Ελάχιστοι θα μπορούσαν να αντιλέξουν στην παραδοχή ότι το εκλογικό σύστημα αποτελεί τον σημαντικότερο θεσμό του ουσιαστικού Συντάγματος που δεν ρυθμίζεται απευθείας στο κείμενο του καταστατικού χάρτη. Αντίθετα καταλείπεται ευρεία ρυθμιστική ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να προκρίνει και να υιοθετεί τις επιλογές που ανταποκρίνονται καλύτερα στις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Η κατ΄αρχήν εύστοχη αποχή του συντακτικού νομοθέτη από τη ρύθμιση του εκλογικού συστήματος αφήνει περιθώρια προσαρμογής του εκάστοτε εκλογικού νόμου στο μεταβαλλόμενο πολιτικό τοπίο και αποτρέπει ανελαστικές καταστάσεις και εμπλοκές που μπορούν να οδηγήσουν σε πολιτικές κρίσεις και ακυβερνησία.
Ταυτόχρονα όμως αφήνεται ανοικτή η δυνατότητα στον κυρίαρχο κομματικό πόλο να ενδώσει στον πειρασμό της εργαλειοποίησης του εκλογικού συστήματος και της ένταξης ενός κορυφαίου θεσμικού ζητήματος στην πολιτική του στρατηγική με την υιοθέτηση διατάξεων που ευνοούν την εκλογική του επικράτηση ή την ευκολότερη άσκηση της διακυβέρνησης. Μέτρο ανάσχεσης αυτού του κινδύνου συνιστά η πρόβλεψη ότι για την άμεση εφαρμογή νέου εκλογικού νόμου απαιτείται η συγκέντρωση πλειοψηφίας των 2/3 των βουλευτών, ειδάλλως ο με συνήθη πλειοψηφία ψηφισμένος εκλογικός νόμος εφαρμόζεται από τις μεθεπόμενες εκλογές. Η συγκεκριμένη διάταξη, προϊόν της αναθεώρησης του 2001, λειτουργεί ως υπενθύμιση της εργαλειακής αντιμετώπισης του εκλογικού συστήματος σε πολλές περιπτώσεις στην ταραγμένη ελληνική πολιτική ιστορία αλλά και ως διακήρυξη της πρόθεσης του τότε πολιτικού κόσμου να απομακρυνθεί από τις κακές πρακτικές του παρελθόντος.
Είναι καιρός να δούμε την εκλογίκευση του εκλογικού συστήματος και την προσαρμογή του στα νέα δεδομένα.
Μέσα σε αυτό το θεσμικό περιβάλλον ευρύτατης ρυθμιστικής ευχέρειας ο εκλογικός νόμος αποτελεί αντανάκλαση του πολιτικού και κομματικού συστήματος που τον υιοθετεί. Είναι υπό αυτή την έννοια τέκνο της συγκυρίας και συμπυκνώνει υπόρρητα τις αντιλήψεις, τις προσδοκίες, τους φόβους και τις εκτιμήσεις των εισηγητών του για το τι μέλλει γενέσθαι στο πολιτικό σύστημα. Έχει, συνεπώς, κάποια αξία να παρακολουθήσουμε πώς διαμορφώθηκε ο ισχύων σήμερα εκλογικός νόμος, ποια στάδια επεξεργασίας διήλθε μέχρι την τελική μορφή του και υπό ποιες πολιτικές συνθήκες προέκυψε.
