Δευτέρα, 22 Φεβ 2016

Η Συνταγματική Αναθεώρηση: πολιτικά ή «τεχνικά» ερωτήματα;

άρθρο της:

Η συζήτηση για την συνταγματική αναθεώρηση είναι επίκαιρη και σημαντική, ίσως περισσότερο και από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της μεταπολίτευσης, εφόσον αποδεχτούμε ότι η κρίση χωρίς τέλος που ζούμε, δεν είναι μόνον οικονομική. Αλλά είναι και κρίση αρχών και αξιών. Μια κρίση βαθιά κοινωνική, πολιτική και θεσμική.

Διαπιστώνουμε όμως καθημερινά ότι αυτό το εξόχως πολιτικό ζήτημα εναποτίθεται από το ίδιο το πολιτικό σύστημα κατά βάση σε χέρια ειδικών, με βάση κυρίως το κριτήριο της επιστημονικής ειδίκευσης. Η Συνταγματική Αναθεώρηση αποτελεί τελικά τον ποθητό στόχο μιας κατά βάση τεχνικής συζήτησης και όχι την αφορμή για πραγματική διαβούλευση γύρω από ένα διαπραγματευτικό τραπέζι. Προσηλωνόμαστε γύρω από το αποτέλεσμα ξεχνώντας τη διαδικασία, στην οποία ενυπάρχει η πολιτική ουσία και το νόημα μιας συνταγματικής αναθεώρησης. Τα τεχνικά επιχειρήματα δεν είναι πλέον επικουρικά εργαλεία συνεννόησης και συντονισμού μεταξύ των επιπέδων νομιμοποίησης του πολιτικού λόγου, αλλά το υλικό για να οικοδομήσουμε «οδοφράγματα». Αρνούμενοι συχνά να συζητήσουμε την ουσία των πολιτικών διαφορών, αναλωνόμαστε σε αντιμαχίες με θεσμική επίφαση, «επί της αρχής». 

Η μεταπολίτευση μπορεί να μην πέτυχε συναίνεση σε «πέντε πράγματα», αλλά πέτυχε «πέντε πράγματα». 

Δυστυχώς, δεν βοηθά και το γεγονός ότι οι συζητήσεις γύρω από τη συνταγματική αναθεώρηση σπάνια γίνονται σε πολιτικά «ψυχρό» χρόνο, χάνοντας ή μάλλον σπαταλώντας τις ευκαιρίες ουσιαστικού διαλόγου. Ας προσπαθήσουμε, χωρίς υπεκφυγές, να αποτιμήσουμε πολιτικά το κόστος αυτής της χαμένης ευκαιρίας.

Το ζήτημα δεν είναι, όπως λέγεται συχνά, «να συμφωνήσουμε σε πέντε πράγματα», αλλά να συμφωνήσουμε στους όρους της συζήτησης. Το βαθιά πολιτικό ζήτημα είναι να μπορέσουμε να αποδεχθούμε ότι κόμματα και πολιτευόμενοι είμαστε μέρος μιας συνταγματικής τάξης, όπου εναλλάσσονται οι ρόλοι. Κανένας δεν (πρέπει να) είναι «απόλυτος», νικητής ή ηττημένος. Όμως, αυτή η στιγμή είναι όχι απλώς κατάλληλη για πολιτική αυτοκριτική, αλλά η καταλληλότερη. Η μεταπολίτευση μπορεί να μην πέτυχε συναίνεση σε «πέντε πράγματα», αλλά πέτυχε «πέντε πράγματα», μεταξύ των οποίων να μην αντιμετωπίζουμε την εναλλαγή στους ρόλους εξουσίας, ως απειλή. Αυτή την κατάκτηση πρέπει να τη διαφυλάξουμε.

Στη δημόσια συζήτηση, έως τώρα, έχουν κατατεθεί διάφορες «τεχνικές» απόψεις που συνηγορούν υπέρ της αναγκαιότητας της συνταγματικής αναθεώρησης.

Για παράδειγμα, μία αφορά το πολιτικό πρόβλημα που προκύπτει από το άρθρο 86 του Ν. 3126/2003, ο οποίος ερμηνεύει τις συνταγματικές προβλέψεις περί ευθύνης Υπουργών. Ο συγκεκριμένος νόμος καθιστά αδύνατη εν τοις πράγμασι να διωχθεί και να παραπεμφθεί υπουργός ή πρώην υπουργός όταν προέρχεται από το κόμμα που έχει κερδίσει εκ νέου τις εκλογές. Έτσι, η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης καταλήγει να είναι ποινική ευθύνη της αντιπολίτευσης, ή εν πάση περιπτώσει πολιτικών δυνάμεων που σήμερα δεν είναι «στα πράγματα».

Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια καταχρηστική και προσχηματική δίωξη πολιτικών αντιπάλων.

Πέρα από τη συνταγματική ουσία του ζητήματος, υπάρχει μια πολιτική πρόκληση, η οποία αφορά κόμματα, πολιτευόμενους και ψηφοφόρους. Από τη μια πλευρά πρέπει η κοινή γνώμη να πειστεί ότι δεν προάγουμε μια «συντεχνιακή» λογική αποφυγής ποινικών ευθυνών. Από την άλλη πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη να μη δημιουργήσουμε μια συνταγματική τάξη όπου οι διαφορές μεταξύ πολιτικών δυνάμεων θα επιλύονται στην κάλπη και όχι στο δικαστήριο. Διότι κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει μια καταχρηστική και προσχηματική δίωξη πολιτικών αντιπάλων στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας.

Στις διάφορες προτάσεις που κατά καιρούς έχουν κατατεθεί προκειμένου να αντιμετωπιστεί το προσφιλές μας "σπορ" της ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής φαίνεται ότι η πρόταση της δημιουργίας δικαστικού οργάνου υψηλού κύρους, το οποίο θα επιλέγεται με αυξημένη πλειοψηφία από το Κοινοβούλιο και με μοναδική αρμοδιότητα την πιθανή ποινική ευθύνη υπουργών θα μπορούσε να αποτελέσει λύση και να δώσει ένα τέλος στη «συντεχνιακή» λογική που δυστυχώς έχουμε δει να λειτουργεί και στα πιο ασήμαντα παραπτώματα.

Ένα άλλο ζήτημα που έχει συνδεθεί με τη συζήτηση περί αναθεώρησης του Συντάγματος είναι η εκλογή και νομιμοποίηση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Πέρα από την τεχνική συζήτηση περί διάκρισης και διασταύρωσης των εξουσιών, υπάρχουν δυο ζητήματα που αφορούν και τους μη «ειδικούς». 

Ένα καίριο, αλλά και επίκαιρο ερώτημα είναι εάν θα συνεχίσουμε να ρίχνουμε κυβερνήσεις με πρόφαση την εκλογή του Προέδρου, επικαλούμενοι την κρισιμότητα της συγκυρίας ή την περίφημη «αναντιστοιχία» με τη λαϊκή βούληση. Αυτή η συζήτηση πάντα γίνεται με όρους τακτικισμού. Όμως, μήπως πρέπει στα σοβαρά να αποφασίσουμε ότι οι κυβερνήσεις εκλέγονται για τέσσερα χρόνια; Διαφορετικά, ας θεσπίσουμε άμεση δημοκρατία, ή ας αρκεστούμε σε μια… δειγματοληπτική δημοκρατία των focus groups και των δημοσκοπήσεων.

Αλληλένδετο είναι το ζήτημα που προκύπτει με αφορμή τις προτάσεις για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας απευθείας από το λαό, και ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του. Ανοίγουμε έτσι την πιθανότητα μιας διακομματικής «συγκατοίκησης» στο πεδίο της εκτελεστικής εξουσίας. Για αυτή την συγκατοίκηση, η Ελληνική Δημοκρατία δεν είναι έτοιμη. Το πραγματικό πολιτικό πρόβλημα είναι η επικράτηση μιας κουλτούρας απόλυτης ήττας και απόλυτης νίκης. Ακόμα και εάν πρόσφατα, παρά τον εκλογικό μας νόμο, εξαναγκαστήκαμε σε κυβερνήσεις συνεργασίας, το πολιτικό μας σύστημα είναι κατά βάση μονοκομματικού προσανατολισμού.

Nα μην αναγάγουμε την αναθεώρηση του Συντάγματος ως τη λύση εξόδου από την κρίση.

Όμως, ένα πολιτικό σύστημα που κάνει συμβιβασμούς μόνον σε συνθήκες εξαναγκασμού, είναι πρακτικά αδύνατο να παράξει πολιτικές με ορίζοντα εφαρμογής πέραν της τετραετίας. Και επειδή η έξοδος από την κρίση δε νοείται χωρίς μακρόπνοες πολιτικές, θα πρέπει να βάλουμε στο τραπέζι τη συνταγματική αναθεώρηση. Αρκεί βέβαια να μην αναγάγουμε την αναθεώρηση του Συντάγματος ως τη λύση εξόδου από την κρίση. Θα συμβάλει να αντιμετωπίσουμε βαθιά ιστορικά μας προβλήματα αλλά δεν θα τα λύσει από μόνη της.

Επίσης τα ζητήματα που θα τεθούν προς συζήτηση να στοχεύουν τόσο, στην εξυγίανση του πολιτικού μας συστήματος, όσο και στην αντιμετώπιση χρόνιων δομικών μας προβλημάτων και όχι στη δημιουργία εντυπώσεων όπως έχει στο παρελθόν συμβεί και όπως φαίνεται συμβαίνει και τώρα.

Τα δύο παραπάνω ζητήματα που ανέφερα είναι απλά ενδεικτικά της αναγκαιότητας της αναθεώρησης. Η σημερινή κατάσταση μας βγάζει από την οκνηρία της μεταπολίτευσης και αναγκάζει όλους μας προς αναστοχασμό και αμφισβήτηση των βεβαιοτήτων μας. Για το λόγο αυτόν, η συζήτηση θα πρέπει να επεκταθεί στην άρση της απαγόρευσης ιδιωτικών ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, στο πολιτικό χρήμα και την διαφάνεια, στην αναγκαιότητα ή όχι ιδρύσεως Συνταγματικού Δικαστηρίου, στη θέσπιση χρονικού ορίου για τους εκλεγμένους ή όχι, όπως τώρα τελευταία προτείνεται με αφορμή και πάλι την κρίση, την μείωση του αριθμού των βουλευτών και πολλά άλλα θέματα που προτείνονται από ειδικούς και μη.

Η συζήτηση αυτή γύρω από τη Συνταγματική Αναθεώρηση είναι σημαντικότερη από τα αποτελέσματά της.

Τέλος, ίσως πρέπει να δούμε, και κάτι ακόμη: γιατί το δικό μας Σύνταγμα είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη με πάνω από 27000 λέξεις, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος στην Ευρώπη των 27 είναι περίπου 15000 λέξεις;

Η συζήτηση αυτή γύρω από τη Συνταγματική Αναθεώρηση ίσως να είναι τελικά σημαντικότερη ακόμη και από τα αποτελέσματά της.


*Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: John Trumbull (1756-1843) The Signing of the Constitution

 

Κόλλια, Βάσω

Βάσω Κόλλια. Πολιτικός Επιστήμων, τέως Γενική Γραμματέας Ισότητας των Φύλων, ECWT-High Level Advisory Committee Member.