Παρασκευή, 07 Απρ 2017

Από τον κοινοβουλευτισμό στη λαοκρατία

αρθρο του:

Η πρόσφατα ανακοινωθείσα «πρόταση» της κυβερνώσας παράταξης για τη συνταγματική αναθεώρηση δεν πρέπει να εκπλήσσει. Διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του τρόπου πολιτεύεσθαι του κόμματος από το οποίο προέρχεται:

- την ατυπία - εξ ου και τα εισαγωγικά στη λέξη «πρόταση», η οποία δημοσιοποιήθηκε ξαφνικά, ως προϊόν εσωτερικής «Επιτροπής» αγνώστων λοιπών στοιχείων και με σκοπό όχι να κατατεθεί στη Βουλή, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, αλλά να τεθεί σε «λαϊκή διαβούλευση» μη προβλεπόμενη και χωρίς κανένα νομικό κύρος

- την προχειρότητα – εκτείνεται εφ’όλης της ύλης κι ακόμα παραπάνω (ως και την αρίθμηση των άρθρων του Συντάγματος αγγίζει για λόγους εντυπωσιασμού)· αλλάζει, ως μη όφειλε, όχι μόνο την «αρχιτεκτονική» αλλά και τις ισορροπίες της πολιτειακής τάξης βρίθει «προτάσεων» ατελών και ανεπεξέργαστων («να τεθεί σε δημόσιο διάλογο το ερώτημα για την αποτελεσματική λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών», «πληρέστερη διατύπωση των άρθρων για την προστασία της υγείας», «ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών οργάνων και των ΟΤΑ», «πρόβλεψη για ανακατανομή του πλούτου προς επίτευξη πραγματικής ισότητας», «ενίσχυση των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων της Βουλής», «διασάφηση του τρόπου ελέγχου των δημοσίων οικονομικών από το Ελεγκτικό Συνέδριο» κι άλλα παρόμοια)· αγγίζει θέματα εκτός συνταγματικής ύλης ή ήδη ρυθμιζόμενα (καθιέρωση εκλογικού συστήματος, προσδιορισμός θητειών βουλευτών, ρύθμιση του τρόπου χρηματοδότησης των κομμάτων, πρόβλεψη, που υπάρχει ήδη, για την ψήφο των εκτός Επικρατείας Ελλήνων)· έχει υπερβολικά πολλές κακοτεχνίες, στις οποίες αναγκαστικά θα επανέλθω.

Οι «προτάσεις» για τη συνταγματική αναθεώρηση χωρίζονται σε συζητήσιμες, κακότεχνες και «μπολιβαριανές».

- τον συγκρουσιακό χαρακτήρα –τον οποίο όχι μόνον διεκδικεί προγραμματικά με την περίφημη δήλωση των μελών της Επιτροπής, ότι, «ως προς τα κρίσιμα διλήμματα η αναθεώρηση δεν μπορεί να είναι συναινετική», αλλά και πραγματώνει μέσα από προτάσεις επί των οποίων εξαρχής γνωρίζει ότι δεν μπορούν να τύχουν της παραμικρής πολιτικής και επιστημονικής συναίνεσης. Παρά το ότι η ίδια η φύση του αναθεωρητικού διαβήματος αλλά και η κατάστρωσή του στο ελληνικό Σύνταγμα είναι, και καλώς είναι, κατεξοχήν συναινετική

- την επικινδυνότητα, τέλος, αφού τον πυρήνα της αποτελούν «προτάσεις», τις οποίες ας μου επιτραπεί να αποκαλέσω «μπολιβαριανές», που, αν ποτέ υλοποιούνταν, θα μετέτρεπαν το πολίτευμά μας από κοινοβουλευτικό σε ένα είδος κακοχωνεμένης λαοκρατίας.

Αναλυτικά τις «προτάσεις» θα χώριζα σε τρεις άνισες κατηγορίες: συζητήσιμες, κακότεχνες και «μπολιβαριανές».

Στις πρώτες θα κατέτασσα την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, του οποίου μάλιστα ο ίδιος ο τύπος περιέχεται εντός του Συντάγματος, για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους βουλευτές (άρθρα 33 και 59 και όχι 13, όπως αναφέρει η «πρόταση»)· τη σύσταση εξεταστικών Επιτροπών με πρόταση και μειοψηφίας 120 βουλευτών΄ την σε περίπτωση πρόωρης διάλυσης της Βουλής διάρκεια της επόμενης Βουλής μόνο για το διάστημα που απέμενε για την ολοκλήρωση πλήρους θητείας της πρόωρα διαλυθείσας την «κανονικοποίηση» του τρόπου δίωξης των Υπουργών (άρθρο 86), που αποτελεί ώριμο και γενικό αίτημα, γύρω από το οποίο θα μπορούσε να βρεθεί, παρά τις διακηρύξεις της κυβέρνησης, συναίνεση· και, με κάποιες επιφυλάξεις, την ιδέα περί «εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας» (άρθρο 84), καθώς και τη συγκέντρωση υπογραφών από τους πολίτες για τη εισαγωγή νομοθεσίας στη Βουλή, χωρίς βέβαια τα σχετικά «νομοθετικά δημοψηφίσματα». Λίγες διατάξεις και σε ζητήματα όχι πρώτης γραμμής, τέτοια που να δικαιολογούν ένα ολόκληρο αναθεωρητικό διάβημα.

