Τον Ευάγγελο Βενιζέλο τον γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο Συμβούλιο Επικρατείας. Εγώ ήμουν τότε νέος Πάρεδρος και εκείνος νέος αλλά ταχύτατα ανερχόμενος πανεπιστημιακός δάσκαλος στο Συνταγματικό Δίκαιο στο ΑΠΘ. Την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμη γίνει ενεργός πολιτικός. Αμέσως εντυπωσίασε όλους μας, όσους είχαν να εισηγηθούν υποθέσεις στις οποίες ήταν δικηγόρος. Η ευρυμάθειά του, η βαθιά γνώση της θεωρίας του Δικαίου και της νομολογίας, η οξύνοιά του και η δικηγορική του δεινότητα, οι αγορεύσεις του ήταν εκτός του συνήθους. Πράγματι η συζήτηση μαζί του ήταν πάντα απαιτητική και εποικοδομητική.
Η δικηγορική του θητεία δεν κράτησε πολύ. Το 1993 τον έχασε το ΣτΕ και τον κέρδισε η πολιτική. Συνέχισε φυσικά παράλληλα με την πολιτική δραστηριότητα το επιστημονικό του έργο, να συγγράφει πολλά νομικά βιβλία και να αρθρογραφεί. Πολλά από τα νομικά του κείμενα τα διάβαζα διότι μου χρειάζονταν σε υποθέσεις τις οποίες είχα χειριστεί. Παράδειγμα ήταν οι παρεμβάσεις του ως εισηγητού της πλειοψηφίας κατά την περίοδο 1995-2001, στις Βουλές που προετοίμασαν την συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Μου ήταν χρήσιμες στην ιδιότητά μου ως εισηγητή στις διάφορες φάσεις της δικαστικής περιπέτειας του Βασικού Μετόχου. Μιας περιπέτειας που μας ωρίμασε όλους.
Όμως, τον Βαγγέλη Βενιζέλο τον ξανα-ανακάλυψα όχι πια, ή μάλλον καλύτερα όχι μόνο, ως επιστήμονα νομικό, αλλά ως πολιτικό, και κυρίως ως διανοούμενο πολιτικό (δεν είναι το ίδιο οι δύο λέξεις- η πρώτη προσδίδει προστιθέμενη αξία στην δεύτερη), στην διάρκεια της κρισιμότερης και πιο δύσκολης περιόδου της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Την περίοδο του Αρμαγεδδώνα της κρίσης, που ξέσπασε το 2009. Η εμπειρία του ήταν στην πρώτη γραμμή της μαχόμενης πολιτικής, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος στα πιο κρίσιμα κυβερνητικά πόστα με την άβυσσο της άτακτης χρεωκοπίας. Ήταν η εποχή των μοναχικών και εξόχως αντιδημοφιλών αποφάσεων ευθύνης, των μέτρων για την μείωση του χρέους. Πιστεύω ότι κανείς από τους πολιτικούς που διαδραμάτησαν ενεργό ρόλο τις τρεις τελευταίες δεκαετίες δεν είδε με τόση ωριμότητα και διαύγεια το παρελθόν, τόσο ξεκάθαρα και διεισδυτικά σαν ακτινογραφία τις διαχρονικές παθογένειες της πολιτικής και της οικονομίας στην χώρα μας καθώς και τι πήγε στραβά στην Μεταπολίτευση και μας οδήγησε σε αυτή την καταστροφή, όσο ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Νομίζω ότι σήμερα ο Βενιζέλος δεν είναι ένας πολιτικός ενός κόμματος, αλλά ένας οξυδερκής και ευθύβολος εθνικός στοχαστής.
Aυτή η ευρύτητα του homo universalis που είναι ο Βαγγέλης Βενιζέλος αναβλύζει στο τελευταίο του βιβλίο. Βιβλίο που έχει ευρύτερη στόχευση απ’ ότι τα άλλα δύο που έχει εκδώσει κατά την διάρκεια της κρίσης. Δύο λόγια για το ύφος του Β. Βενιζέλου. Είναι αξιοπρόσεκτο αυτοτελώς από μόνο του πέρα από την ουσία. Δεν θα σταθώ ιδιαίτερα σε αυτό, παρότι θα άξιζε τον κόπο, εφόσον το ύφος είναι εξ ίσου διδακτικό με τα σημαινόμενα. Θα πω μόνο ότι δεν αφήνει καμία λέξη του ελληνικού γλωσσικού θησαυρού ανεκμετάλλευτη. Εκείνο που χαρακτηρίζει τη γραφή του Β. Βενιζέλου είναι το ότι παρά την πληθωρικότητα των κειμένων, που είναι έμπλεα σε πληροφορίες, στοχασμούς, και που σε αντίστοιχες περιπτώσεις άλλων συγγραφέων κουράζουν με τη στεγνότητά τους και το μάκρος τους, στην περίπτωση του Βαγγέλη Βενιζέλο τα εν λόγω κείμενά καταφέρνουν να διαβάζονται και να κατανοούνται και από τον μη έχοντα ειδικά απασχοληθεί με τα θέματα τα οποία πραγματεύεται αυτά αναγνώστη. Και αυτό γίνεται διότι έχει πολύ εμβαθύνει στα θέματα που αναπτύσσει και έχουν γίνει κτήμα του. Και η βαθιά γνώση των θεμάτων για τα οποία μιλάει ο Βαγγέλης Βενιζέλος παράγει σαφήνεια και επικοινωνία.
