Σάββατο, 18 Φεβ 2017

Λαϊκισμός και Εξουσία: Η ελληνική περίπτωση

αρθρο του:

Ομιλία Πέτρου Παπασαραντόπουλου στην εκδήλωση του Κύκλου ιδεών «Εθνικολαϊκιστές Vs. Υπνοβάτες. Η Ευρώπη και η Ελλάδα στον παγκόσμιο χάρτη του λαϊκισμού»
με συνομιλητές τον Ανδρέα Πανταζόπουλο, Ιάσωνα Πιπίνη, Βασίλη Παπαβασιλείου, Ευάγγελο Βενιζέλο, και συντονιστή τον Ηλία Κανέλλη


Πριν εξετάσουμε τη σχέση λαϊκισμού και εξουσίας είναι απαραίτητο να ορίσουμε τι είναι λαϊκισμός. Η ανάγκη μιας τέτοιας εννοιολόγησης είναι απαραίτητη δεδομένου ότι υπάρχει μια ασάφεια περί τον όρο αυτό αλλά και επειδή υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι «η έννοια του λαϊκισμού με τη χρόνια κατάχρησή της έχασε κάθε ερμηνευτική δύναμη».

Υπάρχουν τρία θεμελιώδη στοιχεία που ορίζουν την ταυτότητα του λαϊκισμού, ως ιδεολογίας. Τα δύο πρώτα είναι δύο αριθμοί. Το 99 και το 1. Όπως και να ορίζει κανείς το λαϊκισμό, υπάρχει ευρύτατη συμφωνία ανάμεσα στους μελετητές του φαινομένου ότι στο DNA της λαϊκιστικής ιδεολογίας υπάρχει μια θεμελιώδης διάκριση, αντίθεση και διαπάλη ανάμεσα στον λαό, που αντιπροσωπεύει το 99% μιας κοινωνίας και στις ελίτ, που αντιστοιχούν στο 1%. Δύο κοινωνικά υποσύνολα σε διαρκή σύγκρουση, μέχρι τελικής πτώσεως. Ο θάνατός σου η ζωή μου. Ακριβώς όπως στα σπαγγέτι γουέστερν ή στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Οι λευκοί και οι Ινδιάνοι. Οι καλοί και οι κακοί.

Στην απλοϊκή πρόσληψη του λαϊκισμού, ο λαός είναι εξ ορισμού αγνός.

Σε αυτή την απλοϊκή πρόσληψη των κοινωνικών σχηματισμών, που αγνοεί την πολυπλοκότητα των συμφερόντων αλλά και των αναγκών, ο λαός είναι εξ ορισμού αγνός. Άσπιλος, αμόλυντος, άχραντος, άμεμπτος, αμίαντος, ακηλίδωτος, αστιγμάτιστος, άμωμος, αειπάρθενος.

Αντίθετα, οι ελίτ, το 1%, είναι εξ’ ορισμού διεφθαρμένες. Είναι αυτές που θέλουν να πιούν το αίμα του λαού. Είναι αυτές που, όπως δήλωνε γλαφυρά ο ακροδεξιός Αυστριακός Γέργκ Χάιντερ, «δίνουν τις εντολές μέσα από το γυάλινο πύργο τους» και «απεχθάνονται το λαό». Είναι αυτές που «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», όπως δήλωνε προεκλογικά τον Σεπτέμβριο του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας. Είναι εν τέλει, ή εμείς ή αυτοί, που ήταν το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά το 2012.

Το τρίτο στοιχείο είναι ότι σε κάθε κοινωνία υπάρχει μια «γενική βούληση» (volonte general) του λαού. Η επίκληση της γενικής βούλησης, σε αντίθεση με την ιστορικά προσδιορισμένη βούληση όλων (volonte de tous) είναι εν τοις πράγμασι η άρνηση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και η υποκατάστασή της από τις αμεσοδημοκρατικές φαντασιώσεις και τις δημοψηφισματικές χίμαιρες. Δεχόμενοι ότι υπάρχει μια αχρονική, ανιστορική «γενική βούληση», ενός λαού που πάντα έχει δίκιο, επειδή είναι «σοφός», για να θυμηθούμε τα αριστερά στερεότυπα της μεταπολίτευσης, τότε πρέπει να προσφεύγουμε δημοψηφισματικά συνεχώς σε αυτόν. Ακριβώς όπως έγινε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2015 και προβλέπεται να κατοχυρωθεί και συνταγματικά στην αναθεώρηση του Συντάγματος που έχει εξαγγείλει η παρούσα κυβέρνηση. Το έχει διατυπώσει με ακρίβεια ο Ούγκο Τσάβες, ήδη από το 2007: «Όλα τα άτομα υπόκεινται στο λάθος και τον πειρασμό, αλλά όχι ο λαός, ο οποίος διαθέτει έναν υψηλό βαθμό συνείδησης σχετικά με το τι είναι για το καλό του, και του μέτρου της ανεξαρτησίας του. Γι’ αυτό η κρίση του είναι αγνή, η βούλησή του ισχυρή και κανένας δεν μπορεί να τη διαφθείρει ή να την απειλήσει».

