Η οικονομική πολιτική είναι από τα κατεξοχήν πεδία όπου η ήρα διαχωρίζεται από το σιτάρι όταν φτάνεις στο «δια ταύτα» - εκεί που τα ευχολόγια και η φαιδρότητα κατατροπώνονται από τους αριθμούς και την πραγματικότητα. Κι αυτό επειδή τόσο η χάραξη όσο κι η άσκηση οικονομικής πολιτικής απαιτούν να αντιλαμβάνεσαι κάποιες έννοιες, όπως αυτή του «οριακού», ως εκ των ουκ άνευ εργαλείων οικονομικής ανάλυσης και να κατανοείς τη σημασία τους για τις δομές μιας οικονομίας.
Τα εγχειρίδια οικονομικής θεωρίας παρουσιάζουν το «οριακό» (π.χ. οριακή χρησιμότητα, οριακό κόστος, οριακή απόδοση παραγωγής) ως μαθηματικό εργαλείο προσέγγισης μιας επιθυμητής κατάστασης. Όμως εξίσου σημαντική είναι η έννοια του «οριακού» όταν αφορά στην κρισιμότητα της κατάστασης στην οποία ήδη βρίσκεσαι και που έχει να κάνει τις περισσότερες φορές με την ύπαρξη πολλαπλών δυνητικών εξελίξεων (τόσο καλών όσο κακών κι εξίσου πιθανών). Μια έννοια την οποία η λαϊκή μας σοφία προσπαθεί να αποδώσει ως «η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει» ενώ εκείνη των Αράβων (ακόμα καλύτερα ίσως) ως «το κομμάτι άχυρο που θα κάνει την καμήλα να καταρρεύσει».
Επιλέξαμε ως λαός να αναθέσουμε τις τύχες της χώρας σε πρωθυπουργούς που απεδείχθησαν κατώτεροι των περιστάσεων.
Υπό το πρίσμα αυτής της έννοιας το οικονομικό (και συνεπώς κοινωνικό-πολιτικό) δράμα που ζούμε την τελευταία πενταετία εμφανίζεται ως αιτιατό μιας ακολουθίας τραγικά λανθασμένων επιλογών κατά την τελευταία δεκαετία. Επιλέξαμε ως λαός να αναθέσουμε τις τύχες της χώρας σε πρωθυπουργούς που απεδείχθησαν εκ των πραγμάτων κατώτεροι των περιστάσεων – ακριβώς επειδή δεν αντιληφθήκαμε συλλογικά την οριακότητα αυτών των περιστάσεων.
Δεν συλλάβαμε έγκαιρα το πόσο οριακό ήταν το απόλυτο ξεχαρβάλωμα της διακυβέρνησης Καραμανλή. Και δεν αναφέρομαι στις πολύ μεγάλες απώλειες από την απίστευτη ανικανότητα στην «αναχαίτιση του στρατηγού ανέμου» το καλοκαίρι του 2007. Ούτε στην εξίσου απίστευτη αδυναμία περιφρούρησης του θεσμικού ρόλου του κράτους όσον αφορά στην επιβολή της έννομης τάξης (κι άρα σε μια δημοκρατία την προστασία της ατομικής ελευθερίας) τον Δεκέμβρη του 2008. Ούτε και στο όργιο των προσλήψεων - αφού προηγουμένως είχε καταστρατηγηθεί με την εισαγωγή της περιβόητης συνέντευξης (που εξακολουθεί να περιφρουρείται ως θεσμός με πάθος από εκείνους που αντιμετωπίζουν το να είναι κανείς άριστος ή έστω κατάλληλος ως θεομηνία) το πνεύμα του νόμου Πεπονή, μια από τις πλέον σημαντικές προσπάθειες εκσυχρονισμού του δημοσίου των τελευταίων δεκαετιών. Ούτε στη λεηλασία των περιουσιακών στοιχείων δημοσίων οργανισμών - υπό την πεφωτισμένη διοίκηση των «golden boys» (και των εξίσου χρυσωμένων κουμπάρων) και φυσικά τη συγκατάθεση των αντίστοιχων συνδικαλιστικών ηγεσιών (εξασφαλισμένη, τουλάχιστον στην περίπτωση της ΔΕΗ, με τη δοκιμασμένη μέθοδο του «δανεισμού» των εργατικών σωματείων).
Δεν συλλάβαμε έγκαιρα το πόσο οριακό ήταν το απόλυτο ξεχαρβάλωμα της διακυβέρνησης Καραμανλή.
Αναφέρομαι σε μια πιο συγκεκριμένα οικονομική και πολύ πιο οριακή κατάσταση. Στον εκρηκτικό συντονισμό της ιλιγγιώδους αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος με τη ραγδαία μείωση της περιόδου αποπληρωμής του χρέους. Είναι υποθέτω χωρίς παγκόσμιο ιστορικό προηγούμενο για μια μη εμπόλεμη χώρα να πρέπει να χρηματοδοτήσει ένα πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 10% του ΑΕΠ (βλ. Πίνακα 1) και ταυτόχρονα να αποπληρώσει ένα χρέος που αντιστοιχεί στο σύνολο του ΑΕΠ της μέσα στην επόμενη δεκαετία (βλ. Γράφημα 1). Η διάταξη αποπληρωμής του χρέους που παρέδωσε η κυβέρνηση Καραμανλή απαιτούσε να καταβληθούν τουλάχιστον 135 δισ. ως το 2014 κι άλλα 90 δισ. ως το 2019, ποσά που αθροιστικά άγγιζαν το ΑΕΠ του 2009.
Γράφημα 1: ΟΜΟΛΟΓΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ (29/04/2010)
Σημείωση: Τα στοιχεία προέρχονται από την τράπεζα δεδομένων DDIS του Bloomberg στις 29/04/2010. Το ποσό για το έτος 2010 αφορά το διάστημα μετά τις 29/04/2010.