Η αρχική εκδοχή που προέβλεπε εκλογική ενίσχυση 40 εδρών ψηφίστηκε λίγο πριν τις εκλογές του 2004 και την πολιτική αλλαγή που αυτές επέφεραν. Το Πασοκ, το κόμμα που το εισηγήθηκε, προχώρησε στην αλλαγή του τότε ισχύοντος νόμου εισάγοντας ένα σύστημα που περιόριζε δραστικά την ενίσχυση του πρώτου κόμματος, απέδιδε ικανοποιητικότατους δείκτες αντιπροσώπευσης για τα μικρότερα κόμματα και αύξανε σημαντικά τον πήχη για την επίτευξη της αυτοδυναμίας. Το νέο σύστημα μπορούσε θεωρητικά να ευνοήσει την μακροημέρευσή του στην εξουσία μέσα από τη σύμπραξη με κοινοβουλευτικές δυνάμεις στα αριστερά του, έστω και μετά από μία παρένθεση κεντροδεξιάς διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας που στη δεδομένη πολιτική συγκυρία έμοιαζε λιγότερο ευέλικτη και με μικρότερα περιθώρια για συνεργασίες. Στη πρώτη εφαρμογή με την πρωτότυπη μορφή του στις εκλογές του 2007, καθότι δεν συγκεντρώθηκε ο απαραίτητος αριθμός βουλευτών για την άμεση εφαρμογή του, ο εκλογικός νόμος «Σκανδαλίδη», όπως ονομάστηκε απ’ τον εισηγητή Υπουργό, έδωσε οριακή πλειοψηφία στη Νέα Δημοκρατία επιταχύνοντας τη φθορά και την πτώση της.
Αμέσως μετά και υπό το κράτος μιας δύσκολα διαχειρίσιμης οριακής πλειοψηφίας αλλά πάντως πριν την οριστική μεταστροφή του πολιτικού κλίματος υπέρ του Πασοκ, η Νέα Δημοκρατία προχώρησε στην αύξηση της πριμοδότησης σε 50 έδρες και στον αποκλεισμό των συνασπισμών κομμάτων από αυτή σε μια μάλλον υστερόβουλη κίνηση που ίσως προδιέγραφε έναν εκλογικό αιφνιδιασμό με την ελπίδα ενίσχυσης της πλειοψηφίας της. Οι αλλαγές αυτές παρά τον φαινομενικά παραμετρικό χαρακτήρα τους μετέβαλαν ουσιωδώς τη φυσιογνωμία και τη σύλληψη του αρχικού νόμου. Έτσι το εκλογικό σύστημα έλαβε την παρούσα μορφή του μέσα σε ένα πλαίσιο σπουδής και προχειρότητας.
Οι αλλαγές αυτές μετέβαλαν ουσιωδώς τη φυσιογνωμία και τη σύλληψη του αρχικού νόμου.
Όλο συχνότερα και εντονότερα ο εκλογικός νόμος γίνεται αντικείμενο κρίσεων και επικρίσεων σε πολιτικό αλλά και νομικό-συνταγματικό επίπεδο αναφορικά με την λειτουργικότητά του στην παρούσα διαμόρφωση του κομματικού συστήματος αλλά και τη συμβατότητα του με το Σύνταγμα.
Οι μομφές που αποδίδονται στο εκλογικό σύστημα περιστρέφονται κυρίως γύρω από τρεις άξονες. Πρώτον, το εκλογικό «δώρο» των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα κρίνεται απαράδεκτα γενναιόδωρο σε ένα κομματικό τοπίο όπου ο κυρίαρχος σχηματισμός υπολείπεται κατά πολύ των ποσοστών που ιστορικά επετύγχαναν οι νικητές των εκλογών από τη μετεμφυλιακή έως και την προμνημονιακή περίοδο. Υπό αυτή τη συνθήκη το μπόνους αντιπροσωπεύει ένα δυσανάλογα υψηλό ποσοστό των εδρών που καταλαμβάνει ο πρωτεύσας συνδυασμός.
Δεύτερον και συναφές με το πρώτο, η ενίσχυση του πρώτου κόμματος επιτυγχάνεται άνευ όρων και προϋποθέσεων. Δεν τίθεται κάποιος ποσοστιαίος πήχης, τον όποιο οφείλει να υπερβεί ο νικητής των εκλογών προκειμένου να λάβει το μπόνους των 50 εδρών, ούτε ένα όριο διαφοράς από το δεύτερο κόμμα, η υπέρβαση του οποίου θα καθιστούσε την πριμοδότηση ευχερέστερα δικαιολογήσιμη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα συνδυασμοί με ελάχιστη διαφορά εκλογικής δύναμης να παρουσιάζουν αβυσσαλέα διαφορά κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.
