειες αυτών που λέμε και κάνουμε. Από τη συκοφαντία του πολιτικού αντιπάλου, στηριγμένη σε μετα-αλήθειες, δηλαδή στη μη διαψευσιμότητα όσων υποστηρίζονται, μέχρι τις δικαστικές αποφάσεις, που ερήμην της δημοσιονομικής πραγματικότητας, αναγνωρίζουν κοινωνικά δικαιώματα, τα οποία έτσι ουσιαστικώς αποδυναμώνουν. Η επίκληση του «κοινού περί δικαίου αισθήματος», όταν χρησιμοποιείται στο πλαίσιο τέτοιων αλλοιωτικών της αληθείας συνθηκών, μεταβάλλεται από προαγωγό του δικαίου σε βασικό υπονομευτή του. Γιατί στο όνομα μιας στιγμιαίας αντίληψης για το δίκαιο, παραγνωρίζεται η ουσία του, αυτή που προκύπτει από τις πάγιες ηθικές και δικαιικές αξίες της συνταγματικής μας τάξης.

[σελ. 71, 75, 122-123, 127, 132, 202, 332-333, 397]

 

IX

 

Κορυφαία εκδήλωση αυτής της θεσμικής στρέβλωσης είναι αυτό, που ο συγγραφέας αποκαλεί «παρανάγνωση» του Συντάγματος. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθεί ένα συνέχον χαρακτηριστικό του βιβλίου. Ο συγγραφέας του, αν και πολιτικός της ενεργού δράσης, στα νομικά του κείμενα παραμένει καθαρός νομικός, αποφεύγοντας να αναμείξει ιδεοληψίες και κοινωνιολογισμούς, ως νομικός ερμηνεύει, δεν αξιολογεί ως πολιτικός. Χαρακτηριστικό δείγμα, η ερμηνευτική του προσέγγιση στο άρθρο 3 του Συντάγματος για τις σχέσεις, όπως λέγεται, Κράτους και Εκκλησίας, όπου ο συγγραφέας μας προφυλάσσει, ερμηνεύοντας με αυστηρή νομική σκέψη το άρθρο αυτό, από μια «παρανάγνωσή» του. Η ουσία του άρθρου αυτού δεν είναι, μας εξηγεί ο συγγραφέας, η εγκαθίδρυση μιας επίσημης θρησκείας κατά περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας. Είναι κάτι άλλο. Είναι η αναγνώριση της θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις σχέσεις του με το Ελληνικό Κράτος και την ελλαδική Εκκλησία. Αυτό δείχνει η γλωσσική ερμηνεία της διάταξης και η γενεαλογία της, τα λοιπά είναι ιδεοληψίες και «παραναγνώσεις». Ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος είναι τόσο αδιανόητος, όσο αδιανόητος είναι και ο χωρισμός του οποιουδήποτε πολίτη από τη δικαιοσύνη και τον νόμο. Η δε έννοια της επικρατούσας θρησκείας έχει την ίδια έννοια, την ίδια νομική σημασία, όπως η εμφάνιση των ναών βυζαντινού ρυθμού στο ελληνικό τοπίο. Στη διαφύλαξη της παράδοσης και των συναφών αξιών που εκφράζει για τον Έλληνα του σήμερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην εθνική ανάγκη το άρθρο 3 του Συντάγματος να εξακολουθήσει να αναφέρεται στη «Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης», όπου το Σύνταγμά μας αναγνωρίζει και την έδρα του, επιμένει ιδιαιτέρως ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Εδώ πλέον δεν μιλά μόνο νομικά. Εισέρχεται σε ένα άλλο πεδίο, αναρωτιέται πράγματι για την ταυτότητά μας.

[σελ. 168, 195, 197, 262, 246, 433, 452]

 

X

 

Είναι η δέκατη βασική ιδέα του βιβλίου, η αγωνιώδης υπαρξιακή ανάγκη του συγγραφέα να απαντήσει στο ερώτημα «ποιοί είμαστε;». Είμαστε ένας λαός που μας ενώνει η αιωνόβια γλώσσα μας, της οποίας, όπως παρατηρεί ο Ευάγγελος Βενιζέλος, δεν μπορείς να έχεις πλήρη αίσθηση παρά μόνον μέσα από τους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας. Είμαστε ένας λαός του οποίου το Κράτος, έτσι όπως προέκυψε από την εθνική μας επανάσταση, γεννήθηκε ως προτεκτοράτο, και έκτοτε αγωνιζόμαστε, πολλές φορές και εναντίον του ίδιου μας του εαυτού, να το κάνουμε πραγματικά ανεξάρτητο. Αλλά είμαστε και ένας λαός που έχει κάθε λόγο να είναι υπερήφανος για τους θεσμούς του στην ιστορική τους συνέχεια, ένας λαός ίσων πολιτών, που παρά τα όποια επεισόδια, εν τέλει, φιλελεύθεροι θεσμοί, όπως η ισότητα της ψήφου, ο δικαστικός έλεγχος των νόμων, η δεδηλωμένη, η ανεξιθρησκία και η προστασία της ιδιοκτησίας, ήταν σταθερά στοιχεία της συνταγματικής μας παράδοσης. Μέσα σε έναν συνταγματικό πατριωτισμό, δεμένο με την εθνική μας ταυτότητα, που σέβεται την ιστορία μας, τις παραδόσεις μας, τις ανθρωπιστικές φιλελεύθερες αξίες και τους δημοκρατικούς μας θεσμούς, ο συγγραφέας βλέπει τη σπίθα από όπου μπορεί να προκύψει η εθνική μας αυτοπεποίθηση, που τόσο μας χρειάζεται τώρα για να αντιμετωπίσουμε το μέλλον.

[σελ. 124, 209-210, 288, 435, 465]          

  

[Επίλογος]

 

Αυτές τις δέκα ιδέες, πολλαπλώς επανερχόμενες, μπόρεσα να εντοπίσω στα κείμενα του βιβλίου. Σε αυτές, που μας μεταφέρουν από το συγκυριακό στο διαρκές, από το παρόν στην Ιστορία, μπορούμε να βρούμε τα μεγάλα θέματα που απασχολούν όλους μας, αλλά και την αναμέτρηση με αυτά του συγγραφέα, ενός επιφανούς διανοούμενου, που έχει όλα τα προσόντα για να αντιμετωπίσει την πρόκληση με επιτυχία. Θερμές ευχαριστίες στους οργανωτές που μου έδωσαν την ευκαιρία να ασχοληθώ κι εγώ με αυτά, και σε σας που είχατε την καλοσύνη να με ακούσετε.


* Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του κ. Ι. Σαρμά στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας» στον Πειραιά (6.3.2019)

Αναλυτικά για την εκδήλωση δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/ev/660-tetarti-6-3-2019-peiraias-parousiasi-tou-vivliou-tou-ev-venizelou.html 

Για την ομιλία του Ευ. Βενιζέλου, δείτε εδώ: https://www.evenizelos.gr/speeches/conferences-events/432-conferencespeech2019/6007-omilia-ev-venizelou-stin-parousiasi-ston-peiraia-evep-tou-vivliou-tou-i-dimokratia-metaksy-sygkyrias-kai-istorias.html 

Για την ομιλία του Αλ Παπαδόπουλου, δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/sb/665-omilia-tou-al-papadopoulou-stin-parousiasi-tou-vivliou-tou-ev-venizelou-i-dimokratia-metaksy-istorias-kai-sygkyrias.html 

  

6.3.2019, Πειραιάς: Παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου from Evangelos Venizelos on Vimeo.

Σαρμάς, Ιωάννης

Ιωάννης Σαρμάς, Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου