Πέμπτη, 07 Μαρ 2019

Ομιλία του Αλ. Παπαδόπουλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου, στον Πειραιά

αρθρο του:

Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με ένα γενικό σχόλιο. Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι πολιτικό και δεν αρκεί καθόλου να εστιάζουμε στις οικονομικές και κοινωνικές εκφάνσεις του. Θεωρώ επίσης ότι η πολυκομματική δημοκρατία έδωσε ό, τι είχε να δώσει στην ανθρώπινη ιστορία και γι’ αυτό όχι μόνο οι πρώιμες αλλά και οι «ώριμες» καπιταλιστικές δημοκρατίες βρίσκονται σε αδιέξοδο. Από την Αμερική και την Ευρώπη ως την Ιαπωνία βλέπουμε κοινωνίες αφθονίας εξαρτημένες από την τεχνητή διόγκωση του πλούτου, που μόνο κατ’ ευφημισμό αποτελεί πλέον «ανάπτυξη». Είναι λειτουργικά παράδοξο – και μόνο πολιτικά εξηγήσιμο – ότι τόσο ευμαρείς κοινωνίες παράγουν εκτεταμένη ένδεια και κοινωνικό αποκλεισμό.

Νομίζω, αγαπητοί φίλοι, ότι βρισκόμαστε όχι απλώς στην εμβάθυνση της παρακμής του αστικού πολιτισμού, όπως επισήμανε και ο Κονδύλης, αλλά και στην ανάγκη να εφεύρουμε, σύμφωνα με τον Καθηγητή Λιανό του Πανεπιστημίου Ρενς, ένα προηγμένο πολιτειακό καθεστώς που να εξαρτάται άμεσα από τους πολίτες χωρίς την παραμόρφωση μηχανισμών «εκπροσώπησης» που μοιραία υπακούουν στις δικές τους αναγκαιότητες και συμφέροντα.

Η εποχή των λαϊκισμών, των μαζών και των απρόσωπων στρωμάτων πρέπει να λάβει ένα σαφές πολιτικό τέλος πριν οι υποτιθέμενοι λαοί, μάζες και στρώματα στραφούν προς εκείνους που τους προσφέρουν τη βαθιά θαλπωρή των φανταστικών κοινοτήτων – εθνικών, εθνοτικών, θρησκευτικών και άλλων.

Για να αποτραπεί η συνεχιζόμενη αλλοτρίωση, κάθε πολίτης πρέπει να έχει την αίσθηση ότι μετέχει ισοδύναμα και συνεχώς στη διαμόρφωση της κοινωνίας του, χωρίς η ύπαρξη και η γνώμη του να διηθούνται ώσπου να μην απομένει παρά η ξύλινη γλώσσα των ισχυρών και το χειριστικό παίγνιο των ΜΜΕ.

Το ερώτημα είναι εάν η αποτύπωση της σημερινής κατάστασης, οι προτεινόμενες εμβαλωματικές λύσεις και οι πρόσκαιροι εξωραϊσμοί, στο πλαίσιο των κάθε φορά επιχειρούμενων συνταγματικών αναθεωρήσεων απαντούν στο ουσιαστικό πρόβλημα του μέλλοντος της αντιπροσωπευτικής μας Δημοκρατίας. Χρειάζεται κατά τη γνώμη μου να προηγηθεί μία άλλου τύπου πνευματική επεξεργασία, η οποία θα διατρέχει όλη την υπόσταση ανάμεσα στην πολιτική θεωρία, τη στρατηγική της μετάβασης σε ένα νέο πολιτειακό και διοικητικό σχεδιασμό, και τα στοιχεία αυτού του σχεδιασμού. Το σύνολο θεωρίας και πράξης πρέπει εφεξής να εστιάζει στη διαρκή μεταβολή των πολιτικών και οικονομικών δομών, ώστε να υπηρετούν κοινωνικές προτεραιότητες συνειδητά επιλεγμένες από τους πολίτες, το αντίστροφο δηλαδή από αυτό που συμβαίνει σήμερα, ακόμη και στις ώριμες καπιταλιστικές Δημοκρατίες.

