Σάββατο, 11 Μαρ 2017

Τί σημαίνει η ένταξη στο QE για την Ελλάδα

αρθρο του:

Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που αναμένει η ελληνική κυβέρνηση από την ολοκλήρωση της αξιολόγησης όταν αυτή προκύψει, είναι η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα QE δηλαδή τις πράξεις νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ για την διευκόλυνση της ρευστότητας.

Τί σημαίνει όμως αυτό για την ελληνική οικονομία;

Ο άμεσος αντίκτυπος της ένταξης των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα θα είναι οι χαμηλότερες αποδόσεις τους, πιθανότατα πάνω από 200 μονάδες βάσης, που σημαίνει ότι από το μέσο επιτόκιο των 10ετών ομολόγων στο 7% θα πέσουν σταδιακά τουλάχιστον στο 5%, προσεγγίζοντας τα επίπεδα των ομολόγων Ισπανίας, Πορτογαλίας και Ιρλανδίας.

Αν καταλήξει θετικά η αξιολόγηση και μόνο η προεξόφληση του γεγονότος θα οδηγήσει σε ταχεία αποκλιμάκωση των επιτοκίων των ομολόγων, απελευθερώνοντας πρόσθετη ρευστότητα για τις ελληνικές τράπεζες και την ελληνική οικονομία.

Το επόμενο βήμα θα είναι η αναβάθμιση των ομολόγων από τους διεθνείς οίκους που σημαίνει ότι στο πρώτο εξάμηνο από την ένταξη στο QE θα μπορεί η χώρα να σχεδιάσει κάποια επιλεκτική έξοδο στις αγορές για βραχυπρόθεσμες κυρίως ανάγκες.

Αν συνεχιστεί επί μακρόν το πρόγραμμα της ΕΚΤ, τότε ενδέχεται τα επιτόκια του δεκαετούς να προσεγγίσουν τα επιτόκια του ESM με βάση τα οποία δανείζεται η ελληνική κυβέρνηση, γεγονός που θα σημάνει σταδιακά την άρση του αποκλεισμού της χώρας από τις διεθνείς αγορές και την ανάκτηση της εθνικής αξιοπιστίας.

Με βάση τα σημερινά δεδομένα βέβαια, η ΕΚΤ δεν μπορεί να προβεί σε αγορές ελληνικών τίτλων, πέραν των 4-4,5 δις ευρώ, καθώς κατέχει συνολικά περί τα 24 δις ευρώ ως χρέος επί των ομολόγων.

Μάλιστα οι αγορές αυτές θα γίνονται σταδιακά μέσα στο 2017 αν και εφόσον καταφέρει η χώρα να ενταχθεί στο πρόγραμμα τον Απρίλιο.

Εκτός αυτού, οι τράπεζες θα επιχειρήσουν εκδόσεις ομολογιακών δανείων ή καλυμμένων ομολόγων για να ενισχύσουν τη ρευστότητά τους και να μειώσουν το ρίσκο.

Σημαντικό επίσης θεωρείται το ότι θ’ ανέλθει η αξία των εταιρικών ομολόγων καθώς σε αρκετές περιπτώσεις λόγω της έλλειψης ρευστότητας είχαν καταλήξει να θεωρούνται ακόμα και junk bonds.

Αυτό το γεγονός θα τους δώσει την δυνατότητα να συμμετέχουν, και στο εναλλακτικό πρόγραμμα της ΕΚΤ, που αφορά την αγορά εταιρικών ομολόγων δημιουργώντας συνθήκες αναχρηματοδότησης του χρέους και ανάπτυξης των επιχειρήσεων.

Στο πλαίσιο αυτό ενδέχεται να δοθεί μέσα από το ευρωσύστημα η άδεια και στην Τράπεζα της Ελλάδος ν’αγοράσει χρέος επιχειρήσεων υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης αν και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, καθώς το πρόγραμμα επιτρέπει αγορές είτε από τους εκδότες είτε από την δευτερογενή αγορά.

Η σημαντική ενίσχυση της ρευστότητας που θα προκύψει παρά το περιορισμένο ποσό των επιλέξιμων ομολόγων για πράξεις αγοράς, θα οδηγήσει στην χαλάρωση και τελικά στην κατάργηση των capital controls, επιταχύνοντας τις εμπορικές συναλλαγές και δημιουργώντας μεγάλη δυναμική στις εξαγωγές της χώρας.

Βέβαια παρά τις παραπάνω θετικές εξελίξεις, ενδέχεται τα πράγματα να μην εξελιχθούν ακριβώς έτσι, γιατί ακόμα και αν κλείσει η αξιολόγηση, ενδέχεται η ΕΚΤ ν’αλλάξει πλεύση και πολιτική.

Βασική αιτία είναι η άνοδος του πληθωρισμού στην ευρωζώνη που πλέον βρίσκεται στο 2% και αποτελεί το όριο αναθέρμανσης της οικονομίας, γεγονός που δίνει σήμα για πολλούς αναλυτές, μετά και την πίεση της Γερμανίας, για περιστολή των πράξεων νομισματικής πολιτικής.

Αν συμβεί αυτό, τότε η ΕΚΤ θα ξεκινήσει το λεγόμενο tapering, που σημαίνει σταδιακή και αυξανόμενη περιστολή αγοράς κρατικών ομολόγων στην ευρωζώνη, γεγονός που ενδέχεται ν’αποκλείσει τελικά την Ελλάδα από το QE.

Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα πρέπει να ολοκληρώσει σύντομα την αξιολόγηση καταλήγωντας στα απαραίτητα δημοσιονομικά μέτρα για το διάστημα μετά το 2018, καθώς οι προϋποθέσεις ένταξης στο QE είναι αφενός το κλείσιμο της αξιολόγησης, η οριστικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.

Κατόπιν τούτου, θ’ ακολουθήσει η ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους από την ΕΚΤ δηλαδή το DSA, ώστε να υπάρξει η τελική έγκριση ένταξης της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση με όλες τις θετικές προοπτικές που αναφέρθηκαν.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Eugène Boudin (1824 – 1898), Deauville, Low Tide

Ρεντούμης, Μελέτης

Ο Μελέτης Ρεντούμης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αποφοιτώντας από το τμήμα Οικονομικής Επιστήμης. Συνέχισε για μεταπτυχιακά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, με αντικείμενο τις Ευρωπαϊκές Σπουδές και εξειδίκευση στα χρηματοοικονομικά και τις χρηματοδοτήσεις. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, για περίπου ένα χρόνο, πάνω στο ερευνητικό πεδίο της ασφάλισης και τιμολόγησης των πληροφοριών μεγάλων συστημάτων. Το 2007 ως στέλεχος της Eurobank ανέλαβε υπεύθυνος για θέματα στρατηγικών συμφωνιών με μεγάλους προμηθευτές καθώς και για την διαχείριση του κόστους. Από το 2015 παραμένει στον Όμιλο της Eurobank ως επικεφαλής Συντονισμού Διεθνών Δραστηριοτήτων για θέματα Προμηθειών.