Το κεντρικό χαρακτηριστικό του βιβλίου σε ότι αφορά την ουσία είναι το πάντρεμα, ο συνεχής διάλογος μεταξύ του επιστημονικού, του νομικού λόγου για το Σύνταγμα και την συνταγματική μηχανική από την μια και του ευρύτερου πολιτικού και ιστορικού στοχασμού πάνω στην κρίση της λεγόμενης δυτικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως την αποκαλούμε από την άλλη.
Θέλω σήμερα να μιλήσω και για τις δύο αυτές νοηματικές ενότητες. Πρώτα όμως δύο λόγια για το πως συναρθρώνονται μεταξύ τους οι δύο αυτές ενότητες.
Κανονικά η δημοκρατία δεν χρειάζεται επίθετα ή προσδιορισμούς σαν αυτά που χρησιμοποίησα προηγουμένως για να την προσδιορίσω. Διότι όπως μας θυμίζει ο Β. Βενιζέλος, δεν έχει υπάρξει ούτε προβλέπεται να υπάρξει τουλάχιστον στο ορατό ιστορικό μέλλον, άλλη, καλύτερη. Παρά τις αδυναμίες της η Δημοκρατία (χωρίς πλέον προσδιορισμούς) είναι το πολίτευμα του μέτρου, των πολλαπλών αληθειών, της σχετικότητας, του διαλόγου και των συνθέσεων. Δεν είναι συμβατή με το απόλυτο, με τις ολιστικές ή καθησυχαστικές και παρηγορητικές αλήθειες. Όμως, αυτό που είναι η αξιακή της δύναμη είναι και η ιστορική της διακινδύνευση. Το ότι, δηλαδή, υπόκειται στη συγκυρία στους εκλογικούς κύκλους και στις παρορμητικές συχνά εξάρσεις και αποφάσεις των πολιτών, που είναι βυθισμένοι στα καθημερινά τους προβλήματα και στους εξ ανάγκης βραχυπρόθεσμους ορίζοντες τους. Γι’ αυτό και πρέπει να οικοδομείται συνεχώς με μακροπρόθεσμη στόχευση. Μπορεί να κινδυνεύσει, να μη σταθεί ικανή να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις της ως ιδανικό.
Και οι φασισμοί ως λαϊκισμοί ξεκίνησαν.
Και μια και μίλησα για ιδανικό, το ίδιο το Σύνταγμα, μπορεί να γίνει νοητό, πέρα από την τυπική και ουσιαστική του έννοια (και όπως προσθέτουν οι συνταγματολόγοι και ως πραγματικό Σύνταγμα) και υπό μια τέταρτη έννοια την ιδανική του έννοια, και αυτή είναι η Δημοκρατία. Το ιδανικό του Συντάγματος είναι η Δημοκρατία. Που δεν είναι άλλο παρά η σύζευξη, η εξισορρόπηση της αρχής της πλειοψηφίας με την αρχή του κράτους δικαίου και τα δικαιώματα των μειοψηφιών, . Δεν είναι επομένως αξιακά ουδέτερη ή ηθικά αδιάφορη η Δημοκρατία. Έχει ένα τέλος, μια τελολογία. Την αυτονομία των ανθρώπων με την καντιανή έννοια και την ίση ελευθερία. Γι’ αυτό και θέλει συνεχείς προσαρμογές, γιατί όλο εμφανίζονται νέες προκλήσεις που απειλούν τη στόχευσή της. Οσάκις η αξιακή πλευρά της Δημοκρατίας παραμελείται και στον δημόσιο λόγο, οσάκις δεν επικρατεί ένα δημοκρατικό ήθος και εμπιστοσύνη σ’ αυτήν, τότε δεν εξυπηρετείται η ιδανική στόχευση του Συντάγματος, η δε Δημοκρατία καθίσταται ρουτίνα και απλή διαδικασία. Χάνει τις ψυχές των πολιτών.