Η εποχή των λαϊκισμών, των μαζών και των απρόσωπων στρωμάτων πρέπει να λάβει ένα σαφές πολιτικό τέλος.

Σωστά, λοιπόν, παρατηρεί ο Β. Βενιζέλος, ότι το Σύνταγμα συμφιλιώνει τη Δημοκρατία με τη συγκυρία, διότι οι κοινωνίες είναι, όπως τα δένδρα. Οργανισμοί, όχι μηχανισμοί. Ζωντανοί οργανισμοί που μεγαλώνουν χρόνο με τον χρόνο και όχι μηχανισμοί που μπορείς να τους δένεις και να τους λύνεις (με άκαμπτα συντάγματα) ή να τους προσχεδιάζεις, όπως εσύ θέλεις. Οι κοινωνίες δεν προχωρούν στο δρόμο τους με ιδέες μόνο αλλά και εμπειρικά. Κάθε απόπειρα να επιβάλουμε τις ιδέες μας στην κοινωνία καταλήγει σε τυραννία, όπως διδάσκει η ιστορία Όμως οι ιδέες στην πολιτική πρέπει να είναι ισοζυγισμένο μίγμα συναισθήματος και ψυχρών αφαιρέσεων. Αν δεν υπάρχει συναίσθημα, δεν υπάρχουν και κοινωνίες με πεποιθήσεις. Και αν δεν υπάρχουν πεποιθήσεις και ρεαλισμός, δεν υπάρχουν αποτελέσματα. Στις καθηλωμένες κοινωνίες, όπως η ελληνική, η φοβική θεσμική απραξία τις αποδιαρθρώνει ακόμη περισσότερο.

Κυρίες και Κύριοι, τα Συντάγματα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, είναι χρήσιμα, όταν προετοιμάζουν το μέλλον των κοινωνιών, όταν τους διασφαλίζουν την, κατά τους αρχαίους Έλληνες, «ευαρμοστία» και «ευρυθμία», δηλαδή την ικανότητα να αναπτύσσονται και να επιβιώνουν, ενσωματώνοντας τις πάσης φύσεως επερχόμενες εξελίξεις. Στην εποχή μας δε νοείται τα συνταγματικά κείμενα να έχουν χαρακτήρα αταβιστικό με ελλείπουσα τη δυνατότητα της προσαρμογής και της εξέλιξης, κάτι σαν ιερά Ευαγγέλια. Δε νοείται πλέον να υπολείπονται της σημερινής συνταγματικής πραγματικότητας. Είναι κατανοητοί οι δισταγμοί και η βραδύτητα των συνταγματικών προσαρμογών, αλλά έτσι φαλκιδεύεται η εξέλιξη των θεσμών και των λειτουργιών της χώρας.

Κυρίες και κύριοι, υπάρχει πράγματι πρόβλημα με τη λειτουργία των θεσμών της χώρας. Θεωρώ ότι η υποκατάστασή τους από κακοήθη μορφώματα που λειτουργούν πλάι στους θεσμούς, ως παραθεσμοί, οι κρατικές λειτουργίες θα εκφυλίζονται συνεχώς. Πλάι στην οικονομία λειτουργεί η παραοικονομία, στη διοίκηση η παραδιοίκηση, στη δικαιοσύνη το παραδικαστικό, στην παιδεία η παραπαιδεία κλπ. Όσο αυτοί οι παραθεσμοί διογκώνονται, τόσο αποξενώνονται οι θεσμοί.

Διαπιστώνουμε επίσης ότι οι σημερινοί διαχειριστές της εξουσίας, και μάλιστα λίγους μήνες πριν την εκπνοή της θητείας τους, προτείνουν συνταγματικές αλλαγές με ιδιοτελή ή ιδεοληπτικά κριτήρια. Όλα αυτά μάλιστα τα ονομάζουν «νέα προοδευτικότητα» και τη συνταγματική δολιότητα ως πολιτική αρετή. Το αποτέλεσμα είναι να προδίδεται η έννοια της πολιτικής με ανόητες δικαιολογίες, όπως η δεοντολογία της ιδέας ή η νομοτέλεια της ιστορικής πραγματικότητας. Ζούμε σε μια εποχή πολτοποιημένων συνειδήσεων κατά την οποία επιχειρούνται οι ευρηματικότερες συσκοτίσεις του λαού μας, στις θρασύτερες πανουργίες που σπάνια γνώρισε η πολιτική ιστορία του τόπου.