Τρίτον, η δυσμενής αντιμετώπιση των συνασπισμών κομμάτων που αποκλείονται από την ενίσχυση εν σχέσει με τα ενιαία κόμματα που αποκλειστικώς ωφελούνται από αυτή. Φύλλο συκής αυτής της διαφοροποίησης που αποτέλεσε κοινό τόπο στην πλειοψηφία των εκλογικών νόμων της «ενισχυμένης» αναλογικής υπήρξε η θεωρητικά μεγαλύτερη συνοχή κι ομοιογένεια των ενιαίων κομμάτων. Κατά τούτο η επίμαχη διάταξη εισάγει ένα αμάχητο τεκμήριο συνοχής υπέρ των ενιαίων κομμάτων, αποθαρρύνει το σχηματισμό εκλογικών συνεργασιών από κόμματα που παρά τις προγραμματικές συγκλίσεις θέλουν να διατηρήσουν την οργανωτική αυτοτέλειά τους και λειτουργεί πατερναλιστικά προς το εκλογικό σώμα, το οποίο έχει σε κάθε περίπτωση την αρμοδιότητα να αξιολογήσει και να κρίνει προεκλογικά την ομοιογένεια και τη μακροπρόθεσμη συνοχή των διάφορων συνεργασιών χωρίς νομοθετικές προτροπές κι υπαγορεύσεις.
Αυτά σε γενικές γραμμές είναι τα ευάλωτα σημεία του ισχύοντος εκλογικού συστήματος που αναδεικνύονται εντονότερα στο δημόσιο διάλογο και πυροδοτούν τα διάφορα αιτήματα αναθεώρησης του. Και πράγματι είναι σε μεγάλο βαθμό ακριβή και χρήζουν αντιμετώπισης. Αν αναλογιστούμε το εκλογικό σύστημα ως τον πολιτικό και μαθηματικό μετασχηματιστή που μετατρέπει τις ψήφους των εκλογών σε αποφασιστικό συσχετισμό δυνάμεων στη Βουλή, δύο είναι οι αρχές που οφείλει στο μέτρο του δυνατού ισόρροπα να ικανοποιεί η λειτουργία του. Αφενός η κυβερνησιμότητα της χώρας με την ανάδειξη βιώσιμων κυβερνήσεων και αφετέρου η όσο γίνεται μικρότερη παραμόρφωση της δύναμης των κομμάτων όπως αυτή κατανέμεται από το εκλογικό σώμα.
Με την παρούσα διαμόρφωση του ο εκλογικός νόμος θέτει σημαντικά εμπόδια και στα δύο. Η άνευ όρων ενίσχυση του πρώτου κόμματος ακόμα και με χαμηλές εκλογικές επιδόσεις καθιστά κάθε δυνατότητα κυβερνητικής λύσης χωρίς τη συμμετοχή του ανέφικτη. Με αυτόν τον τρόπο μια πιθανή δυστροπία του ως προς τη συνεργασία με άλλα κόμματα ακυρώνει κάθε εναλλακτική, ενώ η επανάληψη των εκλογών για την εκβίαση μεγαλύτερης πλειοψηφίας καθίσταται θελκτική. Περαιτέρω, η μονομερής ενίσχυση του σχετικώς πλειοψηφήσαντος κόμματος ευνοεί εμβαλωματικές κυβερνητικές λύσεις με την προσκόλληση στον ισχυρό εταίρο ενός μικρότερου κόμματος με αδιαφανείς συμφωνίες νομής της εξουσίας, ενώ διαφορετικά θα μπορούσαν να επιτραπούν ευρύτερες συναινέσεις που θα εξασφάλιζαν πολιτική σταθερότητα και βαθύ ορίζοντα διακυβέρνησης, ιδιαίτερα κρίσιμα μεγέθη και από οικονομική άποψη. Αλλά και η αντιπολίτευση, ιδίως η μείζων, βολεύεται σε μία κατάσταση αποχής από την ευθύνη και αναμονής της φθοράς της κυβέρνησης, η οποία όπως αποδεικνύει η πρόσφατη εμπειρία μέσα σε περιβάλλον οικονομικής κρίσης και κοινωνικής δυσαρέσκειας έρχεται γρήγορα και είναι καταλυτική.
