Πέμπτη, 17 Δεκ 2015

Περί διεκδικήσεων, αξιώσεων και αιτημάτων

αρθρο του:

«Φυλλομετρώντας» τα e-mail μου το μάτι μου πέφτει πάνω σε ένα σταλμένο από την ομοσπονδία γονέων και κηδεμόνων της περιφέρειας Αττικής. Κάλεσμα σε κινητοποίηση έξω από το υπουργείο Παιδείας. Το περιεχόμενο της ανακοίνωσης είναι βγαλμένο σαν από τον πολύγραφο του γνωστού ιστορικού κόμματος που χρόνια τώρα εκπαιδεύει τους συνδικαλιστές του στη γνωστή κομματική γραμματική ενάντια στον πλούτο της ολιγαρχίας. Το ύφος του είναι πανομοιότυπο από την εποχή που και εγώ σαν φοιτητής εξασκούμουν σε παρόμοιες γλωσσικές συνθέσεις με αραχνιασμένα υλικά και μπόλικη αντικεφαλαιακή γαρνιτούρα για να είναι αρεστό στην καθοδήγηση αλλά και λεκτικούς ελιγμούς ώστε να μη μας φέρουν ιδιαίτερες δυσκολίες οι άλλοι του διοικητικού συμβουλίου που δεν ήταν του κόμματος.

Λέει στην αρχή της η ανακοίνωση: «την ίδια ώρα που ξοδεύονται τεράστια ποσά που πληρώνουν οι πολλοί για να πλουτίζουν οι λίγοι». Αλήθεια ποιος πλουτίζει στην Ελλάδα του 2015; Την ώρα που τόσες ημιθανείς επιχειρήσεις έλαβαν τη χαριστική τους βολή από τα capital controls, την ώρα που η μεγάλη πλειοψηφία των εισηγμένων έχει ζημίες, την ώρα που όσοι αποφάσισαν να επενδύσουν στην Ελλάδα όπως η Hewllet Paccard το μετανιώνουν, που βλέπει κανείς τον πλουτισμό; Και τι κακό θα είχε ένας πλουτισμός μιας υγιούς επιχείρησης που θα έβλεπε να πετυχαίνουν τα σχέδιά της και ενδεχομένως θα αποφάσιζε να κάνει καινούργιες επενδύσεις δίνοντας δουλειά σε περισσότερο κόσμο. (Το τελευταίο βέβαια είναι εντελώς υποθετικό.)

H άκρατη διεκδικησιολογία έχει εξαπλωθεί με ορμή λαφυραγώγησης ενός δημόσιου πλούτου που τελικά δεν υπάρχει.

Συμβαίνει λοιπόν στο πλαίσιο ενός κυριαρχικού «προοδευτισμού» να διεκδικούμε τα πάντα χωρίς προσπάθεια κατανόησης της επίτευξής τους. Άκουγα από αγωνιστές εκπροσώπους της ένωσης γονέων ότι δε βλέπουν με καλό μάτι την παροχή γευμάτων στα σχολεία από το ίδρυμα Νιάρχου γιατί είναι εκπρόσωπος των μονοπωλίων και ότι το κράτος θα έπρεπε να χορηγεί σε όλα τα παιδιά δωρεάν γεύματα. Αυτή η άκρατη διεκδικησιολογία έχει εξαπλωθεί με ορμή λαφυραγώγησης ενός δημόσιου πλούτου που τελικά δεν υπάρχει αφού τελικά το κράτος για τα στοιχειώδη αναγκάζεται να δανειστεί μέσω μνημονίου ή να ψάχνει δημοσιονομικά ισοδύναμα. Ίσως αυτή η μαξιμαλιστική διεκδίκηση για φαινομενικά ηθικούς σκοπούς είναι ίδιον της αριστεράς που όταν τελικά χρεώνεται με την κυβερνητική πραγμάτωσή τους προσγειώνεται μετά από δεκαεξάωρη διαπραγμάτευση στο πεδίο της καθόλου ρομαντικής πραγματικότητας, συνειδητοποιώντας ότι δεν υπάρχουν οι θησαυροί που υποσχόταν ο παλιός χάρτης.