Η ανιστόρητη, για παράδειγμα, και ύπουλη πρόταση που επιχειρήθηκε εσχάτως να κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα ότι ως κοινοβουλευτικός Πρωθυπουργός θα προτείνεται μόνο όποιος φέρει την ιδιότητα του βουλευτή, ακόμη και αν μπορεί να επιτύχει μεγαλειώδη υπερψήφισή του από την Εθνική Αντιπροσωπεία, όπως συνέβη με την περίπτωση του Πρωθυπουργού Παπαδήμου, τον οποίον υπερψήφισαν 252 βουλευτές. Προκαλούν φόβο οι εγώδουλες αυτές λογικές συνταγματικής αναθεώρησης, αφού οι αρχηγεύοντες την χώρα εισηγούνται προτάσεις με στόχο να αποκλείσουν συνταγματικά την εμφάνιση στην πολιτική σκηνή ικανών ανθρώπων οι οποίοι ενδεχομένως θα απειλούσαν τη νομιζόμενη κατ’ αυτούς πολιτική τους ηγεμονία. Το όριο όμως της πολιτικής είναι η ηθική. Ο,τιδήποτε πέρα από αυτό είναι ύβρις.

Αυτά και άλλα πολλά φαινόμενα συνταγματικών προτάσεων που εμφανίζονται κατά καιρούς, ο Β. Βενιζέλος ορθά τα ονομάζει συνταγματικό λαϊκισμό. Φαινόμενο επικίνδυνο και διαλυτικό σε μια κοινωνία ήδη αποδιαρθρωμένη, όπως η ελληνική. Μια κοινωνία που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη θεσμικά, διότι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ κοινωνικά και πολιτισμικά. Μια κοινωνία χωρίς κοινωνικές ιεραρχίες, χωρίς καθοδηγούσα και εγγυοδοτούσα αξιακούς κανόνες Εθνική αστική τάξη. Χωρίς μεσαία τάξη, με κριτήριο κουλτούρας, αλλά με έναν πολυάριθμο και αποπροσανατολισμένο μικροαστικό ιστό. Σε αυτή την κοινωνική κατάσταση οι συνταγματικές πονηρίες και ακροβασίες δεν είναι μόνο απλές παρεκβάσεις αλλά και παγίδες περαιτέρω εκφυλισμού του ασταθούς και καταρρακωμένου θεσμικού συστήματος της χώρας.

Γι’ αυτό θεωρώ ότι όσα προτείνονται στη διαδικασία συνταγματικής αναθεώρησης απέχουν πολύ από το αίτημα μιας ριζικής αναθέσμησης της χώρας, ώστε να σταματήσει η θεσμική της κατολίσθηση, αφού, περιορισμένη και φοβική, αδυνατεί να δημιουργήσει νέα θεσμικά βάθρα, ώστε να προκύψουν ισχυρές εσωτερικές δυναμικές στην κοινωνία. Δεν αρέσουν και σε μένα τα συνταγματικά πυροτεχνήματα. Δε θεωρώ, όμως, επωφελή για τη χώρα τη συνταγματική στασιμότητα, που είναι αντίθετη με τις ταχύτητες της εποχής. Διαφωνώ ριζικά με τον συνταγματικό επικοινωνισμό. Θεωρώ, όμως, ότι το Σύνταγμα πρέπει ν’ αναθεωρηθεί εκτεταμένα με την εισαγωγή νέων, σύγχρονων θεσμών στη θέση των παλιών, και βεβαίως όχι στις θεμελιώδεις διατάξεις του.

Και για να μην υπάρχουν παρανοήσεις στα λεγόμενά μου για μια εκτεταμένη αναθεώρηση τους Συντάγματος δεν αναφέρομαι σε τεχνικές κατασκευές συνταγματικών κειμένων, αναντίστοιχες με την εποχή μας, όπως έγινε με εκείνα τα συνταγματικά κείμενα που συνέταξαν, επ’ αμοιβή, διάφοροι ευρωπαίοι συνταγματολόγοι στις δεκαετίες του ’50 και ΄60 για λογαριασμό των νέων κρατών που προέκυψαν μετά την ανεξαρτησία τους από τις πρώην αποικίες στην Αφρική, Ασία και αλλαχού.