Λόγω εκλογικού συστήματος οδηγηθήκαμε σε τέσσερις άσκοπες και εκβιαστικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι λόγω εκλογικού συστήματος οδηγηθήκαμε σε τέσσερις άσκοπες και εκβιαστικές εκλογικές αναμετρήσεις που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα συνέβαιναν αν αυτοί που τις προκάλεσαν δεν ήλπιζαν στην άνοδό ή τη διατήρησή τους στην εξουσία μέσω φυσικά του μπόνους των 50 εδρών. Αρχικά το Μάϊο και τον Ιούνιο του 2012 διακόπηκε ο βίος της κυβέρνησης Παπαδήμου μολονότι η τότε αξιωματική αντιπολίτευση είχε ήδη προσχωρήσει στη λογική του μνημονίου. Στη συνέχεια ήρθε η διάλυση της Βουλής λόγω τεχνητής αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας και οι εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου και τέλος οι εκλογές του Σεπτεμβρίου για την κάθαρση του Σύριζα από τις ανεπιθύμητες πλέον αντιμνημονιακές φωνές, μολονότι είχε φανεί ότι η τότε Βουλή μπορούσε να στηρίξει τη νέα στρατηγική της κυβέρνησης.
Είναι, επομένως, καιρός να δούμε με σοβαρότητα και νηφαλιότητα την εκλογίκευση του εκλογικού συστήματος και την προσαρμογή του στα νέα πολιτικά και κοινωνικά δεδομένα και τις ανάγκες διακυβέρνησης σε περίοδο κρίσης. Η γενναιόδωρη ενίσχυση του νικητή των εκλογών είναι μια βαθιά ριζωμένη παράδοση που λειτούργησε για μεγάλα χρονικά διαστήματα εξασφαλίζοντας κυβερνητική σταθερότητα μέσα σε ένα ολιγοκομματικό πολιτικό σύστημα όπου δέσποζαν δύο μεγάλες παρατάξεις που αθροιστικά εξέφραζαν διαχρονικά πάνω από το 80% του εκλογικού σώματος. Πλέον όμως επικρατούν η υπέρβαση των παραδοσιακών πολιτικών τομών, η χαλάρωση των κομματικών δεσμών, η διασπορά και ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων.
Ταυτόχρονα, η πραγματική οικονομία και η δημοσιονομική προσαρμογή δεν αντέχουν το τίμημα κι άλλων επίδοξων πρωθυπουργών του 30% - 35%. Πολύ περισσότερο δεν αντέχουν την καλλιέργεια ψευδαισθήσεων, την προβολή εύκολων λύσεων, το διχαστικό λόγο, την τεχνητή πόλωση και το κρυφτό με την ευθύνη. Η αλλαγή, συνεπώς, του εκλογικού συστήματος δε χρειάζεται μόνο για τη διόρθωση των προφανών ανακολουθιών και παραλογισμών του ή της ενδεχόμενης αντισυνταγματικότητας σημείων του αλλά πρωτίστως για τη δημιουργία του θεσμικού περιβάλλοντος που θα διευκολύνει την άμβλυνση των πολιτικών πτυχών του οικονομικού προβλήματος με τη σταθεροποίηση του εκλογικού κύκλου και την αποφυγή ακραίων και άσκοπων πολώσεων σε κομματικό και κοινωνικό επίπεδο. Το ζήτημα της αλλαγής του εκλογικού νόμου πρέπει να εκληφθεί ως μια συλλογική άσκηση θεσμικής ευθύνης από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων.