Ο λαϊκισμός είναι μια βαθιά διχαστική, μονιστική και μανιχαϊστική ιδεολογία. Μια πολιτική θεολογία.

Όπως μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί, ο λαϊκισμός είναι μια βαθιά διχαστική, μονιστική και μανιχαϊστική ιδεολογία. Μια πολιτική θεολογία. Είναι το αντίθετο των πλουραλιστικών προσεγγίσεων που είναι η ουσία των φιλελεύθερων δυτικών δημοκρατιών. Ο λαϊκισμός είναι θεμελιωδώς αντιφιλελεύθερος. Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να επινοεί εχθρούς. Οι εχθροί είναι ο λόγος της ύπαρξης των λαϊκιστών. Χωρίς την επινόηση εχθρών, οι λαϊκιστές δεν υπάρχουν. Οι συναινέσεις, δομικό στοιχείο των φιλελεύθερων δημοκρατιών είναι «νεοφιλελευθερισμός». Η πολιτική αντιπαράθεση δεν γίνεται ανάμεσα σε αντιπάλους αλλά ανάμεσα σε εχθρούς. Είναι η υιοθέτηση της άποψης του εθνικοσοσιαλιστή θεωρητικού Καρλ Σμιτ ότι πολιτική είναι η διάκριση ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η θετική επίκληση του Καρλ Σμιτ στο έργο πολλών διανοητών της ριζοσπαστικής αριστεράς όπως ο Ερνέστο Λακλάου και η Σαντάλ Μούφ, που υποστηρίζουν ότι ο λαϊκισμός είναι η ουσία της πολιτικής και δύναμη χειραφέτησης των καταπιεσμένων, θεωρώντας ότι το πρόβλημα είναι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες και η λύση υπάρχει μόνον σε ένα πολίτευμα διαρκούς σύγκρουσης, που είναι η αποκαλούμενη «ριζοσπαστική δημοκρατία». Οι θεωρίες αυτές αγνοούν και αρνούνται τη βασική κατάκτηση της νεωτερικότητας που είναι το κοινωνικό συμβόλαιο, ως βάση της συνύπαρξης των ατόμων σε κοινωνικά σύνολα, με συναινέσεις, αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, σε συνθήκες πλουραλισμού, που είναι η ουσία των φιλελεύθερων δυτικών δημοκρατιών. Παραπέμπουν στη λεγόμενη φυσική κατάσταση των ανθρώπων του Hobbes που αμφισβητεί τη δημοκρατία της συναίνεσης και που υποστηρίζει το Κράτος Λεβιάθαν.