Και το πόσο οριακός ήταν αυτός ο συνδυασμός δεν αφορούσε μόνο στο ότι θα αποτελούσε (με σχετικούς όρους) ωρολογιακή βόμβα μεγατόνων για τα δημοσιονομικά οποιασδήποτε οικονομίας.[1] Αφορούσε και σε αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούμε «κόστος της χαμένης ευκαιρίας». Γιατί η κυβέρνηση Καραμανλή παρέλαβε μια εύρωστη χώρα με δρομολογημένα αν όχι ήδη επιλυμένα τα πλέον σημαντικά θέματα που καλείται να αντιμετωπίσει συνήθως μια αναδυόμενη οικονομία (όπως η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, η επίτευξη ζωτικής σημασίας εθνικών στόχων, η ανάδειξη της μεσαίας τάξης ως βασικός οικονομικό-πολιτικός πυλώνας, η εγκατάσταση υποδομών για την εγχώρια παραγωγή και κατανάλωση κτλ.). Βρέθηκε μπροστά στη μοναδική για τα ελληνικά χρονικά ευκαιρία να επικεντρωθεί στην αναδιοργάνωση των δομών της εγχώριας οικονομικής παραγωγής και της λειτουργίας του κράτους ενώ η χώρα διέθετε σημαντικά αποθέματα πλούτου και κοινωνικής συνοχής.
Μια χείριστη κυβέρνηση αντικαταστάθηκε από μια ανίκανη να διαβλέψει κι ακατάλληλη να χειριστεί την κρισιμότητα της περίστασης.
Όμως το δυνητικό σενάριο στο οποίο ένας στοιχειώδης σεβασμός στο εθνικό συμφέρον θα εξασφάλιζε την μακροπρόθεσμη ευημερία της χώρας δεν παίχτηκε. Και δυστυχώς ο νόμος του Murphy ισχύει όταν αντιμετωπίζεις οριακές καταστάσεις. Στην περίπτωσή μας επαληθεύθηκε με την αντικατάσταση μιας χείριστης κυβέρνησης από μια ανίκανη να διαβλέψει κι ακατάλληλη να χειριστεί την κρισιμότητα της περίστασης. Βρεθήκαμε στο κενό χωρίς αλεξίπτωτο. Ιστορική όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ευθύνη του πολιτικού μας συστήματος, την οποία ο Κώστας Σημίτης είχε φροντίσει να αποποιηθεί παραδίδοντας το δαχτυλίδι της διαδοχής στον τότε εκλεκτό των δημοσκοπήσεων. Διότι μια χώρα δεν αφήνεται στην τύχη της – πόσο μάλλον όταν αυτή παίζεται σε ρώσικη ρουλέτα.
Η δημοσιονομική κατάσταση που παρέλαβε προξένησε στην κυβέρνηση Παπανδρέου αρχικά άρνηση και στη συνέχεια πανικό. Υποτίμησε στην αρχή το πρόβλημα για να το ερμηνεύσει μετά αποκλειστικά ως κρίση ρευστότητας. Μια ερμηνεία που (σε πείσμα του ΔΝΤ) υιοθετήθηκε και από τους εταίρους μας στην ευρωζώνη αφού τους εξυπηρετούσε τα μάλα στο να εξασφαλίσουν τον απαραίτητο χρόνο ώστε να αντιμετωπίσουν με όσο το δυνατό μικρότερες απώλειες για τα χρηματοπιστωτικά τους συστήματα την άλλη διάσταση του ελληνικού ζητήματος: αυτή της κρίσης φερεγγυότητας που συνεπαγόταν η χρονική διάταξη αποπληρωμής του χρέους.
Το πρόβλημα με το χρέος ήταν ο δυϊσμός της κρίσης: μια οξύτατη έλλειψη ρευστότητας συγχρονίστηκε με μια ολική απώλεια φερεγγυότητας.
Το πραγματικό πρόβλημα με το ελληνικό χρέος ωστόσο ήταν ο δυϊσμός της κρίσης: το γεγονός πως μια οξύτατη έλλειψη ρευστότητας συγχρονίστηκε με μια ολική σχεδόν απώλεια φερεγγυότητας. Η τέλεια χρηματοπιστωτική καταιγίδα - που έχει παγκοσμίως γονατίσει πάλαι ποτέ κραταιές εθνικές οικονομίες κι αφανίσει εταιρικούς κολοσσούς. Και που καθιστούσε την αναδιάρθρωση του μεσοπρόθεσμου χρέους εξίσου απαραίτητη με την εξασφάλιση προσωρινής ρευστότητας.
Δυστυχώς όμως η αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος αποκλειστικά ως κρίση ρευστότητας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μνημονίου του 2010 - μιας δανειακής σύμβασης 110 δισ. τα οποία θα χορηγούνταν και θα αποπληρώνονταν σταδιακά κατά την επόμενη πενταετία. Ως σχέδιο πιστωτικής κάλυψης, η σύμβαση αυτή φιλοδοξούσε να φέρει σε βάθος πενταετίας το αστρονομικό έλλειμμα της κυβέρνησης Καραμανλή σε επίπεδα μικρότερα του 3% του ΑΕΠ. Άφηνε όμως στην ουσία άθικτη την άλλη διάσταση του κληροδοτήματος Καραμανλή: το εξίσου επιτακτικό θέμα της χρονικής διάταξης των αποπληρωμών του χρέους.
Πίνακας 1: Προβλέψεις κατά την σύνταξη του Μνημονίου Ι
Σημείωση: Βάσει υπολογισμών μου πάνω σε στοιχεία από το IMF Country Report 10/110, Μάιος 2010 (βλ. Table 2, σελ. 27). Οι αριθμοί με αστερίσκο αναφέρονται σε προβλέψεις (κατά τη σύνταξη του πρώτου μνημονίου) ενώ οι υπόλοιποι σε πραγματικά (πάλι κατά τη σύνταξη του πρώτου μνημονίου) αποτελέσματα.
