Η δημαγωγική οπερέτα των λαϊκιστών οδεύει προς το τέλος της και το φινάλε προδιαγράφεται ίδιο με την αρχή της, όμοιο και τώρα στα στερνά με τις αόριστες μελλοντολογικές υποσχέσεις και τις παρωχημένες αοριστολογίες για κοινωνικές παροχές που μένει να αποδειχτούν ένα ξεπερασμένο πανάκριβο προεκλογικό τρικ. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, το βαρύ αντίτιμο της «παράστασης» θα το πληρώσουν οι αποσβολωμένοι θεατές. Τα ερωτήματα όμως παραμένουν και τίθενται πλέον πιεστικά: Μετά την ανευθυνότητα, τι; Μετά τον ψευτο – επαναστάτη δήθεν αναμορφωτή της Ευρώπης, ποιος; Και βέβαια, μετά από τόσους κόπους και θυσίες, γιατί;
Η δημαγωγική οπερέτα των λαϊκιστών οδεύει προς το τέλος της.
Αν εφησυχάσει κάποιος στα μέχρι τώρα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα μοιάζει απλή και προδιαγεγραμμένη. Τίποτε όμως δεν είναι όπως φαίνεται και πολύ περισσότερο, είναι δύσκολο να προβλεφθούν οι πυκνές εξελίξεις που μπορεί να ακολουθήσουν, στα πλαίσια μια ακήρυχτης προεκλογικής εκστρατείας, εν μέσω μιας ανύπαρκτης δήθεν διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς από τη μια πλευρά και μιας προσωπικής στρατηγικής πολιτικής διάσωσης του πρωθυπουργού, από την άλλη.
Αυτή η κυβέρνηση έμαθε αντί να διοικεί, να καταστρώνει φθηνά σενάρια τακτικισμών και να δημιουργεί τεχνητές εντάσεις, προκειμένου να πείθει, ότι αντιδρά και υπεραμύνεται του κοινού συμφέροντος, έναντι των άπληστων και παράλογων απαιτήσεων των ξένων και «κακών» δανειστών, που επιβουλεύονται τον εθνικό μας πλούτο και φθονούν τη «σπάνια καταγωγή» μας. Κορωνίδα της ελαφρότητας που είναι εντυπωμένη στο DNA της πρώτης φοράς αριστερά, οι ύβρεις δια στόματος πρωθυπουργού, που μίλησε για ανόητους τεχνοκράτες που εμμένουν σε λάθος οικονομικές συνταγές. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που μετά τους ανέξοδους για τον ίδιο, λεονταρισμούς του καλοκαιριού του 2015, τους παρακαλούσε γονυπετής επί 17 ώρες να μην τον αφήσουν να χρεοκοπήσει μέσα στις αυταπάτες του και μαζί μ’ αυτόν, να καταστραφεί η χώρα. Διακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του νεότερου ελληνικού κράτους και η τζάμπα μαγκιά, ο ψευτο-τσαμπουκάς προς κατανάλωση των «ιθαγενών», αποτελεί ακόμη ένα από τα εθνικά μας σπορ.
Το ανησυχητικό βέβαια είναι ότι ενώ ο τόπος διέρχεται μια πρωτοφανή πολιτική- οικονομική- κοινωνική και συνάμα θεσμική κρίση, απουσιάζει από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο μεταρρυθμιστικός ωφέλιμος λόγος. Αντ αυτού, έχουμε επικλήσεις στο παρελθόν για το ποιος και τι έφταιξε για το σημερινό μας κατάντημα, έχουμε πομπώδεις κορώνες αφοριστικού περιεχομένου, έλλειμμα αυτοκριτικής από την άλλοτε αντιμνημονιακή, σημερινή συστημική και «μνημονιακή» Νέα Δημοκρατία. Μια παράταξη που λαχανιασμένη, ασθμαίνοντας, προσπαθεί να ανταποκριθεί στις καλοδουλεμένες παγίδες επικοινωνιακού χαρακτήρα και σκοπού, που το Μαξίμου σχεδιάζει και εκτελεί αδιάλειπτα. Είναι γεγονός, ότι ενώ όλοι οι δείκτες της οικονομίας, -με αντίκτυπο στην κοινωνική συνοχή και ευμάρεια,- βρίσκονται στο ναδίρ,- εντούτοις η αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα του κ. Τσίπρα σε πολιτικά τερτίπια, βρίσκεται πολύ ψηλά. Ο ίδιος είναι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από τους αντιπάλους του στις ανήθικες μηχανορραφίες και στα ψεύτικα διλήμματα, με τα οποία αιφνιδιάζει κατά καιρούς το κοινοβούλιο και όχι μόνο.