Κακότεχνη, και υποκρύπτουσα αδικαιολόγητη ατολμία, είναι η πρόταση για την –«πλήρη» μάλιστα- «διακριτότητα» (sic) Κράτους και Εκκλησίας δια μέσου «αναγνώρισης της ορθοδοξίας ως ιστορικά επικρατούσας θρησκείας»: ούτε ο όρος «ιστορικά επικρατούσα» έχει το παραμικρό κανονιστικό περιεχόμενο (η κατά το άρθρο 3 του Συντάγματος «επικρατούσα θρησκεία» έχει οδηγήσει σε οιονεί κρατικό ρόλο, τον οποίο η προσθήκη της λέξης «ιστορικώς» ουδόλως θα επηρέαζε), ούτε η υπαναχώρηση ενός «Αριστερού», κατά δήλωση του, κόμματος από την πάγια θέση του περί πλήρους εξάλειψης της αναφοράς σε επικρατούσα θρησκεία δικαιολογείται με κριτήρια άλλα από το πολιτικό κόστος, τη ψηφοθηρία και τον κατευνασμό του ήσσονος κυβερνητικού εταίρου.

Κακότεχνες, και γενεσιουργοί πολιτειακής αλλοίωσης, είναι οι προτεινόμενες «ενισχύσεις» των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ας δεχτούμε ότι θα είχε κάποιο νόημα (αν και, ως επαναφορά καταργηθεισών «υπερεξουσιών», θα έδιναν, κατά τη γνώμη μου, αρνητικό πολιτικό συμβολισμό) η δυνατότητα απεύθυνσης στη Βουλή, σύγκλησης του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών (την οποία πάντως η ανυπαρξία σχετικής διάταξης δεν έχει εμποδίσει την περίοδο της κρίσης) και, ίσως, και «έκδοσης» (sic) διαγγελμάτων. Όμως ο διορισμός εκ μέρους του Προέδρου της Δημοκρατίας (και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα) της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, των ανεξαρτήτων αρχών, καθώς και η ανάμιξη του στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων θα του προσέδιδαν προνομίες όχι πλέον ρυθμιστή αλλά «πολιτικού παίκτη» -αυτές ακριβώς που κατάργησε, και ορθώς, η αναθεώρηση του 1986. Η ενίσχυση αρμοδιοτήτων πρέπει να ειδωθεί σε συνδυασμό με τον προτεινόμενο τρόπο εκλογής του Προέδρου, που τύποις περνά από δύο προσπάθειες εκλογής από τη Βουλή, αλλά στην πράξη θα οδηγούσε πάντα σε απευθείας εκλογή από το λαό, αφού στη Βουλή απαιτείται σταθερή πλειοψηφία δύο τρίτων, ενώ και το ίδιο το αντιπροσωπευτικό σώμα δεν θα ρίσκαρε ποτέ να κατηγορηθεί ότι στάθηκε εμπόδιο στη «λαϊκή έκφραση». Με όλα αυτά είναι βέβαιο ότι ο Πρόεδρος θα (ξανα)γινόταν ένας ισχυρός και αυτόνομος πόλος της εκτελεστικής εξουσίας –και ένας ακόμα Καραμανλής θα δικαιωνόταν αναδρομικά από μια «Αριστερή» κυβέρνηση.

Από τη Δημοκρατία της ευθύνης, η κυβερνητική πρόταση οδηγεί σε μια Δημοκρατία λαϊκιστικής επίφασης και ακυβερνησίας.

Κακότεχνη, και εντελώς αλλοπρόσαλλη, είναι και η κατάστρωση ενός νέου τύπου ελέγχου συνταγματικότητας, που συνδυάζει, ή μάλλον συγχέει, στοιχεία «προληπτικού» (αλλά μόνο σε γνωμοδοτικό επίπεδο) και κατασταλτικού (από ένα «Σούπερ Ανώτατο» αλλά υπό τη πλήρη επιρροή του Προέδρου της Δημοκρατίας Δικαστήριο), όπως επίσης και «διάχυτου» (τύποις η αρμοδιότητα θα παρέμενε σε όλα τα δικαστήρια αλλά αυτά θα υποχρεούνταν να παραπέμπουν ζητήματα συνταγματικότητας στο «Σούπερ» Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο) και συγκεντρωτικού ελέγχου. Η κυβερνητική «πρόταση», μη παίρνοντας θέση στο μόνο ουσιαστικό δίλημμα: διατήρηση του διάχυτου ελέγχου η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, πετυχαίνει το ακατόρθωτο: να αποδυναμώσει το ισχύον και, τουλάχιστον ως την έναρξη της κρίσης, μάλλον αποτελεσματικό σύστημα, χωρίς να εγκαθιδρύσει ένα άλλο που να απαντά στο αίτημα ταχύτητας και καθαρότητας. Αντίθετα: το υβρίδιο που προτείνει θα δημιουργούσε πλήρη ανασφάλεια δικαίου.