Όπως προκύπτει από τον Πίνακα 1, σχεδόν 28 από το σύνολο των 110 δισ. είχαν υπολογιστεί για την κάλυψη των πρωτογενών ελλειμμάτων κατά την προσπάθεια σταδιακής επανόδου από το δημοσιονομικό χάος. Και το διαθέσιμο υπόλοιπο των 80 δισ. προοριζόταν για την πληρωμή τοκοχρεολυσίων ως το 2014. Όμως μεταξύ των 135 δισ. που εξ αρχής εκκρεμούσαν και των επιπρόσθετων 28 δισ. των πρωτογενών ελλειμμάτων, τα πληρωτέα ως το 2014 τοκοχρεολύσια ανέρχονταν πλέον σε 163 δισ. Που σημαίνει πως οι συγγραφείς του πρώτου μνημονίου προσδοκούσαν πως η Ελλάδα θα επέστρεφε, πριν καν παρέλθουν πέντε χρόνια από μια παρ'ολίγον παταγώδη χρεοκοπία, στις αγορές ομολόγων για να αναχρηματοδοτήσει χρέη της τάξεως των 83 δισ. (δηλ. του 7.2% του συνολικού για την εν λόγω πενταετία προβλεπόμενου ΑΕΠ). Μια τραγική όπως αποδείχθηκε πρόβλεψη που υπογραμμίζει τόσο την οριακή κρισιμότητα της συγκεκριμένης δανειακής σύμβασης όσο και πως ήταν μαθηματικά σχεδόν αδύνατο να τηρηθεί.
Η αδυναμία εφαρμογής του πρώτου μνημονίου άρχισε να διαφαίνεται ως προτετελεσμένο όταν στην κρίση χρέους προστέθηκε μια ακόμη διάσταση – αυτή της απώλειας φερεγγυότητας του πολιτικού μας συστήματος. Που αφορούσε τόσο στις εξωτερικές σχέσεις όσο και στις εσωτερικές δομές της χώρας. Με ευθύνη τόσο της κυβέρνησης Παπανδρέου, που θεώρησε πως είχε τα αποθέματα και τη νομιμοποίηση να αναλάβει μονομερώς κι εργολαβικά τη διάσωση της χώρας, όσο και της τότε αντιπολίτευσης μείζονος αλλά και ελάσσονος (δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται), η οποία μέσα από τις παρωπίδες της μικροπολιτικής σκοπιμότητας ζούσε την δική της άρνηση – ή μάλλον ονείρωξη αφού η άρνηση ύπαρξης κρίσης φερεγγυότητας επεκτάθηκε σε άρνηση και της κρίσης ρευστότητας, αν όχι της πραγματικότητας γενικά.
Πίνακας 2: Προβλέψεις κατά την σύνταξη του Μνημονίου ΙΙ
Σημείωση: Βάσει υπολογισμών μου πάνω σε στοιχεία από το IMF Country Report 12/57, Μάρτιος 2012 (βλ. Table 3 σελ. 67 & Table 9 σελ. 73). Οι αριθμοί με αστερίσκο αναφέρονται σε προβλέψεις (κατά την σύνταξη του δεύτερου μνημονίου) ενώ οι υπόλοιποι σε πραγματικά (πάλι κατά την σύνταξη του δεύτερου μνημονίου) αποτελέσματα.
Ο οριακός χαρακτήρας της δανειακής σύμβασης του 2010 κατέδειξε την αναγκαιότητα της αναδιάρθρωσης του χρέους και του παρελκόμενου δεύτερου μνημονίου το 2012. Η δεύτερη δανειακή σύμβαση προέβλεπε μια πίστωση της τάξης των 173 δισ. για να χρηματοδοτηθεί το κούρεμα και η αναδιάρθρωση του χρέους που κρατούσε ο ιδιωτικός τομέας (γνωστά ως PSI), η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών (δεδομένων των ζημιών τους λόγω του PSI αλλά και της κρίσης) και το αναθεωρημένο χρονοδιάγραμμα της προσπάθειας δημοσιονομικής εξυγίανσης (βλ. Πίνακα 2). [2]
Με το δεύτερο μνημόνιο το χρεοπιστωτικό πρόβλημα αντιμετωπιζόταν συνδυασμένα ως κρίση ρευστότητας και φερεγγυότητας ταυτόχρονα.
Σε σχέση με την πρώτη, η δεύτερη δανειακή σύμβαση βασίστηκε σε σαφώς ευνοϊκότερους χρηματοδοτικούς όρους αφού απαιτούσε μικρότερα επιτόκια ενώ παρείχε πολύ μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα αποπληρωμών (γνωστά ως OSI). Το ειδοποιό όμως χαρακτηριστικό του δεύτερου μνημονίου ήταν πως με καθυστέρηση δύο ετών το χρεοπιστωτικό πρόβλημα της χώρας αντιμετωπιζόταν συνδυασμένα ως κρίση ρευστότητας και φερεγγυότητας ταυτόχρονα.
Γράφημα 2: ΟΜΟΛΟΓΙΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ (PSI - OSI)
Σημείωση: Βάσει υπολογισμών μου πάνω σε στοιχεία από την ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος τον Μάιο του 2012.