Κάτι άλλο που μου προκαλεί εντύπωση στην ανακοίνωση της κινητοποίησης είναι η ώρα της. «11:30 π.μ.», εργάσιμης ημέρας. Αλήθεια ποιος εργαζόμενος μπορεί ν’ αφήσει τη δουλειά του και να πάει; Μπορεί ένας καθηγητής ν’ αφήσει το σχολείο, μπορεί ένας τραπεζοϋπάλληλος να αφήσει το κοινό, μπορεί ένας καταστηματάρχης ή ένας υπάλληλός του ν’ αφήσει το κατάστημα ή ένας εργάτης να πάρει εύκολα άδεια έστω και για λίγες ώρες. Οι κινητοποιήσεις γίνονται όλο και πιο πολύ διεκπεραιωτικές και εθιμοτυπικές οδοιπορίες. Πηγαίνουν οι επαγγελματίες συνδικαλιστές που είναι αποσπασμένοι σε κάποιο σύλλογο ή σε ομοσπονδία, τα κομματικά στελέχη συνεπικουρούμενοι από φοιτητές και λιγοστούς εργαζόμενους. Συνήθως είναι οι ίδιοι πανταχού παρόντες σε διακλαδική και δια-επαγγελματική κλίμακα. Το ίδιο ισχύει αναλογικά σε μια μέρα απεργίας. Ως γνωστό οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα απεργούν ελάχιστα. Τα καταστήματα είναι ανοιχτά η προσπαθούν να μείνουν ανοιχτά κάποιες ώρες υπό το φόβο των επεισοδίων. Η απεργία στερείται νοήματος για τους περισσότερους εργαζόμενους που προσπαθούν να φτάσουν στη δουλειά τους εν μέσω κυκλοφοριακού και ρυπαντικού χάους πληρώνοντας ταξί ή parking, νιώθοντας την τυραννική ευαισθησία των συνδικαλιστών. Η λίστα των αιτημάτων επαναλαμβάνει άκαμπτα παλιά λήμματα του συνδικαλιστικού λεξιλογίου περί συνθηκών και αυξήσεων.

Η συνδικαλιστική διάλεκτος έχει διαρρήξει τη σχέση της με την εργασιακή πραγματικότητα.

Στους περισσότερους ακούγονται αόριστα και χωρίς αντίκρυσμα στον επαγγελματικό τους βίο. Η συνδικαλιστική διάλεκτος έχει διαρρήξει τη σχέση της με την εργασιακή πραγματικότητα. Στα 25 χρόνια που δουλεύω βλέπω την εξέλιξη του θεσμικού πλαισίου να κατευθύνεται αντίθετα από τις διακηρύξεις και τα αιτήματα. Δηλαδή απελευθερώνονται περισσότερο οι εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό και απορρυθμίζεται περισσότερο η αγορά, έστω λίγο ανορθόδοξα σε πείσμα των απεργιών, είτε λόγω μνημονιακών δεσμεύσεων είτε με αμιγώς κυβερνητικές επιλογές.