Ο Β. Βενιζέλος προειδοποιεί για τη μεγάλη λαϊκιστική κρίση που έχει πλήξει επί σειρά ετών, όχι μόνο τη χώρα μας, αλλά και την Ευρώπη και όλο τον κόσμο της «δυτικής» Δημοκρατίας. Δημαγωγούντα κόμματα και ηγέτες επιχειρούν να προσφέρουν αποπροσανατολιστικές υποσχέσεις, απλές, βολικές και ακοπίαστες απαντήσεις στα προβλήματα. Μαγικές λύσεις. Επιτίθενται στη Δημοκρατία εν ονόματι επιγείων παραδείσων εις πείσμα και κατ’ αγνόηση της πραγματικότητας, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι η αξία της Δημοκρατίας λησμονείται και θεωρείται δεδομένη.
Όπως έχει προσφυώς πει ο Νorman Mailer η δημοκρατία είναι μια χάρη (grace). Δεν είναι κάτι που έρχεται αυτόματα και χωρίς προσπάθεια, σε αντίθεση με τον δεσποτισμό που ανταποκρίνεται πιο καλά στην ανεπεξέργαστη φάση της ανθρώπινης φύσης, στην φυσική στην πρωτόλειά της μορφή.
Οι λαϊκιστικές ρητορικές θεοποιούν την αρχή της πλειοψηφίας (τη σχέση ηγέτης-λαός) και αμφισβητούν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τους θεσμούς της, τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις, την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. H περίφημη illiberal democracy (μη φιλελεύθερη δημοκρατία). Το αντίθετο του κοσμοπολίτικου συνταγματισμού, αυτού του τέκνου του Διαφωτισμού. Και σε ό,τι αφορά τη μεγάλη την υπερεθνική εικόνα αμφισβητούν οι λαϊκιστές την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τη διεθνή συνεννόηση, υπερτονίζοντας τις αναμφισβήτητες ελλείψεις της Ευρωπαϊκής οικοδόμησης και αγνοώντας ή αποσιωπώντας τις πρωτοφανείς στην παγκόσμια ιστορία κατακτήσεις της. Εκμεταλλεύονται πρώτον τα προβλήματα που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση, την αρνητική της πλευρά, δηλαδή την ανεργία που προκαλείται από την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, την τεχνητή νοημοσύνη, και δεύτερον τις δυσκολίες της πολυπολιτισμικότητας που προκαλείται από τις μεγάλες μεταναστευτικές ροές και την επαφή των λαών.
Πολλοί διαχωρίζουν τον λαϊκισμό σε δεξιό και αριστερό. Ο Β. Βενιζέλος τονίζει και ορθά κατά τη γνώμη μου ότι ο λαϊκισμός είναι ένα ύφος, μια τεχνική εξουσίας, δημοκρατίας αβαθής ως ουσία, ως ιδεολογία. Γι’ αυτό αυτοί οι δύο λαϊκισμοί βρίσκονται πολύ πιο κοντά μεταξύ τους, απ’ ότι φαίνεται, όπως γράφει ο Cas Mudde. Κοινός στόχος οι φιλελεύθεροι θεσμοί, η διάκριση εξουσιών, η ανεξαρτησία δικαιοσύνης, η πολυφωνία τα δικαιώματα των μειοψηφιών.
Αυτή λοιπόν η συγκυρία που περνάμε και η οποία, αν και η Ιστορία ούσα ευφάνταστη δεν επαναλαμβάνεται, θυμίζει κάπως τον μεσοπόλεμο, είναι που τρομάζει τον συγγραφέα και γι’ αυτό καλεί σε εγρήγορση. Διότι και οι φασισμοί ως λαϊκισμοί ξεκίνησαν. Γι’ αυτό πρέπει η πολιτική δημοκρατική συζήτηση, η πολιτική δημοκρατική διαβούλευση και σύνθεση να ξανακερδίσει την ιδεολογική ηγεμονία, που της αξίζει. Να ηττηθεί η απάθεια. Να αυξηθεί η περιεκτικότητα (inclusiveness) των θεσμών της και των διαδικασιών νομιμοποιήσεως της. Αυτό είναι ευθύνη κυρίως των ηγεσιών (και όχι μόνο των πολιτικών) αλλά και των λαών, που έχουν και αυτοί τις ευθύνες τους. Γι’ αυτό εξ άλλου είναι και τόσο κεντρικής σημασίας το ζήτημα της συμφιλίωσης του βραχέος χρόνου, της συγκυρίας, με τον μακρύ ιστορικό χρόνο, η στόχευση του οποίου πρέπει να είναι η εκπλήρωση της Δημοκρατίας ως αξιακού στόχου. Η πιο εύγλωττη απεικόνιση της ανάγκης αυτής είναι το κίνημα των κίτρινων γιλέκων στην Γαλλία. Ένας φόρος στα καύσιμα, που επιβλήθηκε ενόψει της ανάγκης αποτροπής επέλευσης μακροπρόθεσμης κλιματικής καταστροφής, που σε λίγα χρόνια θα είναι ανεπίστρεπτη, αποτέλεσε το έναυσμα για την αυθόρμητη εξέγερση Γάλλων πολιτών, που έλεγαν περίπου «εμείς δεν ξέρουμε τι θα γίνει στον πλανήτη στο απώτερο μέλλον μέλλον και λίγο μας νοιάζει. Εμείς ξέρουμε ότι έχουμε χαμηλές αποδοχές, υψηλούς φόρους και λίγες μέρες μετά την μισθοδοσία μας δεν έχουμε χρήματα να βγάλουμε το υπόλοιπο του μήνα. Και τώρα έρχεστε και μας ακριβαίνετε την βενζίνη».