Ο πιο απλός ίσως τρόπος να αποτιμήσει κάποιος λογιστικά τη σημασία του συνδυασμού PSI-OSI είναι να δει από την μια το ύψους 107 δις. κούρεμα των χρεογράφων που κρατούσε ο ιδιωτικός τομέας ως διαγραφή του χρέους της πρώτης δανειακής σύμβασης και από την άλλη την επιμήκυνση της χρονικής διάταξης αποπληρωμής του χρέους σε ορίζοντα 28 ετών (βλ. Γράφημα 2) ως απομείωση σε όρους παρούσας αξίας. Χρησιμοποιώντας ως έτος αναφοράς το 2009 και με συντελεστή απόδοσης άμα τη λήξει 4.8%, η νέα χρονική διάταξη αποπληρωμής αντιστοιχεί σε παρούσα αξία 139 δισ.[3] Που συγκρινόμενη με την παρούσα αξία των 183 δισ. της αρχικής διάταξης (βλ. Γράφημα 1) αντιστοιχεί σε όφελος της τάξης των 44 δισ.
Πίνακας 3: Πραγματικά πρωτογενή ελλείμματα 2009-2014
Σημείωση: Βάσει υπολογισμών μου πάνω σε στοιχεία από τα IMF Country Report 14/151, Ιούλιος 2014 (βλ. Table 3 σελ. 45) και IMF Country Report 15/165, Ιούνιος 2015 (βλ. Figure 1, σελ. 19).
Ο συνδυασμός PSI-OSI αναιρεί την πρώτη δανειακή σύμβαση κι απομειώνει το ύψος της δεύτερης στα 80 δισ.
Στους συγκεκριμένους όρους παρούσας αξίας επομένως ο συνδυασμός PSI-OSI αναιρεί την πρώτη δανειακή σύμβαση κι απομειώνει το ύψος της δεύτερης στα 80 δισ.[4] Από αυτό το ποσό σχεδόν 39 δισ. αντιστοιχούν στην παρούσα αξία των πρωτογενών ελλειμμάτων όπως αυτά τελικά εξελίχθησαν κατά την περίοδο 2009-2014 (βλ. Πίνακα 3). Και από τα εναπομείναντα 41 δισ. η παρούσα αξία της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών καταλαμβάνει τα 28 δισ.[5] Το κόστος όμως της ανακεφαλαιοποίησης θα πρέπει να αντισταθμιστεί με τη χρηματιστηριακή αποτίμηση των μετοχών του δημοσίου στις τράπεζες, η οποία στα τέλη του 2014 ανερχόταν σε περίπου 25 δισ. Σε όρους παρούσας αξίας, η χρηματιστηριακή αποτίμηση των μετοχών του δημοσίου ήταν της τάξης των 22 δισ. και η καθαρή επιβάρυνση των δύο δανειακών συμβάσεων για το διάστημα 2010-2014 καταλήγει να είναι της τάξης των 19 δισ.
Σε όρους βέβαια πραγματικού οικονομικού (κι άρα κοινωνικό-πολιτικού) κόστους η χώρα καταγράφει από το 2010 τεράστιες απώλειες - το γεγονός πως το ΑΕΠ συρρικνώθηκε σχεδόν 25% λέει από μόνο του πάρα πολλά. Δεν συνεπάγεται ωστόσο πως αυτές καταλογίζονται εξ' ολοκλήρου στα δύο μνημόνια. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την ύπαρξη εναλλακτικών που θα επέτρεπαν την επιστροφή από το δημοσιονομικό χάος του 2009 μέσα σε μια πενταετία με σημαντικά μικρότερες απώλειες. Το να αντιστρέψεις όμως ένα πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 10% σε πλεόνασμα απαιτεί εξ' ορισμού μια πολλαπλάσια συρρίκνωση του ΑΕΠ. Ο δε πολλαπλασιαστής συρρίκνωσης (καθώς και το επακόλουθο οικονομικό-κοινωνικό κόστος) είναι συνήθως αντιστρόφως ανάλογος της ταχύτητας της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Που σημαίνει πως μια άτακτη χρεοκοπία (η μόνη στην ουσία μη μνημονιακή εναλλακτική δεδομένου του δυϊκού χαρακτήρα της κρίσης χρέους) θα οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερες (και προφανώς σοβαρότερες) απώλειες - ακόμα κι αν η ανάγκη για άμεση δημοσιονομική εξυγίανση που επιβάλει ο αποκλεισμός από τις αγορές μετριαζόταν κάπως από κάποια ανθρωπιστικού χαρακτήρα βοήθεια των ευρωπαίων εταίρων ή της διεθνούς κοινότητας.
Το να δηλώνεις πως θα αυτοκτονήσεις τινάζοντας ολόκληρο το οίκημα στον αέρα δεν θα πιάσει ως απειλή εφόσον ζητάς ταυτόχρονα να σου πληρώσουν τα έξοδα για τα εκρηκτικά.
Άρα οι μόνες σοβαρές εναλλακτικές αφορούσαν διαφορετικούς σχεδιασμούς των μνημονιακών υποχρεώσεων: δικαιότερη - τόσο κοινωνικά όσο και διαγενεακά - κατανομή του κόστους προσαρμογής, καλύτερη αντίληψη των δομών της οικονομίας, πιο προσεκτική αποτίμηση των αποθεμάτων της κοινωνίας, πιο θαρραλέα επεξήγηση της κρισιμότητας της κατάστασης. Εφόσον όμως τέτοιοι σχεδιασμοί απαιτούσαν και τη συγκατάθεση των δανειστών, οι όποιες σοβαρές εναλλακτικές αφορούσαν στην ουσία την εξ αρχής διαφορετική προσέγγιση του τί θα έπρεπε να σημαίνει μνημονιακή διαπραγμάτευση: με αίσθημα εθνικής ευθύνης κι άρα διαπραγματευτική αντιπροσωπεία εθνικής εμβέλειας, με προκαθορισμένους στόχους αλλά και προαποφασισμένες θέσεις υποχώρησης, με προεπεξεργασμένες προτάσεις - εν ολίγοις, με σοβαρή και εθνικά υπεύθυνη διαπραγματευτική στρατηγική.
