Δευτέρα, 27 Νοε 2017

Γιατί η «επαναφορά του Νόμου Διαμαντοπούλου» δεν αρκεί: πολύ αργά (σχεδόν πια) για το τίποτα!

αρθρο του:

Στις αρχές του 21ου αιώνα η ελληνική κοινωνία έμελε να γνωρίσει με τον πιο σκληρό τρόπο την αναντικατάστατη συμβολή που ένα εκπαιδευτικό σύστημα έχει στις σύγχρονες κοινωνίες, “της γνώσης”. Αλήθεια, σκεφθείτε πόσο συχνά έχει αυτός ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιηθεί, χωρίς οι περισσότεροι να αντιλαμβανόμεθα τί ακριβώς, ένα ανάλογο επίπεδο κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης προϋποθέτει. Το κυριότερο ίσως, απαιτεί ένα αποτελεσματικό, αντίστοιχο των κοινωνικών και οικονομικών προκλήσεων, εκπαιδευτικό σύστημα.

Χρόνια πολλά πέρασαν, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, με τις εξαγγελίες για την “Ευρώπη 2010” και, στη συνέχεια, γι’ αυτήν του 2020. Όπου, στα σχετικά κείμενα πολιτικής, περιλαμβάνονταν κατά προτεραιότητα παραινέσεις και προτάσεις, μεταξύ άλλων και για το πώς θάπρεπε να αλλάξουν – μεταρρυθμισθούν (!!) - τα εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη. Έτσι, ώστε οι Ευρωπαϊκές να γίνουν “κοινωνίες της γνώσης”, με τις Ευρωπαϊκές οικονομίες να βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητά τους στη διεθνή αγορά, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα εσωτερικά την κοινωνική συνοχή και υπηρετώντας την προσπάθεια της μεταξύ τους σύγκλισης – δηλαδή της μείωσης της διαφοράς ανταγωνιστικότητας βορρά-νότου.

Όλα δεν έγιναν όπως θάπρεπε! Κατά συνέπεια, στους μεν πρωταγωνιστές του “Βορρά”, παρά τη λελογισμένη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, οι κοινωνίες δεν εμπέδωσαν την αναγκαία “ικανότητα” για ανοχή, για “κοινωνίες ανοιχτές” με δυνατότητα ενσωμάτωσης νέων, διαφορετικών πολιτισμικά, πληθυσμών. Από την άλλη, οι πρωταγωνιστές της υστέρησης, όπως η ελληνική κοινωνία, συνεχώς υπολείπονταν σε όρους παραγωγικότητας των οικονομιών τους, χέρι-χέρι με τη θεσμική υστέρηση.

Και με την καθοδήγηση εκείνου του πολιτικού προσωπικού, που μέχρι σήμερα συστηματικά – με κάποιες συγκυριακές εξαιρέσεις – η ελληνική κοινωνία επιλέγει, με το δήθεν κριτήριο της πλειοδοσίας σε ό,τι αφορά το “κυρίαρχο” δημόσιο συμφέρον, μα στην πραγματικότητα με βάση την πλειοδοσία σε αυξήσεις, των δημόσιων δαπανών και γενικά στην ενίσχυση της ζήτησης της οικονομίας, και σε δήθεν “μεταρρυθμίσεις”. Οι οποίες αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά κατ’ επίφαση αλλαγές, με ανύπαρκτα αποτελέσματα στο θεσμικό επίπεδο και στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και της εξυπηρέτησης του πολίτη. Με την τελευταία - για νάμαστε δίκαιοι - να επιδιώκεται δια της “τοποθέτησης” των νέων εργαζόμενων, τυπικά υψηλών προσόντων - μετά και την αλόγιστη επέκταση και της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης -, στους πολλούς και διάφορους οργανισμούς και υπηρεσίες του επεκτεινόμενου δημόσιου τομέα.