Τα κείμενα αυτά ήταν μια συνταγματική ειρωνεία για τις σχεδόν πρωτόγονες τότε κοινωνίες των νέων κρατών. Δεν έχουμε ανάγκη τέτοιου τύπου συνταγματικών κειμένων. Ούτε χρειαζόμαστε μίζερες και φοβικές συνταγματικές αναθεωρήσεις, που υπηρετούν μόνο καθεστηκυίες λογικές και όχι το μακρύ μέλλον της χώρας.

Γράφει επίσης στο βιβλίο του ο Β. Βενιζέλος ότι είναι επικίνδυνο να παίζει κανείς με το Σύνταγμα, εισηγούμενος Συνταγματική αναθεώρηση, χωρίς σε βάθος πολιτικές, νομικές και κοινωνικές επεξεργασίες, επειδή οι ανεπεξέργαστες συνταγματικές αλλαγές προκαλούν συχνά ζημία που δύσκολα αποκαθίσταται. Αναντίρρητα ναι, έτσι είναι. Αλλά στη παρούσα συγκυρία απαιτείται συνταγματικό θάρρος. Δεν υπάρχει πλέον για τη χώρα περιθώριο για συνταγματικούς δισταγμούς και συντηρητισμούς.

Σωστά ο συγγραφέας αναφέρει ότι για να προχωρήσει η χώρα στις αναγκαίες ρήξεις, μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές τομές, δεν είναι πάντα απαραίτητο να προηγούνται συνταγματικές αλλαγές. Σ’ ένα ευρύτατο πεδίο κρατικών λειτουργιών φτάνει και περισσεύει ο κοινός νομοθέτηςκεί να υπάρχει ισχυρή βούληση, πειθαρχημένη προσπάθεια, δομημένο επιχειρησιακό πρόγραμμα εφαρμογής και πολιτική ικανότητα διασφάλισης κοινωνικών συμμαχιών. Προσθέτω επίσης σε αυτό ότι μεταρρύθμιση δεν αποτελεί από μόνο του κάποιο νομοσχέδιο, το οποίο, χωρίς τα παραπάνω χαρακτηριστικά, εξαερώνεται σύντομα από την αδράνεια του διοικητικού και πολιτικού συστήματος. Η ελληνική Βουλή έχει ψηφίσει εκατοντάδες ανεφάρμοστους μεταρρυθμιστικούς νόμους, οι οποίοι τώρα κείτονται ως νεκρά νομοθετικά κείμενα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.

Κυρίες και Κύριοι, η εισαγωγή ενός σύγχρονου διοικητικού συστήματος είναι θέμα ζωτικής σημασίας, όπως αναγνωρίζουν όλοι. Είναι, όμως, άραγε εφικτό, μια μεγάλη, μεταρρύθμιση της Δημόσιας Διοίκησης να αλλάξει τα σημερινά δεδομένα και να καταστεί «νησίδα αρετής»; Να είναι αυτόνομη και ανεπηρέαστη από τις περιρρέουσες πρακτικές, νοοτροπίες και πολιτικές συμπεριφορές, χωρίς να μολυνθεί από ένα επιθετικό και κτητικό πολιτικό σύστημα που αναπτύχθηκε, ανδρώθηκε και διατηρείται χάριν του πελατειασμού και κομματισμού; Δε νομίζω, διότι, εάν δεν υπάρξει ταυτόχρονα και εκσυγχρονισμός των θεσμών του πολιτικού συστήματος, είναι αδύνατον να εκσυγχρονιστούν και οι θεσμοί της Δημόσιας Διοίκησης. Αλλά, αγαπητοί μου φίλοι, ας είμαστε ειλικρινείς. Ο εκσυγχρονισμός των θεσμών της Δημόσιας Διοίκησης και των θεσμών του Πολιτικού Συστήματος, δεν θα επιτευχθεί με συνταγματικές αλλαγές μόνο στα δύο αυτά πεδία۰τη Διοίκηση, δηλαδή, και το ανεξέλεγκτο Πολιτικό Σύστημα. Απαιτούνται ταυτόχρονα αλλαγές και στους πολιτειακούς θεσμούς. Η παρέμβαση πρέπει να είναι καθολική. Απαιτούνται και καινούριοι εγγυητικοί πολιτειακοί θεσμοί για να αποτρέπουν το κομματικό σύστημα να εκφυλίζει τη Δημόσια Διοίκηση. Πρέπει να προχωρήσουμε σε συνδυαστικές θεσμικές παρεμβάσεις, όπως έγινε χρόνια πριν σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Όλα τα άλλα νομίζω ότι είναι αλυσιτελείς απόπειρες και ματαιοπονίες.