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θέλει να κρατήσει ίσες αποστάσεις από το παρελθόν και το παρόν.
Μοιάζει όμως, να θέλει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να κρατήσει ίσες αποστάσεις από το παρελθόν και το παρόν, λησμονώντας ότι με τη μη διατύπωση ουσιαστικών θέσεων και προτάσεων, κρατά ίσες αποστάσεις από την καταστροφή της πατρίδας. Το ερώτημα λοιπόν μετά τον ‘’επαναστάτη’’ χωρίς αιτία, μικρό αλχημιστή, ποιος; Παραμένει αναπάντητο και δύσκολα θα απαντηθεί, όσο οι άλλες, οι λεγόμενες δημοκρατικές δυνάμεις του ευρωπαϊκού τόξου, θα συνεχίζουν για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια να τηρούν ίσες αποστάσεις από τον εαυτό τους και το πρόβλημα. Όσο θα εκπέμπουν θολό πολιτικό στίγμα και θα εγκλωβίζονται σε αδιέξοδα, προσπαθώντας να οικοδομήσουν μια αυτόνομη πορεία που όμως ετεροκαθορίζεται από τις επιλογές και τις στάσεις των κυβερνώντων και όχι της κοινωνίας. Το πρόσφατο παράδειγμα με το έκτακτο επίδομα ερανικού χαρακτήρα προς τους συνταξιούχους, αποτέλεσε μνημείο ανηθικότητας και οπορτουνισμού ενός πανικόβλητου και παραπαίοντος πρωθυπουργού. Ήταν ένα ρεσιτάλ δημαγωγίας, μια φιέστα με προεκλογικό άρωμα και ένα ανόητο ψευτοδίλημμα, που μερίδα του στρατευμένου τύπου, έσπευσε να επικοινωνήσει και να προβάλλει. Κατέδειξε όμως με το χειρότερο και θλιβερό τρόπο, την αμηχανία σχεδόν σύσσωμης της αντιπολίτευσης, που αρνήθηκε να πάει κόντρα στις αγκυλώσεις του παρελθόντος που την κατατρέχουν και στο φόβο της κοινής γνώμης, που ποτέ δεν είπε όχι σε οποιαδήποτε παροχή, ακόμη κι όταν αυτή ήταν με τη μορφή κοροϊδίας και εμπαιγμού. Έσπευσε λοιπόν να πάρει μέρος στην κακόγουστη παράσταση που έστησε έντεχνα ο αναμορφωτής των δημοψηφισμάτων.
Το πρώτο ερώτημα τώρα θα μπορούσε να απαντηθεί πιο εύκολα, αν ακολουθούσε κανείς την αλληλουχία και τη διαδοχή των γεγονότων στο βάθος της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας. Δηλαδή, είναι απολύτως νομοτελειακό μετά από μια περίοδο αστάθειας, ψεύδους, λαϊκισμού και πολιτικής ανεπάρκειας, να επέρχεται σταθερότητα και να επικρατούν η λογική, η υπευθυνότητα και ο μεστός και ρεαλιστικός πολιτικός λόγος, που βέβαια συνοδεύεται και από πράξεις. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τη συνεννόηση των δημοκρατικών δυνάμεων, η οποία όμως παρατηρώντας σήμερα τον κοινοβουλευτικό βίο και τα πεπραγμένα του, ή ακούγοντας τις ομιλίες και τις συζητήσεις των πρωταγωνιστών, κατανοεί ότι αυτή, καθίσταται όλο και πιο δυσχερής και επισφαλής.