Από όσα προαναφέρθηκαν προκύπτει ένα σοβαρό πρόβλημα. Ο λαϊκισμός ως ιδεολογία μπορεί να είναι ελκυστικός, αλλά δεν μπορεί, από μόνος του, να γίνει το κονίαμα, η συγκολλητική δύναμη, μιας κοινωνίας. Είναι εξαιρετικά αβαθής, έχει ισχνό πυρήνα (thin-centered). Έχει ανάγκη, και το κάνει, να προσκολληθεί σε μια ανώτερη, πυκνή ιδεολογία. Ακριβώς όπως το παράσιτο, αναζητεί έναν ξενιστή, οποιονδήποτε ξενιστή, για να επιβιώσει. Όπως η ακρίδα εφορμά στις καλλιέργειες. Ομάδες υψηλού κινδύνου για να δεχτούν την επιδρομή του λαϊκισμού είναι η συντηρητική και η σοσιαλιστική ιδεολογία. Η συντηρητική ιδεολογία έχει πολλά στοιχεία εχθροπάθειας. Οι μετανάστες, οι «άλλοι», οι ξένοι, το διαφορετικό. Η σοσιαλιστική ιδεολογία, ιδίως στην αρχαϊκή μαρξιστικολενινιστική εκδοχή της, εμπεριέχει το ταξικό μίσος και την περιφρόνηση προς την «αστική» δημοκρατία. Ακριβώς λόγω αυτών των εκλεκτικών συγγενειών, ο λαϊκισμός επικάθεται σε αυτές τις ιδεολογίες ξενιστές όχι εξωπαρασιτικά αλλά ενδοπαρασιτικά. Συνεξελίσσεται μαζί τους, τις μεταλλάσει. Είναι μια ιδεολογία χαμαιλέων. Μπορούμε να το δούμε στις ημέρες μας στην Ελλάδα. ΑΝΕΛ και ΣΥΡΙΖΑ, μοιάζουν μαζί τους όλο και περισσότερο. Συνεξελίσσονται. Ο αντιευρωπαϊσμός του ΣΥΡΙΖΑ συναντάει τον πρωτόγονο εθνικισμό των ΑΝΕΛ και έχουμε μια νέα υβριδική μορφή που έως πρόσφατα τη συναντούσε κανείς κυρίως στη Λατινική Αμερική, τον εθνικολαϊκισμό.

Μπορούμε λοιπόν, με όσα προαναφέρθηκαν να δώσουμε τον ακόλουθο ορισμό του λαϊκισμού: «Λαϊκισμός είναι μια ιδεολογία ισχνού πυρήνα (thin-centered ideology) που θεωρεί την κοινωνία ως στην ουσία διαχωρισμένη σε δύο ομοιογενείς και ανταγωνιστικές ομάδες, τον “αγνό λαό” ενάντια στις “διεφθαρμένες ελίτ”, και που υποστηρίζει ότι η πολιτική θα πρέπει να αποτελεί έκφραση της volonté générale, (γενικής βούλησης) του λαού».

Ο λαϊκισμός στην εξουσία στην Ευρώπη

Η εμφάνιση του λαϊκισμού στην Ευρώπη, ως υπολογίσιμης πολιτικής δύναμης, είναι σχετικά νέο φαινόμενο, των τελευταίων 2-3 δεκαετιών. Έχουμε το φαινόμενο που «κόμματα-παρίες» εισέρχονται στο πολιτικό παίγνιο εκμεταλλευόμενα τις ανασφαλείς ταυτότητες κοινωνικών ομάδων και τη βεβαιότητά τους, πραγματική ή φαντασιακή, ότι κινδυνεύουν. Από τους μετανάστες, την παγκοσμιοποίηση και από κάθε είδους εχθρούς.

Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο λαϊκισμός στην Ευρώπη, σε αντίθεση με τη Λατινική Αμερική, προσκολλάται στο δεξιό άκρο της συντηρητικής ιδεολογίας, εργαλειοποιώντας τον νατιβισμό της, οπότε έχουμε την εμφάνιση μιας νέας πολιτικής οικογένειας, εκείνης των Λαϊκιστικών Ριζοσπαστικών Δεξιών Κομμάτων. Αρχικά, και έως πρόσφατα, ήταν μια μάλλον περιθωριακή κομματική οικογένεια. Παρότι κόμματα που ανήκουν σε αυτή την ομάδα συμμετείχαν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς, σε πάνω από 10 χώρες, ως ελάσσονες εταίροι, τα αποτελέσματα και συνακόλουθα η επιρροή τους ήταν περιορισμένα. Η μετάβαση από τη διαμαρτυρία στη διακυβέρνηση ήταν τραυματική και στις περισσότερες περιπτώσεις, μετά από το σοκ της πρόσκρουσης στην πραγματικότητα, τα κόμματα αυτά είτε παρήκμασαν, είτε ενσωματώθηκαν σε μεγαλύτερους σχηματισμούς, είτε μετασχηματίστηκαν σε συστημικά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στις τελευταίες ευρωεκλογές του 2014, που διεξήχθησαν περίπου με απλή αναλογική, στο σύνολο των 751 εδρών στο Ευρωκοινοβούλιο τα ακροδεξιά κόμματα κατέχουν 51, δηλαδή 6,8% των εδρών. 

Τα καθιερωμένα κόμματα προσπάθησαν να ενσωματώσουν στον πολιτικό τους λόγο την ατζέντα των ακροδεξιών λαϊκιστών.