Γιατί το να μπορείς να απαιτείς προϋποθέτει να βρίσκεσαι σε θέση σχετικής έστω ισχύος. Και η διαπραγματευτική ισχύς καθορίζεται σε δύο διαστάσεις: στο τί ελπίζει η άλλη πλευρά πως μπορείς να της προσφέρεις και στο τί φοβάται πως μπορείς να της στερήσεις. Στην περίπτωσή μας ωστόσο το μέγεθος και το επείγον της ανάγκης μας για ρευστότητα αφένος περιόριζε την πρώτη διάσταση στο κατά πόσο οι δεσμεύσεις μας για μελλοντική εξυπηρέτηση του χρέους θα γινόντουσαν αποδεκτές, αφετέρου αναιρούσε τα όποια στρατηγικά ερείσματα της δεύτερης διάστασης.
Διότι το κόστος για τους ευρωπαίους εταίρους μιας επαπειλούμενης κατάρρευσής μας δεν ήταν πολύ μεγαλύτερο του ποσού που χρειαζόμασταν για να μην καταρρεύσουμε.[6] Και το να δηλώνεις πως θα αυτοκτονήσεις τινάζοντας (αν μπορέσεις) ολόκληρο το οίκημα στον αέρα δεν υπάρχει περίπτωση να πιάσει ως απειλή προς τους υπόλοιπους ενοίκους εφόσον ζητάς ταυτόχρονα να σου πληρώσουν τα έξοδα για τα εκρηκτικά. Κάτι που ελπίζω να συνειδητοποίησαμε επιτέλους ως λαός παρακολουθώντας την χρονιά που πέρασε την κυβέρνηση να «διαπραγματεύεται» έχοντας ως στρατηγική το τρίπτυχο της μπαρούφας, του «πετάμε την μπάλα στην εξέδρα» και του «στρίβειν δια της κυβίστησης».
Οι κυβερνήσεις Τσίπρα από άποψη κατάρτισης, αφέλειας και τυχοδιωκτισμού, μπορεί να συγκριθούν μόνο με τις επιδόσεις των κυβερνήσεων Καραμανλή.
Και δυστυχώς το τρίπτυχο αυτό δεν συνοψίζει μόνο τη διαπραγμάτευση που δεν έγινε αλλά και την όλη προσέγγιση των κυβερνήσεων Τσίπρα για την οικονομική κρίση γενικότερα. Μια προσέγγιση που επιδεικνύει έλλειψη συγκρότησης και κατάρτισης, αφέλεια και τυχοδιωκτισμό σε βαθμούς που μπορεί να συγκριθούν μόνο με τις επιδόσεις των κυβερνήσεων Καραμανλή. Μια σύγκριση που αναδεικνύει με την σειρά της ως ιδιαίτερα οριακή την χρονιά που πέρασε. Διότι στις αρχές του 2015 και για πρώτη φορά από το 2009 δεν αντιμετωπίζαμε ως χώρα κρίση ρευστότητας. Υποτιμήσαμε όμως για άλλη μια φορά την άλλη διάσταση του προβλήματος: αυτή της κρίσης φερεγγυότητας. Που στο λυκόφως του δεύτερου μνημονίου δεν αφορούσε τόσο το χρέος της χώρας όσο την εικόνα της στο εξωτερικό κι ακόμα περισσότερο την αποκατάσταση οικονομικό-κοινωνικών αδικιών στο εσωτερικό (κάτι στο οποίο ελπίζω να επανέλθω προσεχώς σε άλλο άρθρο).
Μεταξύ ενός ισοσκελισμένου πρωτογενούς ισοζυγίου για το 2014 από τη μια και της προληπτικής πιστοληπτικής γραμμής σε συνδυασμό με τις προβλέψεις για περαιτέρω αναδιάρθρωση του χρέους (μέσω επιπλέον παραμετρικών βελτιώσεων) από την άλλη, η πρώτη κυβέρνηση Τσίπρα παρέλαβε μια δημοσιονομική κατάσταση με επιλυμένο το θέμα της ρευστότητας και τουλάχιστον δρομολογημένο εκείνο της μεσοπρόθεσμης φερεγγυότητας του χρέους. Βρέθηκε επομένως μπροστά στη μοναδική για τα χρονικά της τελευταίας πενταετίας ευκαιρία να επικεντρωθεί στις επιμέρους διαστάσεις της κρίσης και των επιπτώσεών της: στην ελάφρυνση της φτώχειας αλλά και των οικονομικό-κοινωνικών ομάδων που επωμίστηκαν δυσανάλογα τα μνημονιακά βάρη, στην αναδιανομή του πλούτου και των ευκαιριών, στην ανακατανομή (ιδιαίτερα με ενδογενεακούς όρους) του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, στην αναδιοργάνωση των δομών της εγχώριας οικονομικής παραγωγής και της λειτουργίας του κράτους, στον επανασχεδιασμό του φορολογικού συστήματος (με γνώμονα την επιβολή ορθολογικών κινήτρων κι αντικινήτρων - όχι αποκλειστικά και μόνο τον εκάστοτε συνδυασμό ταμειακών αναγκών/φοροεισπρακτικών δυνατοτήτων), στην αναδιάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος (με γνώμονα πάλι την επιβολή ορθολογικών κινήτρων αλλά και την απονομή ενδογενεακής δικαιοσύνης στον καταμερισμό εισφορών/απολαβών - όχι απλά την προσωρινή ανανέωση της βιωσιμότητας του συστήματος).
Αναλώσαμε ως χώρα υπερπολύτιμα αποθέματα οικονομικού πλούτου, θεσμικών αντοχών και κοινωνικής συνοχής σε μια υποτιθέμενη διαπραγμάτευση.