Οι απεργίες προσπαθούν να απαντήσουν στα σύγχρονα ερωτήματα με σκέψεις και συνθήματα της εποχής του Taylor. Οι σύγχρονες παραγωγικές σχέσεις όμως απέχουν πολύ την οριοθετημένη τους διάρθρωση εκείνης της εποχής. Σήμερα οι παραγωγικές δυνάμεις και οι σχέσεις είναι ένα μωσαϊκό. Σε πολλές επιχειρήσεις και οργανισμούς εργοδότης είναι το δημόσιο, σε άλλες μπορεί να είναι ένας μικρός επαγγελματίας που προσπαθεί να επιβιώσει, ενώ στις περιπτώσεις τραπεζών στο ιδιοκτησιακό καθεστώς μπορεί να υπάρχουν δεκάδες funds και ασφαλιστικά ταμεία που εκπροσωπούν πολλούς μικρούς αποταμιευτές και επενδυτές. Οι κινητοποιήσεις στοχεύουν στο δυσκόλεμα της ζωής του κοινωνικού συνόλου προς ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας του διεκδικητή απέναντι στην κρατική διοίκηση που όμως έχει ψηφιστεί από το κοινωνικό σύνολο. Οι σημερινοί διεκδικητές κάλλιστα μπορεί να είναι οι ταλαιπωρημένοι πολίτες της επόμενης μέρας και πάει λέγοντας. Πάντως στις σημερινές κινητοποιήσεις δεν βρίσκει κανείς κάτι το δημιουργικό κάτι που θα μπορούσε να επιφέρει μια καινοτόμο αλλαγή που θα καλυτέρευε την αξία, τη δυναμική και γιατί όχι την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης και των εργαζομένων της. Συνήθως οι συγγραφείς των αιτημάτων απέχουν από τον καθημερινό βίο της επιχείρησης και δεν έχουν εμπεδωμένη την κουλτούρα του καθημερινού «εργασιακού» αγώνα.

Θα μπορούσαν πάντως (και υπάρχουν τέτοια εγχειρήματα) οι συγκρούσεις να είναι γόνιμες και να συνεισφέρουν θετικά στην επιχείρηση και όχι να την υπονομεύουν αποστερώντας την από έσοδα και όταν πρόκειται για δημόσια, φορτώνοντάς την ελλείμματα που τελικά θα καλυφτούν από τους φόρους του κοινωνικού συνόλου. 

Τα αιτήματα και οι αξιώσεις θα πρέπει να αυθυπερβαίνονται σε αιτήματα και αξιώσεις πιο ουσιαστικού ρόλου του εργαζόμενου.

Οι ελπίδες των εργαζομένων πρέπει να στηρίζονται στο αξιοβίωτο των επιχειρήσεων ειδικά τώρα που λαμβάνει χώρα απότομος επαναπροσδιορισμός του ιδιοκτησιακού χάρτη. Να συμβάλλουν κι όχι να απαξιώνουν την εμπέδωση ενός κλίματος αντιστροφής της οικονομικής στασιμότητας. Παλαιότερα σε καθεστώς δραχμής η κυβέρνηση δεν δυσκολευόταν και πολύ να ικανοποιεί αιτήματα περί αυξήσεων οι οποίες μετά εξανεμίζονταν από τον υψηλό πληθωρισμό ή από την υποτίμηση όποτε γινόταν.

Σε πείσμα λοιπόν αυτών των πρακτικών, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε εκφράσει με ειλικρίνεια, πιστεύω, τις σκέψεις του μιλώντας για οικονομικίστικα αιτήματα, συντεχνίες αλλά και την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Οι όροι αυτοί όσο κι αν εισπράξανε την μήνιν της αριστεράς έχουν μια σημασία ακόμη και σήμερα. Σήμερα που τα αιτήματα και οι αξιώσεις θα πρέπει να αυθυπερβαίνονται σε αιτήματα και αξιώσεις πιο ουσιαστικού ρόλου του εργαζόμενου, καλυτέρευσης των γνώσεων και των δεξιοτήτων του, της ομαδικότητας και της αλληλεγγύης και ενδυνάμωσης της προσαρμοστικότητας σ’ ένα περιβάλλον συνεχών αλλαγών.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Salvador Dalí, (1904 –1989) The Persistence of Memory

Κυριαζής, Στέλιος

Ο Στέλιος Κυριαζής είναι οικονομολόγος κάτοχος του Master in Decision Sciences του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και τα τελευταία 22 χρόνια εργάζεται στο χρηματοπιστωτικό τομέα