Η όποια ενίσχυση θα δίδεται στο πρώτο κόμμα υπό το κράτος ενός νέου συστήματος οφείλει να υπακούει σε αυστηρά κριτήρια, να είναι σταθμισμένη και ανάλογη προς την εκλογική επίδοση και τη διαφορά του από τους επόμενους, να μην αποκλείει τα συμμαχικά σχήματα και τις συγκλίσεις. Οι μηχανισμοί σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να είναι η εξάρτηση ενός σαφώς μικρότερου μπόνους από την υπέρβαση συγκεκριμένου ποσοστού, η πρόβλεψη ότι το εκλογικό δώρο δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά ένα ποσοστό την άνευ αυτού δύναμη του κόμματος, η υιοθέτηση κλίμακας που οι έδρες της ενίσχυσης θα βαίνουν αυξανόμενες σε συνάρτηση με το εκλογικό ποσοστό ή ο,τι άλλο δύναται τεχνικά να εξασφαλίσει μια μετριοπαθέστερη ώθηση χωρίς τα μειονεκτήματα της παρούσας διαμόρφωσης. Υπάρχει βέβαια πάντα και η λύση του αμιγώς αναλογικού συστήματος με τα γνωστά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Στο πρόσφατο συμβούλιο πολιτικών αρχηγών συζητήθηκε σύμφωνα με πληροφορίες το θέμα του εκλογικού νόμου και διαπιστώθηκε με την εξαίρεση της Νέας Δημοκρατίας ένας κατ΄αρχήν κοινός τόπος για την αορίστως επί το αναλογικότερο αλλαγή του. Ας μην τρέφουμε όμως υπερβολικές προσδοκίες. Ο σημερινός καχεκτικός, όπως έχει εύστοχα χαρακτηριστεί, δικομματισμός είναι γέννημα θρέμμα αυτού ακριβώς του εκλογικού συστήματος και δύσκολα θα προχωρήσει η ουσιαστική τουλάχιστον αλλαγή του.
Απαιτείται μια οιονεί πολιτική «μητροκτονία» από τις κατεξοχήν ευνοημένες δυνάμεις.
Η Νέα Δημοκρατία στην κυριολεξία διασώθηκε χάρη σε αυτό, αφού αναδείχθηκε μετά τις εκλογές του Μαΐου του 2012 στον κύριο πόλο συσπείρωσης των κοινωνικών δυνάμεων που έβλεπαν απειλητική την προοπτική διακυβέρνησης του Σύριζα και βρέθηκε από το ιστορικό της χαμηλό στην κυβέρνηση, ενώ εξακολούθησε να δείχνει μια σχετική αντοχή. Αντίστοιχα, ο Σύριζα αναδείχθηκε κυβέρνηση συσπειρώνοντας μεγάλο μέρος της κοινωνικής βάσης της κεντροαριστεράς και ήταν αυτό το εκλογικό σύστημα που του επέτρεψε να επιλέξει έναν βολικό γι αυτόν κυβερνητικό εταίρο χωρίς να χρειαστεί τουλάχιστον σε πρώτη φάση να συμμαχήσει με αυτούς που κατακεραύνωνε. Απαιτείται εν ολίγοις μια οιονεί πολιτική «μητροκτονία» από τις κατεξοχήν ευνοημένες δυνάμεις.
Άρα, η όποια αλλαγή είτε θα περάσει από την κινητοποίηση και την πίεση της κοινωνίας των πολιτών, η οποία όμως δεν έχει επιδείξει μέχρι σήμερα ανάλογα αντανακλαστικά ιδιαίτερα για ένα θέμα θεσμικά κορυφαίο αλλά εν πολλοίς τεχνικό και δυσπρόσιτο είτε θα προκύψει ως αποτέλεσμα ενός νέου σταδίου ριζικής πολιτικής ανακατανομής είτε θα αποτελέσει το προαπαιτούμενο που απρόθυμα θα υιοθετήσει η κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσει μια μελλοντική διεύρυνση της πλειοψηφίας της.
* O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: Sir George Hayter (1792 –1871), Reform Act 1832