Για παράδειγμα ηχούν ακόμη οι μεγαλόστομες και μεγαλαυχικές ανακοινώσεις των Ευρωπαίων εταίρων μας, ότι δηλ. υποχρέωσαν τη σημερινή Ελληνική Κυβέρνηση στο πλαίσιο του 3ου Μνημονίου να προχωρήσει άμεσα σε εκτεταμένες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση για την πλήρη αποκομματικοποίησή της, το αργότερο μέχρι τον Ιούνιο του 2016. Αντ’ αυτού, η Κυβέρνηση προχώρησε σε μια χωρίς προσχήματα εκπόρθηση της Δημόσιας Διοίκησης με καθεστωτικούς όρους απόλυτου κομματικού ελέγχου της. Από τότε η Ευρώπη κωφεύει. Η δήθεν ισχυρή απαίτηση των ευρωπαϊκών θεσμών εξαφανίστηκε εδώ και καιρό. Ήταν αρκετές μερικές δόλιες και κρυφές διομολογήσεις, τις οποίες, επ’ αμοιβαιότητι φυσικά, συνήψαν Ευρωπαίοι πολιτικοί με τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση, που της επέτρεψαν, εκτός των άλλων, να κομματικοποιεί με την ανοχή τους καθημερινά τους κρατικούς θεσμούς.

Πιστεύω ακράδαντα, Κυρίες και Κύριοι, ότι όσοι θεωρούν ότι το μέλλον θα πρέπει να κυριαρχείται από μεγάλες και συνεχείς ρήξεις και ανατροπές, για να καταστεί το κράτος μας σύγχρονο και αξιοπρεπές, θα πρέπει να αποδεχθούν ότι δε μπορεί να θεμελιωθεί μια καινούργια και στέρεη πορεία της χώρας μόνο με θεσμικά «μερεμέτια». Πέρασε ο καιρός των ανομολόγητων παραλείψεων. Ήρθε ο καιρός των ουσιαστικών και θαρρετών παρεμβάσεων σε όλο το θεσμικό οπλοστάσιο. Η χώρα δε μπορεί άλλο να ζει μέσα σε μια πρωτόγνωρη πολιτική και κοινωνική καθίζηση. Μια ζωτική παρέμβαση σε όλο το φάσμα του ελληνικού γίγνεσθαι, πρέπει να συμπληρώνει το τρίπτυχο: α) αλλαγές στο σύνολο των κρατικών λειτουργιών και β) ταυτόχρονα αλλαγές στους πολιτικούς θεσμούς. Όπως προανέφερα, οι αλλαγές στους πολιτικούς θεσμούς απαιτούν ταυτόχρονα συνδυαστικές αλλαγές και στους πολιτειακούς θεσμούς. Μόνο έτσι θα δημιουργηθούν νέα συναισθήματα, νέες δυναμικές, νέες πεποιθήσεις, νέες βεβαιότητες.