Πρέπει η πολιτική δημοκρατική συζήτηση να ξανακερδίσει την ιδεολογική ηγεμονία.
Για να έλθω τώρα στον άλλο πυλώνα του βιβλίου στο Σύνταγμα και την αναθεώρηση. Ο συγγραφέας επισημαίνει τον κίνδυνο ενός φλύαρου και αμέτρου συνταγματικού λαϊκισμού. Το ζούμε, εξ άλλου, στις μέρες μας. Επισημαίνει ότι το Σύνταγμα δεν έφταιξε για την κρίση (εκτός ίσως από την διάταξή του για την υποχρεωτική διάλυση της Βουλής σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας- αδικαιολόγητη ενόψει του ότι είναι χωρίς ουσιαστικές εξουσίες). Επισημαίνει ακόμη ότι η κρίση είναι οικονομική, κρίση μοντέλου ανάπτυξης, αξιών, νοοτροπιών, πολιτισμική, ακόμη και ηθική με την ευρεία έννοια του όρου. Στην οικονομική και δημοσιονομική της διάσταση προκλήθηκε από την ακατάσχετη «παροχολογία», «επιδοματολογία» και συναλλαγή που επικράτησε στην Μεταπολίτευση με την υπαιτιότητα ανεύθυνων πολιτικών (πολιτικών χωρίς ιστορική προοπτική και παιδεία, με το βλέμμα στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση και την κατάκτηση και παραμονή στην εξουσία) αλλά και του λαού ο οποίος βολεύτηκε και τους επιβράβευσε. Και εδώ πρέπει να πούμε ότι αυτό ισχύει, δυστυχώς, για όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα.
Θυμίζει, όμως επίσης ο Β. Βενιζέλος ότι περάσαμε με το Σύνταγμα αυτό και παρά την κρίση την καλύτερη περίοδο της σύγχρονης Ιστορίας μας. Το Σύνταγμα άντεξε παρά την επίθεση που υπέστησαν τα κοινωνικά δικαιώματα. Επισημαίνει επίσης ο συγγραφέας ότι δεν έχουμε τον δέοντα συνταγματικό πατριωτισμό, όπως έχουν άλλες χώρες (πχ οι ΗΠΑ, η Γερμανία). Γι’ αυτό σκεπτόμαστε συνέχεια με όρους αναθεώρησης. Αναθεώρησης που αντιμετωπίζεται εργαλειακά είτε για εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, είτε για ικανοποίηση κάποιες φορές διαφόρων εμμόνων ιδεών, ή ιδεών του συρμού, ή συνταγματικών μιμητισμών και επαρχιωτισμών. Το Σύνταγμα, ειδικά ένα αυστηρό (ενόψει οδυνηρών εμπειριών του παρελθόντος) Σύνταγμα, σαν το δικό μας, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Το Σύνταγμα αν και είναι και πρέπει να είναι ένα ζωντανό και εξελισσόμενο Σύνταγμα ως προς την ερμηνεία του και εφαρμογή του, είναι ταυτόχρονα και μια επιβολή στο μέλλον. Μια οριοθέτησή του προς όφελος και των μελλουσών γενεών. Οι αναθεωρήσεις του Συντάγματος δεν μπορούν, για τον λόγο αυτό να είναι εργαλείο πειραματισμών ή μη καλά τεκμηριωμένων νεωτερισμών. Πρέπει να είναι συναινετικές, διότι μόνο με τη συναίνεση, την ηρεμία και τη νηφαλιότητα επιτυγχάνεται η μακρόχρονη προοπτική (αυτό που λέγαμε πριν για τον μακρύ ιστορικό χρόνο) και η προσαρμογή στις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας. Κάθε αλλαγή πρέπει, συνεπώς, να έχει περάσει από μεγάλη βάσανο και να είναι πλήρως εμπεριστατωμένη.
