Ο πολιτικός χάρτης της Τουρκίας, όπως διαμορφώθηκε μετά το δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής είναι απόλυτα διαφωτιστικός. Η πραγματικότητα της κατάτμησης της χώρας είναι ξεκάθαρη και γι’ αυτό εξαιρετικά ανησυχητική.
Η πρώτη ζώνη, αυτή του «Όχι» αιφνιδιάζει. Για πρώτη φορά εδώ και μία δεκαετία ο Ταγίπ Ερντογάν και το πολιτικό Ισλάμ που επαγγέλλεται σημειώνει εδαφική απώλεια στον άξονα Κωνσταντινούπολης – Άγκυρας. Η Νικομήδεια, το τερατώδες αυτό βιομηχανικό κέντρο και η επέκταση του προς την πρωτεύουσα, επίσης γιγαντιαίο βιομηχανικό και διοικητικό σύμπλεγμα, πέρασαν στο αντίπαλο στρατόπεδο. Επίσης αιφνιδιάζει η επέκταση της παρόχθιας ζώνης του Αιγαίου που αρχίζει ήδη από την Αδριανούπολη. Αυτή η ζώνη επεκτείνεται πλέον και πέρα από την Αττάλεια στην Αν. μεσόγειο για να καταλήξει στα ιδιαιτέρως συντηρητικά Άδανα.
Για πρώτη φορά ο Ταγίπ Ερντογάν σημειώνει εδαφική απώλεια στον άξονα Κωνσταντινούπολης – Άγκυρας.
Σε αυτόν τον χώρο του «Όχι» συμπεριλαμβάνεται το 70% περίπου της παραγωγής του ΑΕΠ της Τουρκίας. Πέραν της πολιτικής άλγεβρας δηλαδή που αλλάζει καταλυτικά τους συσχετισμούς, υπάρχει και μία αναντίρρητη σημειολογία. Ο πυρήνας της Οικονομίας σε όλες τις εκφάνσεις του τοποθετήθηκε αρνητικά στην ιδεολογική επιλογή του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, δηλαδή την σαρωτική «Αποδυτικοποίηση» της χώρας. Διότι αυτό είναι το κυρίαρχο ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολεί τα αρμόδια κέντρα ανάλυσης της Δύσης. Η εμμονή του «Συστήματος Ερντογάν» να επιβάλει στην Τουρκία την εκδοχή του «Σουνιτικού Ιράν». Σε αυτήν την εκδοχή – προοπτική απάντησε ο χώρος του «Όχι».
Ο δεύτερος χώρος αυτός του «Ναι» εξακολουθεί να είναι συμπαγής στην ίδια την κοιτίδα του αν και σημειώνει απώλειες στρατηγικής σημασίας. Το «Ναι» κέρδισε μεν στην Καισάρεια ή το Ικόνιο αλλά με χαμηλότερα ποσοστά από εκείνα που συνήθιζε να συγκεντρώνει το κυβερνών κόμμα του ΑΚΡ. Ο χώρος αυτός που συγκροτεί και τον ιδεολογικό πυρήνα του εγχειρήματος Ερντογάν, κατάφερε να κυριαρχήσει κατά την πρόσφατη δεκαετία ως σύστημα των «Τίγρεων της Ανατολίας» αυτοτροφοδοτούμενο από μία πληθυσμιακή μάζα η οποία από το 1919 και την εσωτερική ανατροπή του Κεμάλ Ατατούρκ έως τις αρχές αυτού του αιώνα ήταν ο «παρακατιανός» συγγενής της σύγχρονης Τουρκίας. Αυτή η αναβάθμιση της Ανατολίας σε πολιτικό και οικονομικό πόλο προσέδωσε στο εγχείρημα Ερντογάν την κυρίαρχη ιδεολογική δυναμική. Η άγνωστη Τουρκία στο προσκήνιο. Θυμίζει, τηρουμένων των αναλογικών και όλων των αναγκαίων επιφυλάξεων την ανατροπή που βίωσε η Ελλάδα κατά την δεκαετία του ’80.