Επιμένω ότι η θεσμική, η διοικητική και η οικονομική αναστήλωση της χώρας δεν είναι εφικτή χωρίς ένα ρηξικέλευθο μετασχηματισμό των πολιτειακών και των πολιτικών θεσμών, ώστε να αποκτήσει η χώρα αντισώματα και δικλείδες για τη θεσμική και ασφαλή λειτουργία της Δημοκρατίας μας. Η υπέρμετρη ενίσχυση των εξουσιών του Πρωθυπουργού, όσο και αν κάποιοι ακόμη την επικαλούνται με τη μορφή ενός γνήσιου «κοινοβουλευτικού συστήματος», έχει καταλήξει να είναι ένα ετεροβαρές και άκρως προβληματικό πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο, χωρίς αντίβαρα, ελέγχους και ισορροπίες, με κύρια χαρακτηριστικά την πολιτική υποβάθμιση της Βουλής και την σχεδόν ολοκληρωτική καταρράκωση των θεσμών της χώρας.

Απαιτείται μια θαρραλέα, ολοκληρωτική και ριζοσπαστική αντιπαράθεση με όλες τις παθογένειες του ισχύοντος κοινοβουλευτικού κακεκτύπου, με όλες τις κακοήθεις στρεβλώσεις των θεσμών, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το σημερινό, κλυδωνιζόμενο συθέμελα, οικοδόμημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Θέλω στο σημείο αυτό να διευκρινίσω ότι δεν προτείνω τη μετατροπή του συστήματος Προεδρευομένης Δημοκρατίας σε Προεδρικό Σύστημα, διότι είναι έξω από την κοινοβουλευτική μας παράδοση. Διευκρινίζω επίσης ότι το προεδρικό σύστημα δε συνδέεται σε καμία περίπτωση με τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ούτε όμως θεωρώ ότι η εκλογή του Προέδρου αλλοιώνει τον χαρακτήρα του πολιτεύματός μας. Αυτό ισχύει σε πολλές χώρες επιτυχώς, όπως στην Πορτογαλία, στην οποία δε αφαίρεσε κάτι από την αρμονική και αποτελεσματική λειτουργία της Προεδρευομένης Πορτογαλικής Δημοκρατίας, ώστε να μην το συζητούμε καν εδώ. Καμία δυαρχία, κανένα πρόβλημα δεν προκαλεί. Αντίθετα επιλύει προβλήματα.

Επίσης αναφερόμενος στις απόψεις του Β. Βενιζέλου για το Συνταγματικό Δικαστήριο θεωρώ ότι τουλάχιστον πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να παραπέμπει κατά την κρίση του ψηφισμένα νομοσχέδια στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Α.Ε.Δ.), προκειμένου αυτό να ασκεί προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητάς τους, μετεξελισσόμενο έτσι σε οιονεί συνταγματικό δικαστήριο.

Ο Β. Βενιζέλος μας προσφέρει ένα ακόμη χρήσιμο έργο. Τις σκέψεις βέβαια που ο καθένας έχει για την πορεία της χώρας μπορεί να τις εμπλουτίσει διαβάζοντας το μεστό και ώριμο αυτό βιβλίο. Είναι απόσταγμα στέρεας νομικής γνώσης και βαθειάς πολιτικής εμπειρίας καθώς ναι, και σοφίας. Το βιβλίο εμένα μού το χάρισε ο φίλος μου ο Βαγγέλης, διαφορετικά θα το είχα αγοράσει ο ίδιος για δικό μου, πνευματικό όφελος.

Σας ευχαριστώ.


* Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του Αλέκου Παπαδόπουλου στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου στον Πειραιά (6.3.2019).
Αναλυτικά για την εκδήλωση δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/ev/660-tetarti-6-3-2019-peiraias-parousiasi-tou-vivliou-tou-ev-venizelou.html 

Για την ομιλία του Ευ. Βενιζέλου, δείτε εδώ: https://www.evenizelos.gr/speeches/conferences-events/432-conferencespeech2019/6007-omilia-ev-venizelou-stin-parousiasi-ston-peiraia-evep-tou-vivliou-tou-i-dimokratia-metaksy-sygkyrias-kai-istorias.html 

Για την ομιλία του Ι. Σαρμά, δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/sb/667-omilia-i-sarma-stin-parousiasi-tou-vivliou-tou-ev-venizelou-ston-peiraia.html 

 

6.3.2019, Πειραιάς: Παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου from Evangelos Venizelos on Vimeo.

 

Παπαδόπουλος, Αλέκος

Αλέκος Παπαδόπουλος, πρώην υπουργός