Δυστυχώς όμως για άλλη μια φορά στα χρονικά της τελευταίας δεκαετίας το δυνητικό σενάριο στο οποίο ένας στοιχειώδης σεβασμός στο εθνικό συμφέρον θα εξασφάλιζε την μακροπρόθεσμη ευημερία της χώρας δεν παίχτηκε. Αντί για αυτό αναλώσαμε ως χώρα υπερπολύτιμα αποθέματα οικονομικού πλούτου, θεσμικών αντοχών και κοινωνικής συνοχής σε μια υποτιθέμενη διαπραγμάτευση. Κατά την οποία λανσάραμε την έλλειψη προετοιμασίας ως «εξοικονόμηση χρόνου», την απουσία στρατηγικών στόχων ως «αντικειμενικές δυσκολίες μπροστά σε έναν ανελέητο αντίπαλο» και τα ελλείμματα σοβαρότητας ως «δημιουργική ασάφεια». Κι αφού μετονομάσαμε στο τέλος την άτακτη υποχώρηση «άσκηση εκκένωσης ανοικτού πεδίου» επιστρέψαμε στα καθ’ ημάς.
Πολλοί πανηγύρισαν το γεγονός πως οι απαιτήσεις των δανειστών μας για σταθερά φαίνεται να μετετράπησαν σε ανοχές για ισχνά πρωτογενή πλεονάσματα. Παραβλέποντας όμως πως αυτό δεν ήταν παρά συμβιβασμός με τη νέα οπισθοδρόμηση της εθνικής οικονομίας. Αν συγκρίνει κανείς την αναμενόμενη πορεία της οικονομίας πριν και μετά την υποτιθέμενη διαπραγμάτευση, οι απώλειες του ΑΕΠ για το διάστημα 2015-2018 ανέρχονται σε σχεδόν 65 δισ. (βλ. Πίνακα 4). Ένα ποσό που είναι σχεδόν τριπλάσιο από το συνολικό όφελος των μειωμένων στόχων για το πρωτογενές ισοζύγιο (το οποίο ανέρχεται σε περίπου 22 δισ.). Και το οποίο έρχεται να προστεθεί στο βάρος των 86 δισ. της νέας δανειακής σύμβασης - ενός νέου χρέους που ειδικά όσον αφορά τις μελλοντικές γενιές αφενός μεν αναιρεί το όφελος από το κούρεμα του 2012 αφετέρου καθιστά τους μειωμένους στόχους για το πρωτογενές ισοζύγιο διαγενεακή μετακύλιση κόστους εις βάρους των.
Η νέα δανειακή σύμβαση είναι σχεδόν αποικιακού χαρακτήρα.
Πολλοί επίσης παρέκαμψαν το γεγονός πως η νέα δανειακή σύμβαση είναι σχεδόν αποικιακού χαρακτήρα. Αναγκαστήκαμε για πρώτη φορά να δεσμευτούμε για την παροχή ενέχυρου. Το ύψους του οποίου θα πρέπει να φτάσει τα 50 δισ. Πάνω από το μισό δηλαδή της όλης πίστωσης, την οποία (ελπίζουμε πως) μπορεί να μην χρειαστούμε στο σύνολό της ενώ το ενέχυρο θα πρέπει να το σχηματίσουμε όσον το δυνατόν συντομότερα. Μια δέσμευση για την οποία η κυβέρνηση επιδεικνύει ασυνήθιστα (αν όχι περίεργα) υποδειγματική συνέπεια αφού την έχει ήδη καλύψει σχεδόν κατά το μισό αν υπολογίσουμε τη δωρεάν στην ουσία παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου κατά την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Πίνακας 4: Προβλέψεις για το Πρωτογενές Ισοζύγιο και το ΑΕΠ (2015-2018)
Σημείωση: Βάσει υπολογισμών μου πάνω σε στοιχεία από τα Assessment of Greece's financing needs της Ευρωπαϊκής Επιτροπής(http://ec.europa.eu/economy_finance/assistance_eu_ms/greek_loan_facility/pdf/assessment_financing_needs_en.pdf - βλ. παράγραφος b), IMF Country Report 13/141, Ιούλιος 2013 (βλ. Table AI.2, σελ. 68 για την πρόβλεψη του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ κατά το 2018), IMF Country Report 14/151, Ιούλιος 2014 (βλ. Table 1, σελ. 43 για τα μεγέθη του ΑΕΠ κατά τα έτη 2015-2017) και IMF Country Report 15/165, Ιούνιος 2015 (βλ. Figure 1, σελ. 19 για τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ κατά τα έτη 2015-2018).
Το τελευταίο μνημόνιο δεν ήταν ούτε αναγκαίο ούτε απαραίτητο.
Ακόμη περισσότεροι όμως αγνόησαν πως για άλλη μια φορά όπως πριν δέκα χρόνια και σε μια εξίσου οριακή καμπή στην πορεία της χώρας αψηφήσαμε το κόστος της χαμένης ευκαιρίας. Γιατί η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων μνημονίων και του τρίτου δεν έγκειται μόνο στο οτι το κόστος του τελευταίου είναι υπερτριπλάσιο (στους όρους παρούσας αξίας που χρησιμοποιήσαμε προηγουμένως η τρίτη δανειακή σύμβαση αντιστοιχεί σε 65 δισ.). Έγκειται ίσως περισσότερο στο γεγονός πως το τελευταίο μνημόνιο δεν ήταν ούτε αναγκαίο ούτε απαραίτητο.
Σε πραγματικούς οικονομικούς (και συνεπώς κοινωνικο-πολιτικούς) όρους, το κόστος της διαπραγμάτευσης που δεν έγινε ξεπερνά κατά πολύ εκείνο της δανειακής σύμβασης που κυοφόρησε. Και το καθαρό αποτέλεσμα καταδεικνύει την τραγικότητα της κατάστασης στην οποία οπισθοδρομήσαμε. Είναι πολύ πιθανό ο ιστορικός του μέλλοντος να καταγράψει το τρίτο μνημόνιο ως «το δάνειο της μπαρούφας» και να υπογραμμίσει τις ομοιότητες, τουλάχιστον όσον αφορά στο τραγελαφικό της όλης εξέλιξης, με τα περιβόητα δάνεια της Αγγλίας (του 1823 και 1825) – και στις δύο περιπτώσεις το μόνο που αποκομίσαμε ως χώρα ήταν η λυπητερή.