Ο συμπαγής χώρος του «Ναι» ως προς το οικονομικό του μέγεθος συμπεριφέρεται συμπληρωματικά στη συνολική σύνθεση ντου ΑΕΠ της χώρας. Ωστόσο ακολουθώντας τα τερατώδη ποσοστά ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου κατάφερε να αναβαθμιστεί σε μία δυναμική παρουσία στη μεσαία βιομηχανική παραγωγή, σε μονάδες νέα τεχνολογίας ακόμη και σε εκείνες παραγωγής περιορισμένου βεληνεκούς οπλικών συστημάτων αλλά ακόμη και στον τραπεζικό τομέα, ιδιαίτερα εκείνον του «Τραπεζικού Ισλάμ». Η οικονομική αυτή δραστηριότητα συνέβαλε στην διαμόρφωση μιας νέας μεσαίας, ισλαμικής πολιτικά κοινωνικής τάξης. Αυτή η νέα κοινωνική οντότητα επάνδρωσε και το «Σύστημα Ερντογάν».
Ο τρίτος χώρος, και αυτός του «Όχι» είναι αυτός του κουρδικού στοιχείου. Παρατηρεί κανείς πώς το στρατηγικό βάθος αυτού του χώρου στην Νοτιοανατολική Τουρκία είναι σημαντικά επεκτάσιμος προς την Συρία νοτίως και προς το ΙΡΑΚ ανατολικά. Το κουρδικό στοιχείο στην ευρεία πλειοψηφία του και με ένα συμπαγές « Όχι» εκφράζει την απόφαση να διεκδικήσει έναντι του «Συστήματος Ερντογάν» την πολιτική κατ’ αρχήν αυτοδυναμία του και αυτό σε καιρούς πολύπλοκους, εδαφικά ρευστούς και γεωπολιτικά ανατρεπτικούς στην Εγγύς Ανατολή. Παρ’ όλα αυτά τα ποσοστά του Ερντογάν στην περιοχή αυτή αυξήθηκαν συγκριτικά με προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Το αμφίσημο αυτό φαινόμενο εξηγείται. Το διακύβευμα του δημοψηφίσματος πέραν του ορατού πολιτικού στοιχείου συμπεριελάμβανε στον ιδεολογικό του πυρήνα και το δογματικό στοιχείο. Εκείνο του πολιτικού Ισλάμ και συγκεκριμένα της σουνιτικής εκδοχής του. Πρόκειται για μία «ταυτότητα» που συνδέει το κουρδικό στοιχείο με τον τουρκικό χώρο εδώ και αιώνες . Αυτή σύνδεση ξεπερνά ενίοτε την εθνική αντιπαλότητα. Άλλωστε η θρησκευτική διάσταση στο Ισλάμ ιστορικά ανέκαθεν υπερκάλυπτε την εθνική ταυτότητα.
Τα στρατόπεδο του « Όχι» είναι κατακερματισμένο και κυρίως ασύνδετο.
Υφίσταται και ένας τέταρτος «ημιχώρος», αυτός της Κωνσταντινούπολης. Το μητροπολιτικό αυτό κέντρο των 17 εκατομμυρίων, για πρώτη φορά άλλαξε στρατόπεδο. Άλλωστε η Πόλη ήταν και η αφετηρία της πολιτικής καριέρας του Ταγίπ Ερντογάν όταν ο σημερινός πρόεδρος κατάφερε να αναδειχθεί δήμαρχος με αντίπαλο τον γνωστό μουσικό και συγγραφέα Ζουλφί Λιβανελί.
Η ζώνη της μητροπολιτικής Κωνσταντινούπολης με την επέκταση της στην ασιατική ακτή και την Νικομήδεια συγκεντρώνει ένα θηριώδες ΑΕΠ που ξεπερνά αυτό του Λουξεμβούργου. Από μόνος του αυτός ο χώρος συμπεριφέρεται ως χώρα εντός της χώρας. Το γεγονός ότι το «Σύστημα Ερντογάν» απώλεσε όλα τα σημαντικά αστικά κέντρα συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Κωνσταντινούπολης, της Άγκυρας και των Αδάνων, πιστοποιεί μία ποιοτικά αλλαγή στους υφιστάμενους συσχετισμούς. Αντιπολίτευση. Το μέγα ερώτημα.