Λίγες είναι οι φωνές που με επιχειρήματα ακουμπούν την ουσία του ελληνικού ζητήματος και προσπαθούν να διατυπώσουν σκέψεις για την επίλυση του. Το αίσθημα του καθήκοντος, καταπνίγεται μέσα σε λογύδρια και κραυγές αντεγκλήσεων, για κατανάλωση κυρίως εσωτερική, και οι διάλογοι αποκτούν μονίμως χαρακτήρα καταγγελτικό και κριτικό, για το ποιος είναι ο ένοχος και όχι για το τι μπορεί να γίνει από εδώ και στο εξής. Δυστυχώς η αίσθηση που δίνεται στους πολλούς, είναι ότι υπερισχύει ο κομματικός πατριωτισμός και ο προσωπικός εγωισμός, έναντι του εθνικού συμφέροντος. Η έλλειψη καθαρής πορείας και πολιτικής βούλησης προς την κατεύθυνση που υπαγορεύουν ο ορθολογισμός και οι δύσκολες αποφάσεις του πρόσφατου παρελθόντος από την πλευρά της μικρής και ακρωτηριασμένης σοσιαλδημοκρατίας, αδικούν και το έργο της και τους αγώνες της ως πολιτικού χώρου, αλλά και τις θυσίες των πολιτών.
Η «κεντροαριστερά» θυμίζει έναν κουρασμένο ναυαγό.
Η Αξιωματική αντιπολίτευση απαντά στον λαϊκισμό των κυβερνώντων με ύφος αλαζονικού αφ υψηλού χαιρέκακου, καρτερικού, επικριτή, που αναμένει την πτώση για να πάρει θέση στη νομή της εξουσίας, ενώ οι κατακερματισμένες προοδευτικές δυνάμεις, που σήκωσαν το βάρος των δύσκολων επιλογών τα προηγούμενα χρόνια και πλήρωσαν το βαρύτερο πολιτικό κόστος, μοιάζουν σήμερα εγκλωβισμένες σε μια ρητορική των ίσων αποστάσεων από όλους και όλα, θεωρώντας ότι αυτή εξυπηρετεί μια μίζερη πολιτική επιβίωση που παρατείνει το μαρτύριο της σταδιακής εξαφάνισης τους. Αποστασιοποιούμενες από τις επιλογές του παρελθόντος και τα θλιβερά τεκταινόμενα του παρόντος της συγκυβέρνησης των δήθεν αριστερών με τους εθνικολαϊκιστές, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ακολουθούν αυτόνομη πορεία προς τον αφανισμό τους, στον οποίο έχουν επιλέξει να είναι θεατές. Αδυνατούν να έρθουν αντιμέτωπες με τα απόμεινάρια και τα απολιθώματα του λαϊκισμού, ακυρώνοντας στην πράξη τον σημαντικό μεταρρυθμιστικό ρόλο που διαδραμάτισαν πρόσφατα.
Θυμίζει σήμερα η «κεντροαριστερά» έναν κουρασμένο ναυαγό που κολυμπά ασταμάτητα στα νερά ενός ορμητικού χειμάρρου, ανάμεσα σε δύο όχθες, δίχως να μπορεί να βγει σε καμία από τις δυο για να ξαποστάσει. Φτιάχνοντας τα δικά της δίπολα ανάμεσα στα οποία ακροβατώντας, προσπαθεί να ισορροπήσει: ούτε Τσίπρας ούτε Κυριάκος, για το εσωτερικό, ούτε Τσίπρας ούτε Σόιμπλε για το εξωτερικό. Κατά καιρούς σε αυτή την ατέρμονη προσπάθεια να κρατηθεί ουδέτερη και άρα αμόλυντη, σπεύδει κατάκοπη να συνταχθεί με προτάσεις και θέσεις της μιας ή της άλλης πλευράς, ίσα για να πάρει μερικές ανάσες και συνεχίζει το μοναχικό της ταξίδι. Το αυτόνομο νησί που ονειρεύεται δεν υπάρχει, παρά μόνο στη φαντασία κάποιων. Χάνεται μέσα στην πλημμυρίδα των γεγονότων και των εξελίξεων, των προβλημάτων που έχει ο λαός και αυτό που αχνοβλέπουν μερικοί, είναι μια γλώσσα άμμου που εμφανίζεται πρόσκαιρα από την άμπωτη της ανεπάρκειας και της ανευθυνότητας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και δεν είναι ικανή να αποτελέσει τη γη της επαγγελίας, την αφετηρία μιας νέας αρχής.
Μετά από τόσες θυσίες επιστρέφουμε στο σημείο μηδέν.
Από την άλλη, οι κυβερνήτες σε αναμονή, δηλώνουν αλλοπρόσαλλα παρόν στην ψήφιση του νομοσχεδίου για το έκτακτο επίδομα, προδίδοντας τον αιφνιδιασμό τους από μια προμελετημένη και σκόπιμη ονομαστική ψηφοφορία και την επόμενη μέρα σπεύδουν να διορθώσουν το «λάθος» τους, συντασσόμενοι με την πρόταση των δημαγωγών για αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Είναι βέβαιο ότι αυτές οι αντικρουόμενες επιλογές τους, μαρτυρούν έλλειμμα επαφής με την πραγματικότητα. Κλείνοντας με το τρίτο ερώτημα, είναι δύσκολο να απαντηθεί το παράπονο που εμπεριέχει το «γιατί» των εκατομμυρίων δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Γιατί μετά από τόσες θυσίες επιστρέφουμε στο σημείο μηδέν, ξανά στην αφετηρία, στην αρχή του μαρτυρίου του Σίσυφου; Γιατί τα κατάφεραν οι άλλοι λαοί και όχι εμείς, γιατί πρέπει την ίδια τραγωδία με διαφορετικά χαρακτηριστικά και συστατικά στοιχεία, να τη ζήσουμε πολλές φορές ανά εποχή σαν να είναι μια κακόγουστη φάρσα;
Πολλά μπορεί να απαντήσει κανείς σ’ αυτό το «γιατί». Πολλά αν αναλωθεί σε μια διαχρονική κριτική του τι έφταιξε και ίσως τίποτε, αν αναλογισθεί πως ίσως η ρίζα του προβλήματος , ο πυρήνας του, είμαστε όλοι εμείς και δεν είμαστε μόνο αυτοί που υφίστανται τις συνέπειες της κρίσης και της περιδίνησης. Όλοι εμείς που τόσα χρόνια μάθαμε να εννοούμε κατά τις προτιμήσεις μας, διαφορετικά έννοιες και λέξεις, όπως πατριωτισμός, πραγματική δημοκρατία, ουσιαστική αλληλεγγύη. Ίσως να νιώσουμε καλύτερα και να αντλήσουμε δυνάμεις για κάτι νέο και ελπιδοφόρο, αν παραδεχτούμε και αποδεχτούμε μέσα μας, πως ότι καλό έγινε σε τούτο τον τόπο, εμείς το επιλέξαμε και το πραγματοποιήσαμε και ότι τραγωδία περάσαμε, πάλι δική μας επιλογή ήταν. Ήμασταν όλοι εμείς και δεν ήταν οι άλλοι, εκείνοι που πλάθαμε στα όνειρα μας ως κακούς «ξένους», που διασκέδαζαν τις ενοχές μας και σήκωναν στα δύσκολα το βάρος των δικών μας ευθυνών. Πέρασε η εποχή που είχαμε την πολυτέλεια να κρατάμε ίσες αποστάσεις και από την εθνική υπερηφάνεια, -γιατί δε μάθαμε να χαιρόμαστε με τη χαρά του άλλου παρά μόνο να φθονούμε ανώφελα και παράφορα- και από την καταστροφή, γιατί τις ατομικές ευθύνες τις μετακυλύαμε στο αόρατο συλλογικό ή ακόμα και στο άγνωστο. Πλέον είναι η εποχή των επιλογών και είναι ο καιρός να αποφασίσουμε, τι θα κρατήσουμε από αυτόν τον παλιό μας εαυτό που μας έφερε ως εδώ και τι θα πετάξουμε οριστικά στα σκουπίδια.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Robert "Rob" Gonsalves (born in 1959), The Phenomenon of Floating