Τρίτη, 22 Αυγ 2017

Το παρελθόν ως φάντασμα και ως ιδεολογία

αρθρο του:

«Το παρελθόν είναι μια χώρα ξένη· τα πράγματα είναι αλλιώς εκεί». Έτσι ξεκινά το βιβλίο του «Ο μεσάζων» o L. P. Hartley, με μια φράση που έγινε σύντομα διάσημη. Η σχέση με το παρελθόν, όταν δεν είναι βασανιστική, δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να καθίσταται και εξαγνιστική. Αν σε επίπεδο ατομικό μια καθήλωση στο παρελθόν πιθανόν να προκαλεί νευρώσεις, σε συλλογικό επίπεδο οδηγεί ομάδες ανθρώπων, κοινωνίες και κόμματα στον ολισθηρό δρόμο της άρνησης της ίδιας της ιστορίας. Κάθε όμως εμμονή με το δήθεν ένδοξο παρελθόν δε γίνεται παρά να συνοδεύεται από ένα δυσβάστακτο παρόν και ένα προβληματικό και αβέβαιο μέλλον.

Μια τέτοια σκέψη ίσως βρίσκεται πίσω και από την τελευταία προσπάθεια του μείζονος κυβερνητικού εταίρου, με αιχμή του δόρατος τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τη Γενική Γραμματέα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να ξεφύγει από την πεζή ad infinitum μνημονιακή πραγματικότητα μέσω της διαφοροποίησης από την Εσθονική Προεδρία στο ζήτημα της καταδίκης των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τα κομμουνιστικά καθεστώτα. Μια καταδίκη που ούτε καινοφανής ούτε μεμονωμένη είναι, καθώς εκφράζει την κοινή Ευρωπαϊκή στάση απέναντι στο φαινόμενο που ενιαία ονομάζεται «ολοκληρωτισμός» και μοιραία περιλαμβάνει τόσο τη ναζιστική εκτροπή όσο και τη σταλινική βαρβαρότητα.

Η κυβέρνηση εκφράζει απόψεις που στο δυτικό κόσμο δεν ασπάζεται κανείς αξιόπιστος συνομιλητής.

Αν ο ολοκληρωτισμός συνιστά την έννοια γένους, το να συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτόν τόσο ο ναζισμός όσο και ο κομμουνισμός, ιδίως στη σταλινική του εκδοχή δε συνεπάγεται αυτόματα και την εξίσωσή τους. Αυτό προφανώς και το γνωρίζουν καλά τα κυβερνητικά στελέχη. Εξάλλου μια προσεκτικότερη ματιά στην παγκόσμια ιστορία αρκεί για να βεβαιωθεί κανείς πως υπάρχουν ιστορικά γεγονότα που μπορούν να υποστηρίξουν μια ενιαία κατηγοριοποίηση ναζισμού-σταλινισμού: συστηματικές παραβιάσεις των συνταγματικών δικαιωμάτων, ανελευθερία, στέρηση της ίδιας της ζωής σε αντιφρονούντες και υπόπτους διαφοροποίησης. Προφανώς και όλα αυτά αποτελούν έννοιες διαβαθμίσιμες, με ειδεχθέστερες και συστηματικότερες μορφές εμφάνισης ανά περίπτωση, αλλά αυτή η ίδια διαβάθμιση δε γίνεται ούτε να ανατρέπει την ιστορική αλήθεια της διάπραξης των εγκλημάτων ούτε και να τα εξαγνίζει στο βωμό είτε της ιδεολογίας είτε του ιστορικού ρόλου των πρωταιτίων τους σε κρίσιμες ιστορικές φάσεις (όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό που από την κυρίαρχη σοβιετική ιδεολογία αποκαλείτο «Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος».

Ο Δ.Ν. Μαρωνίτης στην τελευταία συνέντευξή του δήλωσε για την παρούσα κυβέρνηση: «Η Αριστερά σήμερα τινάχτηκε στον αέρα από αυτούς που τους χρειάζεται να στιγματιστούν ως εγκληματίες». Ανεξαρτήτως της βαρύτητας που έχει η λέξη «εγκληματίες», αυτό είναι το άγος από το οποίο προσπαθεί να ξεφύγει η κυβέρνηση. Η αίσθηση πως στα μάτια των Ελλήνων πολιτών η αριστερά, ιδίως υπό τη μορφή της αξίωσης κάθε πολιτικού φορέα να καθίσταται «κυβερνών», κατέρρευσε πλήρως εξαιτίας των σκόπιμων λαθών, των ολέθριων επιλογών, και των ήδη διαψευσμένων ψευδαισθήσεών της ταλανίζει πάντα τη σημερινή κυβέρνηση. Και πιθανόν να την ταλανίζει περαιτέρω όταν η εξουσία δε θα βρίσκεται πια στα χέρια της.

Αντανακλαστικά λοιπόν, η σημερινή κυβέρνηση εκφράζει απόψεις που στο δυτικό κόσμο δεν ασπάζεται σχεδόν κανείς αξιόπιστος συνομιλητής. Θεωρώντας πως υπερασπιζόμενη την κομμουνιστική ιδεολογία ακόμα και στην πιο σκοτεινή έκφρασή της επανεφευρίσκει την αριστερή «παρθενία της», αντί να τοποθετείται στο κέντρο της αριστεράς, απομονώνεται πολιτικά περαιτέρω, απομονώνοντας όμως και τη χώρα την οποία κυβερνά από τον πυρήνα της ευρωπαϊκής ιδεολογίας. Αρνούμενη την ιστορική πραγματικότητα και επιχειρώντας να παραμερίσει με ορμή τα μελανά σημεία μιας ιδεολογίας, καθιστά την ιστορία ή την άρνησή της πυρήνα της ιδεολογίας της. Η εικόνα που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για την αριστερά εν τέλει είναι μια συγκεκριμένη μορφή ανάγνωσης της ιστορίας, μια μεροληπτική ματιά πάνω σε ό,τι έχει ήδη συμβεί. Και αυτό πρέπει πρωτίστως, αφού δε δείχνει να προβληματίζει την ίδια την κυβέρνηση, να προβληματίσει όλους εμάς τους υπολοίπους. Αυτοί που κατοικούν στο παρελθόν, προσπαθώντας μάλιστα να το ξαναγράψουν, λίγη σχέση μπορεί να έχουν με το μέλλον.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: Rene Magritte (1898-1967), "La mémoire"

Δουδωνής, Παναγιώτης

Ο Παναγιώτης Δουδωνής γεννήθηκε το 1990, σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο της Οξφορδης, όπου και πραγματοποίησε επίσης μεταπτυχιακές σπουδές (MJur, MPhil). 

Είναι δικηγόρος από το 2015, με εξειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο, ενώ από το 2018 είναι λέκτορας Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Κολλέγιο Oriel του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Διδάσκει Συνταγματικό, Κοινοβουλευτικό Δίκαιο και Δίκαιο Πολιτικών Κομμάτων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Το βιβλίο του «Το πολιτευμα της συνύπαρξης» κυκλοφόρησε το 2021 από τις Εκδόσεις Αρμός.