Πιο επικίνδυνες από όλες όμως είναι οι «μπολιβαριανές» διατάξεις που περιέχονται στην κυβερνητική «πρόταση». Ο συνδυασμός θεσμοποίησης της απλής αναλογικής και δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας με «ψήφο εμπιστοσύνης» (αντίθετης στην αρχή της δεδηλωμένης) 120 μόνο βουλευτών θα οδηγούσε νομοτελειακά σε ακυβερνησία –και άρα σε συνεχείς εκλογές και άρα σε διαρκή καταφυγή στη «λαϊκή βούληση». Από την άλλη, η υπερφόρτωση του θεσμού του δημοψηφίσματος και η διάχυση του σε πεδία μη συμβατά με δημοψηφισματικού τύπου αποφάνσεις -την ανάκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας, την κύρωση των διεθνών συνθηκών και την επικύρωση της συνταγματικής αναθεώρησης-, σε συνδυασμό με την υποχρεωτικότητα διεξαγωγής δημοψηφισμάτων για εθνικά και νομοθετικά θέματα μέσω συγκέντρωσης ενός ορισμένου αριθμού υπογραφών, αναδεικνύουν τη λαοκρατική, αν όχι οχλοκρατική, αντίληψη της παρούσας κυβέρνησης. Λιγότερο προφανείς, αλλά στην ίδια, κατά τη γνώμη μου, κατεύθυνση, είναι και προτάσεις γαργαλήματος των «λαϊκών» αντανακλαστικών, όπως η πλήρης κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας (άλλο να είναι υπόλογοι οι βουλευτές, άλλο να δίνονται βορά στους ζηλωτές και στο πλήθος), η υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι πάντα εν ενεργεία βουλευτής (ενώ σημασία έχει η επιλογή προσώπου εκ μέρους του κυβερνώντος κόμματος ή συνασπισμού και η εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής στο υποδεικνυόμενο πρόσωπο), ή η δήθεν προστασία «δημόσιων αγαθών» ή «εργασιακών δικαιωμάτων» με τη μόνη εγγραφή τους στο Σύνταγμα (λες και δεν είναι ήδη συνταγματική υποχρέωση της κάθε κυβέρνησης να προστατεύει, μέσω σταθμίσεων και επιλογών, και τα μεν και τα δε).

Με αυτή τη σειρά «προτάσεων», η ευθύνη φεύγει από τα εκλεγμένα όργανα της Πολιτείας και μετατίθεται διαρκώς στο λαό, ακόμα και για απολύτως τεχνικά θέματα, ακόμα και για δύσκολες πολιτικές σταθμίσεις που δεν χωρούν σε ένα Ναι ή ένα Όχι. Θα ήθελαν να μας γυρίσουν σε εποχές «δημοψηφισμάτων» όπως αυτά του προηγουμένου Αρχιεπισκόπου (που κι εκείνος είχε συγκεντρώσει ένα εκατομμύριο υπογραφές για ένα ζήτημα που θα μας έστελνε στα διεθνή δικαστήρια) με το βλέμμα στραμμένο στον Τσάβες και στα κακέκτυπά του.

Από τη Δημοκρατία της ευθύνης, της εθνικής συνεννόησης και των δύσκολων αλλά στιβαρών αποφάσεων υπέρ του γενικού συμφέροντος, η κυβερνητική πρόταση θα οδηγούσε σε μια Δημοκρατία λαϊκιστικής επίφασης και ακυβερνησίας. Παρόλο που το πολιτικό αυτό σχέδιο δεν θα υλοποιηθεί, το πλήγμα που έχει επιφέρει στο Σύνταγμα και τους θεσμούς είναι ήδη βαρύ.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: John Trumbull (1756-1843), The Signing of the Constitution

Μποτόπουλος, Κώστας

Ο Κώστας Μποτόπουλος γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διδάκτορας Συνταγματικού Δικαίου από το Πανεπιστήμιο Paris I- Pantheon – Sorbonne. Δικηγόρος στην Τράπεζα της Ελλάδας και στην ελεύθερη αγορά, με ειδίκευση το δημόσιο και το οικονομικό δίκαιο. Διετέλεσε Σύμβουλος του Υπουργού Προεδρίας Α. Πεπονή για το νόμο περί ΑΣΕΠ, Γενικός Γραμματέας Τουρισμού (2003-2004), Ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ (2007-2009), Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (2011-2015). Συγγραφέας επτά βιβλίων και τακτικός αρθρογράφος στα ΝΕΑ και τη ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ.