Τρίτη, 11 Σεπ 2018

Τελικά πόσα χάσαμε με την περήφανη διαπραγμάτευση

αρθρο του:

Ακούμε και διαβάζουμε διάφορα ποσά για το πόσο στοίχισε στη χώρα μας η αποτυχημένη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου 2015. Ο επικεφαλής του ESM, του οργανισμού δηλαδή που είναι επιφορτισμένος με το δανεισμό των ευρωπαϊκών κρατών Κλάους Ρέγκλινγκ, την προσδιορίζει σε 100 δις (σε κάποιες πρόσφατες δηλώσεις μίλησε και για πολύ περισσότερα), ο Τόμας Βίζερ του EuroWorking Group για ποσό πλέον των 200 δις και πάει λέγοντας. Όλα αυτά τα νούμερα ζαλίζουν αλλά έχουν και τεράστια απόκλιση μεταξύ τους. Από την άλλη όσοι αμφισβητούν τα νούμερα αντιπαραθέτουν τον παρακάτω συλλογισμό:

Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι μιλάνε για τα χαμένα δις της ελληνικής οικονομίας επειδή αυτή δεν αναπτύχθηκε με ρυθμό 6% αθροιστικά τη διετία 2015,16 όπως προέβλεπε το ΔΝΤ λόγω της δίνης που ακολούθησε την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά υποστηρίζουν, με δεδομένο ότι το ΑΕΠ ήταν 185 δις το 2015 η χαμένη κατά 6% ανάπτυξη σε καμιά περίπτωση δεν μας κάνει 100 ή 200 δις.

Και έτσι ξεμπερδεύουν θεωρώντας μυθοπλασία τους αριθμούς για τα χαμένα δισ.

Η εξάμηνη διαπραγμάτευση είχε πολύπλευρες επιπτώσεις σε πολλούς τομείς για την ελληνική οικονομία.

Σ’ ένα άρθρο του στο protagon που τιτλοφορεί "Οι έξι μήνες που διέλυσαν τη χώρα" ο Γιώργος Στρατόπουλος εξηγεί γιατί το κόστος της διαπραγματευτικής τακτικής του πρώτου εξαμήνου 2015 στοίχισε στη χώρα αύξηση του χρέους αλλά και διπλασιασμό του υπερβάλλοντος χρέους. Αναφέρει ότι εξαιτίας των capital controls το ελληνικό δημόσιο απώλεσε από την αξία των τραπεζικών μετοχών που είχε στην κατοχή του περίπου 18 δις. Επίσης αναφέρει ότι αν δεν είχε ανακοπεί ο κύκλος ανάπτυξης που δειλά ξεκινούσε το 2014, την διετία 2015-16 η Ελλάδα θα πετύχαινε πρωτογενή πλεονάσματα 3-3,5% ετησίως, απαραίτητα για την αποπληρωμή των τόκων, ώστε να πάψει να αυξάνεται το ονομαστικό χρέος. Επίσης το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας και ο λόγος χρέους/ΑΕΠ θα διαμορφωνόταν σε πολύ καλύτερα επίπεδα στο τέλος του 2018.

Το κόστος όμως για την ελληνική οικονομία εξαιτίας της εξάμηνης διαπραγματευτικής τακτικής που κατέληξε στην επιβολή των capital controls δεν περιλαμβάνει μόνο τη χαμένη ανάπτυξη και τη συνεπαγόμενη επίπτωση στο δανεισμό και το 3ο μνημόνιο. Είναι και η απώλεια κεφαλαίων, τα λεφτά δηλαδή που φύγαν από το οικονομικό μας σύστημα ήδη από το φθινόπωρο του 2014 λόγω της διαφαινόμενης αβεβαιότητας που αναμενόταν να ακολουθήσει την εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας της συγκρουσιακής ρητορικής του με τους δανειστές και η οποία φυγή κεφαλαίων συνεχίστηκε και τους πρώτους μήνες του 2015 λόγω της «περήφανης» διαπραγματευτικής τακτικής του. Ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου φοβόταν για:

Έξοδο από το EUR και διαδοχικές υποτιμήσεις της δραχμής και μελλοντική απομόνωση της χώρας.

Καθιέρωση διπλού νομίσματος για συναλλαγές στο εξωτερικό και στο εσωτερικό.

Επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων που τελικά πραγματοποιήθηκαν.

Φόβοι για κούρεμα ή δήμευση καταθέσεων.