Τέλος, σε ότι αφορά το κεφάλαιο το σχετικό με την αναθεώρηση του Συντάγματος, ορθά επισημαίνει ο συγγραφέας, ότι στην εποχή που ζούμε δεν πρέπει να υπερτονίζεται η σημασία του εθνικού Συντάγματος. Σήμερα ζούμε το φαινόμενο της διεθνοποίησης του συνταγματικού φαινομένου. Σύνταγμά μας δεν είναι πια μόνο το ισχύον Σύνταγμά του 1975/1986/2001,το οποίο καθορίζει την συνταγματική μας ταυτότητα, αλλά και το ενωσιακό δίκαιο (πρωτογενές αλλά και παράγωγο) Σύνταγμά μας είναι επίσης και άλλες δεσμεύσεις του διεθνούς δικαίου, όπως η ΕΣΔΑ, Ζούμε το φαινόμενο του συνταγματικού πλουραλισμού, άλλως πολυεπιπέδου συνταγματισμού, ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συνταγματικού χώρου. Το δε εθνικό Σύνταγμα μέσω της συναντήσεώς του με εξωεθνικούς κανόνες δικαίου, αλλά και μέσω συνταγματικών συνερμηνειών διατάξεων που έχουν νομολογιακή προέλευση υφίσταται συνεχείς άτυπες και άδηλες μικρές αναθεωρήσεις. Ένα παράδειγμα μεταξύ πολλών η υποχρέωση ενσωμάτωσης του Δημοσιονομικού Συμφώνου (του γνωστού Χρυσού Κανόνα) με διατάξεις συνταγματικής μάλιστα περιωπής.
Αφού όμως η συζήτηση για την αναθεώρηση άνοιξε και άσχετα από το αν η πολιτική συγκυρία θα της επιτρέψει να ευοδωθεί, θα αναφερθώ, όσο πιο σύντομα μπορώ σε ορισμένες από τις επιμέρους συνταγματικές θεματικές τις οποίες θίγει ο Β. Βενιζέλος. Δεν θα αναφερθώ στα αυτονόητα, στα οποία συμφωνούν όλοι, όπως στην κατάργηση της διάταξης για υποχρεωτική διάλυση της Βουλής σε περίπτωση μη εκλογής ΠτΔ (αρθρ 32§4) ή στην τροποποίηση των διατάξεων των άρθρων 61§2 , 62§1 και 86§§1 και 2 για την ποινική δίωξη βουλευτών και υπουργών με την πρόβλεψη ότι η Βουλή δεν θα δίνει άδεια για τη δίωξη, αλλά θα επεμβαίνει για να σταματήσει ένα πολιτικό στην ουσία διωγμό, που κρύβεται πίσω από μια ποινική δίωξη που έχει ξεκινήσει. Μην ξεχνάμε, όμως, και την τάση για ποινικοποίηση των πάντων που κυριαρχεί στη χώρα μας. Δεν θα αναφερθώ ούτε στο άρθρο 16§ 5 για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, για τα οποία λόγω της εισδοχής στην εσωτερική έννομη τάξη της ενωσιακής νομοθεσίας, όπως την έχει ερμηνεύσει η νομολογία του ΣτΕ, λειτουργούν ήδη στην πράξη τέτοια πανεπιστήμια στη χώρα, όπως επισημαίνει ο Β. Βενιζέλος. Εδώ απλώς θα ήθελα να επισημάνω ότι υπάρχει ένας κίνδυνος ενός άλλου τύπου δογματισμού, ενός φιλελεύθερου δογματισμού, που τείνει να επικρατήσει και σύμφωνα με τον οποίο τα μη κρατικά πανεπιστήμια είναι εξ ορισμού καλύτερα από τα κρατικά και η ίδρυσή τους θα είναι μια πανάκεια. Για το άρθρο 110 που αφορά τη διαδικασία της αναθεώρησης θα μπορούσαμε να πούμε πολλά όπως πχ ότι θα μπορούσε να ολοκληρώνεται η διαδικασία σε διάφορες συνόδους της αυτής Βουλής, όπως έχει προτείνει ο καθηγητής Ξενοφών Κοντιάδης και με βάση την επιχειρηματολογία που τον οδηγεί στο να προτείνει κάτι τέτοιο. Τέλος, στα πλαίσια αυτής της σύντομης γενικής αναφοράς, είμαι απόλυτα σύμφωνος με τον Β. Βενιζέλο σε ό,τι αφορά τον σκεπτικισμό του σε σχέση με τα δημοψηφίσματα. H δυνατότητα συχνής προσφυγής σε δημοψήφισμα αλλοιώνει τον θεσμό της αντιπροσώπευσης ως διαβουλευτικής διακυβέρνησης βάσει ενός συνολικού, με ορίζοντα τετραετίας πολιτικού προγράμματος. Αντίθετα, με το δημοψήφισμα ο λαός απευθύνει αποσπασματικές εντολές για συγκεκριμένα ζητήματα. Είδαμε με το παράδειγμα του Brexit ιστορικών διαστάσεων καταστροφές, τις οποίες δεν μπορεί σχεδόν κανείς να φρενάρει, που μπορεί να επιφέρει ένα κακά μελετημένο και κακά οργανωμένο δημοψήφισμα.