Ταυτόχρονα, οι πολίτες καλούνταν – και συνεχίζουν - να πληρώνουν όλο και περισσότερα, για διαρκώς μειούμενης ποιότητας υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και ασφάλειας, που το κράτος υποτίθεται ότι προσφέρει ή διασφαλίζει. Ενώ, όλο και περισσότεροι εξ αυτών, προσπαθούσαν, μέχρι και πρόσφατα, να καλύψουν αυτό το έλλειμμα με πρόσθετη ιδιωτική (οικογενειακή) δαπάνη. Άλλωστε τότε δεν υπήρχε πρόβλημα, “λεφτά υπήρχαν”, με τον συνεχή, φθηνό δανεισμό. Για να “αντέξουμε” δι’ αυτού του τρόπου έως περίπου και το 2009/10. Καθόλου λοιπόν τυχαία, η ελληνική κοινωνία δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί τί ακριβώς της έχει συμβεί. Συνεχίζοντας, βολικά, να πιστεύει σε μια “μαγική λύση”, εξοστρακίζοντας τους δήθεν παλιούς πολιτικούς και “φορολογώντας τους πλούσιους”. Επιπλέον δε – πλήρης ο παραλογισμός (!) – σε “λύση” που θα περνά από την “καθαρή έξοδο από το Μνημόνιο”! Το οποίο άλλωστε, αν δεν έφερε, πάντως επέτεινε την κρίση! Πείτε μου, λοιπόν, πώς αλλιώς μπορούν αυτά τα φαινόμενα “παραλογισμού” να ερμηνευθούν, παρά ως συνέπεια ενός δυσβάσταχτου “ελλείμματος παιδείας”;

Ειδικότερα, το εκπαδευτικό σύστημα δείχνει όλο και περισσότερο τις αδυναμίες του και υπολείπεται τραγικά των, από την άλλη, διαρκώς αυξανόμενων αναγκών για μάθηση, σε όλα τα επίπεδα και μορφές, εάν πραγματικά θέλουμε να υποστηριχθεί η τόσον απαραίτητη “αλλαγή πορείας”. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εξαντλείται να πλειοδοτεί - υποτίθεται - στην προετοιμασία νέων, με υψηλά τυπικά προσόντα, που όμως δεν είναι εύκολα απασχολήσιμοι και δεν καταφέρνουν να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Το φαινόμενο αυτό, ήδη διαπιστωμένο πριν από την έναρξη της κρίσης, έχει οξυνθεί σε επίπεδα που η ελληνική οικογένεια δεν μπορεί πλέον να διαχειρισθεί στην τρέχουσα περίοδο. Με τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων να υπερβαίνουν το πρόβλημα, εντέλει απασχολούμενοι σε εργασίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, χωρίς επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση αμοιβές και συνθήκες εργασίας – με υψηλή ανασφάλεια.

Στο σημείο αυτό καλό είναι, ακόμη και για λόγους αυτογνωσίας, που είναι τόσο δύσκολο μα και τόσο αναγκαίο να επιτευχθεί, να υπενθυμίσουμε ότι, σε απόλυτη συνάφεια με όσα προαναφέρθηκαν, οι λεγόμενες “μεταρρυθμίσεις” στο εκπαιδευτικό σύστημα, δεν είχαν συνήθως μέχρι και σήμερα κανένα αποτέλεσμα, σε όρους βελτίωσης της ποιότητας, προετοιμάζοντας δηλαδή μορφωμένους και απασχολήσιμους πολίτες. Και ότι, πάντα ατελέσφορα, εστίαζαν και εστιάζουν στη διαδικασία “μετάβασης” από τη σχολική στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ίδιον και αυτό της συλλογικής υστέρησης στην αυτογνωσία, η ελληνική κοινωνία στην πλειοψηφία της πιστεύει ότι εάν – και εδώ με “μαγικό τρόπο” – μεταβάλλει το σύστημα εισαγωγής-επιλογής στις σχολές τριτ/θμιας εκπ/σης, με τον ίδιο (“μαγικό”) τρόπο θα βελτιωθεί και η ποιότητα της σχολικής εκπαίδευσης και, πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά μας θα μορφωθούν καλύτερα και φθηνότερα!