Η απογοήτευση που προκαλεί η νέα γενιά πολιτικών μοιάζει ευθέως ανάλογη προς το εύρος της ηλικιακής ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού.
Είναι επίσης πιθανό ο ιστορικός του μέλλοντος να αναδείξει ως το σοβαρότερο πρόβλημα της χώρας κατά τη δεκαετία που πέρασε την κρίση αξιοπιστίας και φερεγγυότητας του πολιτικού μας συστήματος. Μια κρίση που μπορεί μεν να γιγαντώθηκε λόγω της κρίσης χρέους συντηρείται ωστόσο από τις ακατάπαυστες απώλειες στην ποιότητα του πολιτικού μας δυναμικού. Διότι η μεγαλύτερη ίσως ειρωνεία της ιστορίας μας κατά την τελευταία δεκαετία είναι πως ο ένας νέος πρωθυπουργός παραδίδει τα ηνία σε ένα νεότερο. Σε μια ακολουθία ανταλλαγών εξουσίας όπου η αντιπολίτευση υπόσχεται όσα παράλογα φαντασιωνόταν η κυβέρνηση όταν εκείνη ήταν αντιπολίτευση, ενώ την ίδια στιγμή η κυβέρνηση κάνει μεταβολή - ανενδοίαστα, όπως ακριβώς μέλλει να κάνει και η αντιπολίτευση όταν θα έρθει αυτή στην κυβέρνηση. Σε ένα κλίμα παρακμής των πολιτικών ηθών με την απογοήτευση που προκαλεί η νέα γενιά πολιτικών να μοιάζει ευθέως ανάλογη προς το εύρος της ηλικιακής ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού. Και με την πολιτική σκηνή να προσομοιάζει στην «αγορά για σαράβαλα» του Akerlof.[7]
Κι ίσως ο ιστορικός του μέλλοντος να συνοψίσει τελικά την ελληνική τραγωδία της τελευταίας δεκαετίας ως την τόσο πανικοβλημένη όσο και καθοδηγούμενη προσπάθεια ενός λαού να απαλλαγεί από κάποιους που θεώρησε πολιτικούς δεινόσαυρους για να καταλήξει στο λάκκο με τις σαύρες της επικοινωνιακής πολιτικής. Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αλλάξουμε σελίδα χωρίς κόστος κατηγορήσαμε κατά σειρά και συρροή τον πατέρα, τον θείο, το ΔΝΤ, τους ευρωπαίους εταίρους, το σύμπαν. Όταν όμως στο τιμόνι εναλλάσσονται πλοίαρχοι που επιχειρούν λανθασμένους ελιγμούς κατά την προσέγγιση στην Πάρο, με αποτέλεσμα την ολοταχώς πρόσκρουση στις Πόρτες, δεν έχει νόημα να ωρυόμαστε για το ότι ο απόπλους από τον Πειραιά έγινε με καθυστέρηση, για το ότι το καράβι δεν ήταν αξιόπιστο για υπερπόντιες πλόες, για το ότι τα καύσιμα τα αγοράσαμε ακριβά ή για τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Πρόκειται για την προσπάθεια ενός λαού να απαλλαγεί από κάποιους που θεώρησε πολιτικούς δεινόσαυρους για να καταλήξει στο λάκκο με τις σαύρες της επικοινωνιακής πολιτικής.
Από αυτή την επισήμανση ωστόσο αναδύεται ίσως και η ελπίδα για κάτι καλύτερο. Τα περισσότερα καράβια έστω κακήν κακώς ταξιδεύουν. Αρκεί το πλήρωμα να ανασκουμπωθεί και να αρχίσει τις απαραίτητες επισκευές, αφού βγάλει πρώτα τα νερά και τη σαβούρα. Κι αφού σταματήσει να αναθέτει το τιμόνι σε όσους χαράζουν πορεία νομίζοντας πως το «Ν» στις πυξίδες είναι το αρχικό του «Νότος».
Προς το παρόν βέβαια εξακολουθούμε να εθελοτυφλούμε. Παραμένοντας πιστοί στην τακτική του αθάνατου Τραμπάκουλα, όποτε τα βρίσκουμε σκούρα αλλάζουμε κουρτίνα. Αφού κλείσαμε εκείνη με τη θωρακισμένη οικονομία όπου λεφτά υπάρχουν, ανοίξαμε εκείνη με τον Τιτανικό, για να καταλήξουμε σε αυτή με το καραβάνι. Κι αντί για μαθητευόμενους μάγους ή καπετάνιους του γλυκού νερού ακολουθούμε πλέον τους καμηλιέρηδες της συμφοράς. Που μας οδηγούν ακάθεκτοι ... προς τα πίσω.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Joseph Mallord William Turner (1775- 1851), Dutch boats in a gale
[1] Ακόμα και αν ο ετήσιος ρυθμός ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2009-2014 ήταν 10.9% (ο μέγιστος που έχει πετύχει η ελληνική οικονομία από το 1996 σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ), το ποσό των 150 δισ. θα αντιστοιχούσε στο 7.4% του συνολικού ΑΕΠ της περιόδου. Ως μέτρο σύγκρισης αξίζει να σημειωθεί πως κατά το διάστημα από την λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μέχρι την χρεοκοπία του 1932 η Γερμανία κατέβαλε ως πολεμικές αποζημιώσεις λιγότερο από το 2.5% του συνολικού ΑΕΠ της περιόδου (βλ. N. Ferguson (1998) "The Pity of War: Explaining World War I" Allen Lane).