Θέλω να σταθώ κάπως περισσότερο σε δύο μόνο συνταγματικές θεματικές. Η πρώτη αφορά τη Δικαιοσύνη. Η οποία λόγω προέλευσης μου είναι φυσικό να είναι στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων μου.
Για μένα τρία είναι τα βασικά προβλήματα που σχετίζονται αυτή την περίοδο με την Δικαιοσύνη. Η βάναυση παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, οι υπερβολικές καθυστερήσεις και το πρόβλημα της δικαστικής αυτοσυγκράτησης στις υποθέσεις, που αφορούν την υλοποίηση δημοσιονομικών επιλογών. Ωστόσο κανένα από τα τρία δεν σχετίζεται με συνταγματικές ρυθμίσεις. Χρειάζονται βεβαίως επεμβάσεις νομοθετικές ή εσωτερικών αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας της Δικαιοσύνης, αλλά δεν είναι αντικείμενα συνταγματικής συζήτησης. Το Σύνταγμα μας είναι από τα πιο προστατευτικά και εγγυητικά πανευρωπαϊκά σε ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Όποιος με αυτό το προστατευτικό καθεστώς δεν αισθάνεται ότι είναι επαρκώς εξασφαλισμένη η ανεξαρτησία του, μάλλον δεν κάνει για δικαστής. Έχει εσωτερικό πρόβλημα. Σπεύδω να διευκρινίσω ότι ό,τι λέω αναφέρεται στον χώρο που γνωρίζω. Δηλαδή το Συμβούλιο Επικρατείας και την Διοικητική Δικαιοσύνη. Για το Συμβούλιο Επικρατείας, τουλάχιστον, κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν διατήρησε την ανεξαρτησία του κατά την περίοδο της κρίσης. Καλό είναι, λοιπόν, να μιλήσουμε περισσότερο για την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, αλλά και αυτό δεν είναι ζήτημα συνταγματικών ρυθμίσεων.
Σε ό,τι αφορά, περαιτέρω, το πολυσυζητημένο θέμα της επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων, εξακολουθώ να πιστεύω ότι, με εξαίρεση κάποιες ατυχείς επιλογές όπως οι προτελευταίες επιλογές στις θέσεις των προέδρων του ΣτΕ και του ΑΠ, το υπάρχον σύστημα εσκεμμένης διασταυρώσεως των εξουσιών του άρθρου 90 § 5 είναι το λιγότερο κακό από τις δυνατές ρυθμίσεις και δεν έχει οδηγήσει διαχρονικά σε πολύ επιβλαβείς επιλογές. Επίσης, θεωρώ πολύ σοβαρή και άξια συζητήσεως και την πρόταση για επιλογή τριών υποψηφίων από τις Ολομέλειες των οικείων Δικαστηρίων με μυστική ψηφοφορία, από τους οποίους θα επιλέγει τελικά ο ΠτΔ. Επισημαίνω όμως τον κίνδυνο ομαδοποιήσεων. Ίσως χρειάζεται να συζητήσουμε την πρόταση του Προέδρου Κ. Μενουδάκου για κατάργηση της θέσης του Προέδρου των Ανωτάτων Δικαστηρίων και για άσκηση των καθηκόντων του εκ περιτροπής και σε ετήσια βάση από τους αρχαιότερους Αντιπροέδρους. Σε ό,τι αφορά την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου (ή την μετεξέλιξη του ΑΕΔ σε τέτοιο Δικαστήριο) είμαι αντίθετος. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μια χώρα που έχει εισαγάγει εδώ και 122 χρόνια το σύστημα του διάχυτου, παρεμπίπτοντος και κατασταλτικού ελέγχου, ένα σύστημα που έχει λειτουργήσει κατά γενική ομολογία με επιτυχία, πρέπει ξαφνικά να το αντικαταστήσει, να μιμηθεί άλλες χώρες που καθιέρωσαν τον θεσμό του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που το έκαναν, όμως, επειδή είχαν μόλις εξέλθει από την διακυβέρνησή τους από ολοκληρωτικά καθεστώτα. Το θεωρώ ένα δείγμα συνταγματικής ανασφάλειας και μιμητισμού. Με τις ελληνικές συνθήκες τίποτε δεν εγγυάται ότι ένα τέτοιο Δικαστήριο δεν θα αναπαράγει στους κόλπους του κομματικές εξαρτήσεις με βάση τον τρόπο διορισμού των μελών του. Επίσης είναι αποδεδειγμένο ότι οι πραγματικές συνταγματικές παθογένειες ενός νόμου φαίνονται κατά την εφαρμογή του στην πράξη και δεν είναι διαγνώσιμες την στιγμή που δημοσιεύεται. Τα ελαττώματα του ισχύοντος συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων έχουν αμβλυνθεί στην πράξη με τον θεσμό της πιλοτικής δίκης. Πολλοί ισχυρίζονται ότι το σύστημα αυτό είναι ένα νόθο σύστημα μείξης συγκεντρωτικού και διάχυτου και έχει προβλήματα συνταγματικότητας σε σχέση με το άρθρο 93§4, διότι τελικά αποφαίνεται δεσμευτικά για τους διοικητικούς δικαστές το ΣτΕ σε ό,τι αφορά την συνταγματικότητα ή όχι των νόμων. Νομίζω ότι η προσέγγιση αυτή είναι εσφαλμένη, διότι σημασία έχει το να αναγνωρίζεται σε επίπεδο αρχής αυτή η αρμοδιότητα σε κάθε δικαστή, και όχι το αν σε κάποιες ad hoc περιπτώσεις, που είναι εξαιρετικές, του αφαιρείται αυτή η δυνατότητα.
Ένα άλλο πολύ σοβαρό, κατά τη γνώμη μου, πρόβλημα στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, που όμως ούτε αυτό έχει να κάνει με συνταγματικές ρυθμίσεις, αλλά επιδρά έντονα στην πρόσληψή του Συντάγματος είναι το ζήτημα των ορίων ελέγχου στις υποθέσεις με δημοσιονομικές αντανακλάσεις από τον δικαστή και της αυτοσυγκράτησής του. Αναφέρομαι στις αποφάσεις που αφορούν τον έλεγχο της γενικής πολιτικής του κράτους και των δυνατοτήτων του προϋπολογισμού. Αποφάσεις που κατ’ εφαρμογή της αρχής της επεκτατικής ισότητας (ξεχάσαμε φαίνεται τον Α. Μάνεση στις κλασικές «Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος») ασκούν έμμεσα εισοδηματική πολιτική. Αναφέρομαι ακόμη και στις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ ( βλ κυρίως ΣτΕ Ολ 2287-2290/15) που εκδόθηκαν την περίοδο της κρίσης για τα κοινωνικοασφαλιστικά και τις μισθολογικές περικοπές. Οι δικαστές δεν πρέπει να ξεχνάν ότι κάνουν έλεγχο ορίων σε σχέση με το αν η πολιτική δράση κινείται εντός των συνταγματικών πλαισίων και όχι με αφορμή τον έλεγχο αυτό να κηρύσσουν την αντισυνταγματικότητα κεντρικών στην πολιτική τους στόχευση νόμων, με τους οποίους ο νομοθέτης ενόψει της συνταγματικής αρμοδιότητας, που έχει ως προς τούτο και της μεγάλης εικόνας που έχει υπόψη του σε σχέση με τις δημοσιονομικές αντοχές της χώρας αποφασίζει περικοπές σε αποδοχές και συντάξεις. Με τέτοιου είδους αποφάσεις ανατρέπεται εκ βάθρων η οικονομική πολιτική της χώρας. Με κίνδυνο μάλιστα αυτή η ανατροπή, με τη βούλα και υποχρεωτικότητα της δικαστικής αυθεντίας να οδηγήσει σε άλλου τύπου νέες κοινωνικές αδικίες, που δεν μπορεί καν να φανταστεί ο δικαστής (που μην το ξεχνάμε δικάζει μια συγκεκριμένη υπόθεση κάθε φορά) όταν εξέδιδε την απόφαση, ή στο τέλος και ακόμη σε αδυναμία εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας και με τον κίνδυνο της ασύντακτης χρεοκοπίας να ελλοχεύει πάντα.