Θα ανέμενε κανείς πώς το πολιτικό αποτέλεσμα της δυναμικής που αναπτύχθηκε κατά το δημοψήφισμα θα ήταν ανάλογο της κατ΄ουσίαν πολιτικής ήττας του συστήματος Ερντογάν. Δεν υφίσταται ωστόσο κάτι τέτοιο. Τα στρατόπεδο του « Όχι» είναι κατακερματισμένο και κυρίως ασύνδετο, συμπεριφέρεται με χαώδεις ελλειπτικές τροχιές και είναι εξαιρετικά ευάλωτο μπρος στη συμπαγή πολιτική αρχιτεκτονική του κυβερνώντος κόμματος και της ιδεολογία του πολιτικού Ισλάμ. Αυτό είναι και η πρώτη πολιτική αίσθηση.
Η αξιωματική αντιπολίτευση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος είναι το ίδιο συντηρητική, αν όχι περισσότερο εθνικιστική και ισόποσα λαϊκιστική με το ΑΚΡ. Είναι οι επίδοξοι συνεχιστές του Κεμαλισμού που πλειοδοτούν σε εθνικισμό, καταγγέλλουν την διαδικασία στο Κυπριακό, φέρνουν στο προσκήνιο την διεκδίκηση των 18 νησίδων, βραχονησίδων και νήσων στο Αιγαίο, αρνούνται την πολιτική λύση στο κουρδικό ζήτημα, προσδοκούν στην εμπλοκή της Τουρκίας στη Μοσούλη και το Κιρκούκ, συνοδοιπορούν με τον Ερντογάν (επί της ουσίας) στην επιθετική αντιμετώπιση των Κούρδων της Συρίας.
Αυτή η αξιωματική αντιπολίτευση ουδεμία σχέση έχει με το άλλο κομμάτι του «Όχι» που αποτελείται από τα παιδιά της εξέγερσης του Γκεζί, τους φιλοευρωπαϊστές μεσοαστούς, τους φιλελεύθερους κοσμικούς, του κεντροαριστερούς, τους εκπροσώπους των κοσμικών ελίτ, τους τραπεζικούς και επιχειρηματικούς κύκλους, τους ελέγχοντες τα Logistics και τις νέες τεχνολογίες, δηλαδή του λεγόμενους Bejaz Turk, τους «λευκούς τούρκους» που ανέκαθεν «καθοδηγούσαν» την post Kemal σύγχρονη Τουρκία.
Οι ψύχραιμοι παρατηρητές εντός και εκτός (πιά) Τουρκίας καταλήγουν στο συμπέρασμα (εν θερμώ είναι η αλήθεια), πώς αν δεν αναληφθεί ή αναδειχθεί κάποια σοβαρή πολιτική πρωτοβουλία με άξονα την συσπείρωση του πολιτικού κέντρου (ανύπαρκτου ακόμη και σε σχεδιάγραμμα) , το στρατόπεδο του «Όχι» μπορεί να ξεφουσκώσει με ταχύτατους ρυθμούς. Παράλληλα εκφράζουν την πεποίθηση πώς αργά η γρήγορα, η δυναμική του εθνικολαϊκισμού όπως εκφράζεται από τους ακροδεξιούς του Ντεβλέτ Μπαχτσελί η από τον υπερσυντηρητικό πυρήνα των Ρεπουμπλικανών, θα απορροφηθεί από την αυθεντικότερη και ευρύτερη αγκαλιά του πολιτικού Ισλάμ που εκφράζεται από το «Σύστημα Ερντογάν».
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Namık İsmail (1890 – 1935), Sedirde Uzanan Kadın