[2] Από τα 110 δισ. που προέβλεπε η δανειακή σύμβαση του 2010 η ΕΕ έπρεπε να καταβάλει τα 80 δισ. και το ΔΝΤ τα υπόλοιπα. Ως τις 14.12.2011 που στην ουσία εγκαταλείφθηκε το πρώτο μνημόνιο, από τα προβλεπόμενα είχαν καταβληθεί 52.9 δισ. από την ΕΕ και 20.1 δισ. από το ΔΝΤ. Το δεύτερο μνημόνιο προέβλεπε συνολική χρηματοδότηση της τάξεως των 172.7 δισ. (144.7 δισ. από την ΕΕ και 28 δισ. από το ΔΝΤ). Το ποσό αυτό συμπεριλάμβανε το οφειλόμενο από την ΕΕ υπόλοιπο 27.1 δισ. του πρώτου δανείου. Δεν συμπεριλάμβανε εκείνο των 10 δισ. του ΔΝΤ που αρνήθηκε να καταβάλει την αντίστοιχη δόση. (Πηγές: IMF Country Report 10/110, Μάιος 2010, σελ.1 - IMF Country Report 12/57, Μάρτιος 2012, σελ.1 – Κ.Σημίτης «Ο εκτροχιασμός» Πόλις 2012, σελ. 352) .
[3] Ως συντελεστή απόδοσης άμα τη λήξει χρησιμοποιώ την πρόβλεψη του ΔΝΤ τον Ιούλιο του 2014 για τον ρυθμό αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ κατά τα έτη 2017 και 2018 (βλ. Πίνακα 4) - άμα τη λήξει δηλαδή του δεύτερου μνημονίου. Να σημειώσουμε δε πως η σύγκριση ποσών που ακολουθεί στο κείμενο παραμένει ουσιαστικά η ίδια κάτω από σχετικά ήπιες μεταβολές του συντελεστή απόδοσης - μια μεταβολή κατά 100 μονάδες βάσης αλλάζει λιγότερο από 3% τα ποσά που αναφέρονται στο δεύτερο μνημόνιο και λιγότερο από 6% εκείνα που αναφέρονται στο τρίτο μνημόνιο.
[4] Από την αρχικά προβλεπόμενη πίστωση των 173 δισ. τελικά κατεβλήθησαν 142 δισ. από την ΕΕ και 12 δισ. από το ΔΝΤ (βλ. τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο http://ec.europa.eu/economy_finance/assistance_eu_ms/greek_loan_facility/index_en.htm). Η παρούσα αξία των 124 δισ. στο κείμενο αντιστοιχεί σε ονομαστική αξία 143 δισ. Αυτό ήταν το συνολικό ποσό της δεύτερης δανειακής σύμβασης καθώς από το ευρωπαϊκό δάνειο αφαιρέθηκε το αποθεματικό των 11 δισ. του ΤΧΣ που επιστράφηκαν στους δανειστές τον περασμένο Φεβρουάριο (η πρώτη από μια σειρά τραγικών κινήσεων που ακολούθησε η διαπραγματευτική τακτική Βαρουφάκη).
[5] Σύμφωνα με τα στοιχεία του IMF Country Report 13/241, Ιούλιος 2013 (βλ. Box 1, σελ. 29) το κόστος της ανακεφαλαίωσης ανήλθε σε 32.7 δις. Για την αναγωγή σε όρους παρούσας αξίας θεωρώ πως ολόκληρο το ποσό αυτό καταβλήθηκε το 2012.
[6] Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων (BIS), η συνολική έκθεση των τραπεζών των χωρών της ευρωζώνης σε ελληνικά κρατικά ομόλογα στα τέλη του 2009 ήταν της τάξης των 122.5 δισ. ευρώ. Ένα ποσό που αφορούσε κυρίως την Γαλλία και την Γερμανία με 57 δισ. και 32.4 δισ. αντίστοιχα (βλ. J.F. Kirkegaard "The Biggest Losers: who gets hurt from a Greek default or restructuring," Peterson Institute for International Economics, Real Time Economic Issues Watch, 27/04/2010 - για την μετατροπή των ποσών σε ευρώ χρησιμοποιώ την μέση ετήσια για το 2009 συναλλαγματική ισοτιμία 0.7198 ευρώ/δολάριο από την βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ).
[7] Το “The Market for “Lemons”: Quality Uncertainty and the Market Mechanism ” του G.A. Akerlof (βλ. The Quarterly Journal of Economics (84) 1970, σελ. 488-500) αναφέρεται στην αδυναμία ενός συστήματος ελεύθερου ανταγωνισμού να λειτουργήσει όταν υπάρχει ασύμμετρη πληροφόρηση. Ως συγκεκριμένο παράδειγμα, μπορούμε να θεωρήσουμε μια αγορά όπου δυνητικά υπάρχουν προς πώληση δύο τύποι αυτοκινήτου, το αξιόπιστο και το σαράβαλο. Οι ιδιοκτήτες/δυνητικοί αγοραστές των οποίων δεν είναι διατεθειμένοι να τα αποχωριστούν/αγοράσουν σε τιμή μικρότερη/μεγαλύτερη των 10000 και 1000 ευρώ αντίστοιχα. Αν υποθέσουμε πως ένας αγοραστής (που δεν του αρέσει να ρισκάρει), μη γνωρίζοντας εκ των προτέρων τον τύπο του αυτοκινήτου προς πώληση, θεωρεί εξίσου πιθανό το να είναι αξιόπιστο με το να είναι σαράβαλο τότε η τιμή αγοράς δεν μπορεί να ξεπερνά τις 5000 ευρώ. Που καθιστά φυσικά ασύμφορο για τον ιδιοκτήτη ενός αξιόπιστου αυτοκινήτου να το βάλει προς πώληση. Και σημαίνει επομένως πως στην συγκεκριμένη αγορά αυτοκινήτων θα πωλούνται μόνο σαράβαλα.