Η δεύτερη και τελευταία θεματική είναι εκείνη που αφορά τις σχέσεις κράτους- εκκλησίας. Το περίφημο άρθρο 3 περί «επικρατούσης» θρησκείας. Είναι ένα από τα σημεία με τα οποία διαφωνώ με τον Βαγγέλη Β, ο οποίος, αν δεν τον παρερμηνεύω, γράφει ότι αρκεί μια ερμηνευτική δήλωση ότι το άρθρο 3 δεν θίγει το άρθρο 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας για να μην προκαλείται κάποια ερμηνευτική αμφιβολία για την ακριβή έννοια του άρθρου αυτού. Αμφιβολία για το αν μέσω αυτού καθιερώνεται μια μορφή θρησκευόμενου κράτους. Καταλαβαίνω ότι μπορούν να διατυπωθούν πολιτικές επιφυλάξεις που επισημαίνουν ότι μια αφαίρεση του άρθρου αυτού από το Σύνταγμα μπορεί να δημιουργήσει διχαστικό κλίμα στον λαό. Η διάταξη αυτή έχει, καλώς ή κακώς, τεράστια ταυτοτική σημασία για τον μέσο Έλληνα. Όμως, από καθαρά νομική άποψη τo Σύνταγμα (ένα σύγχρονο Σύνταγμα) δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για στατιστικές διαπιστώσεις ή για απλές διακηρύξεις, κυρίως όταν αυτές, ως εκ της πολυσημίας τους, μπορούν (έστω και εν δυνάμει) να θίξουν ατομικά δικαιώματα. Εδώ δεν είμαστε Αγγλία και Δανία για να μπορούμε άφοβα για την ισοπολιτεία να έχουμε μια “established Church” ως στοιχείο της ιστορικότητας του Συντάγματος. Έχουμε άλλα πάθη εδώ. Πάντα μπορεί, όσο εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο αυτό, ένα Δικαστήριο (όπως το έκανε πρόσφατα το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 660/18 απόφαση της Ολομελείας του για το μάθημα των Θρησκευτικών) να προσδώσει στο άρθρο αυτό ένα κανονιστικό περιεχόμενο και στο κράτος μια θρησκευτική ταυτότητα. Στο τέλος, τέλος δεν χρειαζόμαστε το Σύνταγμα για να μας πει ότι ως λαός είμαστε κατά πλειοψηφία Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Τα των σχέσεων με το Πατριαρχείο βεβαίως και θα πρέπει παραμείνουν, έστω αλλάζοντας θέση.
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες ατελείωτες για τα ερεθίσματα που δίνει το βιβλίο αυτό. Διότι ασχολείται με τα πάντα. Ακόμη και με τα fake news και την μετα-αλήθεια, την άρνηση δηλαδή της πραγματικότητας. Πιστεύω ότι το βιβλίο παρά το ότι ξεκίνησε από ερεθίσματα της επικαιρότητας θα είναι χρήσιμο στους γενικούς του τουλάχιστον στοχασμούς και μετά από πολλά χρόνια, όταν θα έχει αλλάξει η παρούσα συγκυρία. Ακριβώς γιατί μιλάει για μακρινούς ορίζοντες, για «υψηλές πτήσεις». Ευχαριστώ τον Βαγγέλη Βενιζέλο και για το βιβλίο και για την πρόσκληση του να μιλήσω σήμερα ενώπιόν σας γι’ αυτό. Και όλους σας για την υπομονή σας.
* Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του κ. Χρήστου Ράμμου στην παρουσίαση στα Χανιά του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου, «Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας- Προσδοκίες και κίνδυνοι από την αναθεώρηση του Συντάγματος» (2.2.2019)
Αναλυτικά δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/ev/652-savvato-2-2-2019-parousiasi-tou-vivliou-tou-ev-venizelou-sta-xania.html
Για την ομιλία του κ. Βασίλη Μαρκή, δείτε εδώ: https://ekyklos.gr/sb/655-omilia-v-marki-stin-parousiasi-tou-vivliou-tou-ev-venizelou-sta-xania.html
Για την ομιλία του Ευ. Βενιζέλου, δείτε εδώ: https://www.evenizelos.gr/speeches/conferences-events/432-conferencespeech2019/5976-omilia-ev-venizelou-sta-xania-kata-tin-parousiasi-tou-vivliou-tou-i-dimokratia-metaksy-sygkyrias-kai-istorias.html
2.2.2019, Χανιά: Παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζελου from Evangelos Venizelos on Vimeo.
Ομιλία Χρ. Ράμμου στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου στα Χανιά from Evangelos Venizelos on Vimeo.