Ταυτόχρονα, ποιος αλήθεια νοιάζεται για την ποιότητα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης; Απ’ όπου, απλώς χρειάζεται να “διέλθεις”, μάλλον εύκολα, για νάχεις έναν “τίτλον αναγνωρισμένο” – τυπικά μόνον από το ελληνικό κράτος -, με τον οποίο υποτίθεται, μέχρι την κρίση περίπου, μπορούσες να βρεις εύκολα ανάλογη, καλά αμειβόμενη εργασία. Και να πώς φθάνουμε στο αδιέξοδο. Πόσο τραγικό και ταυτόχρονα δύσκολο να θεραπευθεί!

Γι’ αυτό και η απλή επαναφορά του νόμου για τη λειτουργία των ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, σε αντικατάσταση του πρόσφατου νομοθετήματος της κυβέρνησης, νόμου που τότε εισηγήθηκε, ως υπουργός της Παιδείας η κ. Άννα Διαμαντοπούλου και έτυχε ευρείας κοινοβουλευτικής στήριξης, δεν αρκεί πλέον. Όχι μόνον γιατί ήδη από τότε υπολείπονταν των αναγκών, αλλά και γιατί, στις παρούσες συνθήκες της μακροχρόνιας, βαθιάς κρίσης, οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι αποτελεσματικές όταν εστιάζουν σε έναν τομέα ή και εκπαιδευτική βαθμίδα.

Δηλαδή, είναι απαραίτητο, ως στοιχείο επιβίωσης, με την αλλαγή πορείας της ελληνικής κοινωνίας, να υιοθετηθεί πολιτική που θα προχωρεί σε σταδιακές ρυθμίσεις για όλες τις βαθμίδες και μορφές – και της μη τυπικής – εκπαίδευσης, με τον κατάλληλο χρονισμό. Ο οποίος θα προσδιορισθεί με βάση το τρέχον επίπεδο και τους στόχους ανάπτυξης της οικονομίας και κοινωνίας και, βέβαια, το πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας.

Τί άλλο μας μένει, παρά να ελπίζουμε και να εργαζόμαστε, όσον εντέλει μας επιτρέπουν, για το καλύτερο! Πολύ απλά, δηλαδή, για να συνεχίσουμε να έχουμε ένα συνεκτικό πρόγραμμα πολιτικής, του τύπου του “Μνημονίου”, καθώς και επαρκείς πολιτικούς για να το διαμορφώσουν και να το υλοποιήσουν αποτελεσματικά – και όχι με την ανεπάρκεια που επιδεικνύουν στην περίπτωση του “Μνημονίου”.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Les enfants trouvés (1968) - René Magritte

Καστής, Νικήτας

Ο Δρ Νικήτας Καστής, από το 1992, συντόνισε το κοινωφελές, ερευνητικό και αναπτυξιακό έργο του Ιδρύματος (Μελετών) Λαμπράκη, στους τομείς της Εκπαίδευσης, της Τεχνολογικής Καινοτομίας και του Πολιτισμού, στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Επίσης διατέλεσε Πρόεδρος Δ.Σ. και Εκτελεστικός Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Εκπαίδευση και Καινοτομία “MENON Network“, σε όλο σχεδόν το διάστημα από την ίδρυσή του, το 1999, μέχρι και τη διακοπή της μελετητικής του δραστηριότητας, το 2015. Από τον Ιούλιο 2016 ίδρυσε και συντονίζει το μελετητικό & συμβουλευτικό έργο της εταιρείας Mind2Innovate, στα πεδία προγραμματικού σχεδιασμού και αξιολόγησης στην Εκπαίδευση, την Καινοτομία και ευρύτερα στον τομέα των ανθρώπινων πόρων.