Έτσι έψαχνε τρόπους είτε να βγάλει τα χρήματά του στο εξωτερικό αγοράζοντας ομόλογα ξένων κρατών (κυρίως γερμανικών ή διεθνών οργανισμών) είτε μεταφέροντας τα χρήματα σε αμοιβαία κεφάλαια ή σε λογαριασμούς του εξωτερικού είτε απλά αποσύροντας τα χρήματα από τις τράπεζες. Για να πάρουμε μια ιδέα των κεφαλαίων που έφυγαν από το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ας δούμε το εξής.

Σύμφωνα με τα στατιστικά δελτία οικονομικής συγκυρίας της Τ.Ε. τον Σεπτέμβριο του ‘14 το συνολικό επίπεδο των καταθέσεων και REPOS των εγχώριων νοικοκυριών και επιχειρήσεων ήταν 164,75 δις ενώ τον Ιούλιο του ‘15 μειώθηκαν σε 120,83 δις. Αυτή είναι ρευστότητα που στερήθηκε η ελληνική οικονομία. Και είχε αρνητικές επιπτώσεις σε όλο το κύκλωμα της οικονομίας. Οι τράπεζες δεν μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων και όχι μόνο αυτό. Αναγκάζονταν να δανείζονται από τον ELA με επιτόκια κοντά στο 1,5% γιατί εξαντλούσαν το ποσό που μπορούσαν να δανειστούν με 0% ή 0,25% που ήταν τα επιτόκια βραχυπρόθεσμου δανεισμού της ΕΚΤ (μπορούμε να τα δούμε εδώ).

Τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε ότι δεν θα έπαιρνε τα λεφτά των πρώτων δόσεων. Yπήρξαν φορές που τα λεφτά για τις συντάξεις μπήκαν κυριολεκτικά στο πάρα πέντε. Επίσης υποχρέωνε τους επικεφαλής των δημόσιων οργανισμών να έχουν τα διαθέσιμά τους κατατεθειμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος που σημαίνει ότι αυτά τα χρηματικά διαθέσιμα δεν υπήρχαν στο χρηματοοικονομικό σύστημα.

Επίσης δεν μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς η ζημιά που υπέστη η ελληνική οικονομία από τα τεράστια προβλήματα λόγω capital controls που αντιμετώπισαν οι επιχειρήσεις. Κάποιες αναγκάστηκαν να κλείσουν που σημαίνει ότι ανθρώπινη προσπάθεια χρόνων και κεφάλαιο εξανεμίστηκαν μέσα σε λίγους. Κάποιες αναγκάστηκαν να κάνουν θυσίες για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Το κλείσιμο κάποιων επιχειρήσεων επίσης δημιούργησε ένα μεγάλο τραύμα και στους προμηθευτές τους ή τις τράπεζες που τις είχαν δανειοδοτήσει ή ακόμη και σε πελάτες τους που μπορεί να χρησιμοποιούσαν τα προϊόντα τους σαν εισροές για την παραγωγή τους. Η αγορά «στέγνωσε» από ρευστότητα και οι περισσότερες επιχειρήσεις απαιτούσαν μετρητά που ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν. Ως εκ τούτου για κάποιες επιχειρήσεις υπήρξε μείωση παραγωγής και κάποιες εξαφάνιση. Στους λόγους λοιπόν για την αναβολή ή την ακύρωση αρκετών επενδυτικών σχεδίων πέρα από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών έρχεται να προστεθεί και η μειωμένη ρευστότητα που επέφεραν τα capital controls.

Στην περίπτωση δε εισαγωγών από το εξωτερικό οι ξένοι οίκοι ήταν επιφυλακτικοί να πουλήσουν σε ελληνικές επιχειρήσεις απαιτώντας άμεση καταβολή των χρημάτων για να μην είναι εκτεθειμένες στον συστηματικό και στον πιστωτικό κίνδυνο και κάποιες φορές δεν πουλούσαν καθόλου στερώντας πολλές ελληνικές επιχειρήσεις από πρώτες ύλες που ήταν απαραίτητες για την συνέχιση της παραγωγής τους. Με δεδομένες αυτές τις συνθήκες θα πρέπει να πιστωθεί η επιτυχία στις ελληνικές επιχειρήσεις και στις τράπεζες που στήριξαν τις διεθνείς συναλλαγές τους.

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η εξάμηνη διαπραγμάτευση είχε πολύπλευρες επιπτώσεις σε πολλούς τομείς για την ελληνική οικονομία. Πολλές από τις οποίες δεν είναι δυνατό να ποσοτικοποιηθούν.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: L S Lowry, Going to Work 

 

Κυριαζής, Στέλιος

Ο Στέλιος Κυριαζής είναι οικονομολόγος κάτοχος του Master in Decision Sciences του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και τα τελευταία 22 χρόνια εργάζεται στο χρηματοπιστωτικό τομέα