Η κατάσταση αλλάζει δραματικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’10. Στην Ουγγαρία ανέρχεται στην εξουσία, με εκλογές, ο Βίκτορ Όρμπαν και το κόμμα FIDES, με απόλυτη πλειοψηφία, ενώ αντιπολίτευση είναι ένα εξτρεμιστικό δεξιό κόμμα, το JOBBIK. Ο Cas Mudde, βαθύς μελετητής του φαινομένου του λαϊκισμού, εντοπίζει 5 κεντρικά σημεία στη λαϊκιστική εξουσία του Όρμπαν, παρόμοια με εκείνα του Τσάβες και του Μαδούρο στη Βενεζουέλα. Πρόκειται για μία δέσμη πέντε ακτίνων, που συγκροτεί τη λαϊκιστική εξουσιαστική πράξη:

  • Συνταγματικές αναθεωρήσεις
  • Έλεγχος της Δικαιοσύνης
  • Ποδηγέτηση Ανεξαρτήτων Αρχών
  • Φορολογικές επιδρομές σε αντιφρονούντες
  • Εμπόδια στην αδειοδότηση ραδιοτηλεοπτικών μέσων και προσπάθεια φίμωσης των αντιπολιτευόμενων μέσων ενημέρωσης.

Παράλληλα, εμφανίζεται και στην Ευρώπη το φαινόμενο ακροαριστερών λαϊκιστικών κομμάτων, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και οι PODEMOS στην Ισπανία.

Η επέλαση συνεχίζεται και οι λαϊκιστές κερδίζουν το δημοψήφισμα για το Brexit στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ στις ΗΠΑ ο Ντόλαντ Τραμπ, παρά πάσα προσδοκία, εκλέγεται πρόεδρος. Το 2017 θα είναι μια κρίσιμη χρονιά με εκλογές στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία και ενδεχομένως την Ιταλία.

Το μεγάλο πρόβλημα στην Ευρώπη είναι ότι στο αρχικό στάδιο της εμφάνισης των λαϊκιστικών κομμάτων, τα καθιερωμένα κόμματα προσπάθησαν να ενσωματώσουν στον πολιτικό τους λόγο και την κυβερνητική τους πρακτική την ατζέντα των ακροδεξιών λαϊκιστών. Συνέργησαν στο να θεωρηθεί «κανονική» η ρητορεία τους. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει για τη γλώσσα του λαϊκισμού ο Ιταλός Νικόλαο Μέρκερ, ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης, «το υποδειγματικό προηγούμενο είναι το “Mein Kampf” του Χίτλερ. Σε αυτό συναντάμε μια γλώσσα αποτελούμενη από λίγες στερεότυπες διατυπώσεις, που επαναλαμβάνονται με τρόπο επίμονο, μέχρι που να τις κάνει να γίνουν αλήθειες, όπως έλεγε ο Γκέμπελς. Είναι ο εγκωμιασμός του ενστίκτου και της διαίσθησης ενάντια στον ορθολογικό συλλογισμό».

Όμως, τα τελευταία χρόνια, το πολιτικό σύστημα και τα καθιερωμένα κόμματα στην Ευρώπη αποφάσισαν να αντιδράσουν, έστω και καθυστερημένα. Συνειδητοποίησαν ότι ο αριστεροδέξιος λαϊκισμός απειλεί τα θεμέλια των δυτικών δημοκρατιών, που με όλα τους τα ελαττώματα και τα προβλήματα είναι ότι καλύτερο έχει επινοήσει ο ανθρώπινος νους ως μέθοδο κοινωνικής συμβίωσης. Με τα λόγια ενός έγκυρου μελετητή, του Cas Mudde, «υποστηρίζω τη φιλελεύθερη δημοκρατία, δέχομαι ότι έχει ατέλειες, και πιστεύω ότι θα μπορούσε στο μέλλον να αναπτυχθεί ένα καλύτερο σύστημα. Επίσης πιστεύω ότι κάποιες ιδέες είναι καλύτερες από κάποιες άλλες, αλλά καμία ιδέα δεν μπορεί να διεκδικήσει την αιώνια αλήθεια».

Στις αντιδράσεις απέναντι στον λαϊκισμό, ως θεμελιώδους απειλής για τη Δημοκρατία, πρωτοστατεί ο Μάρτιν Σουλτς, τον οποίο κάποιοι ανακάλυψαν οψίμως στην Ελλάδα. Ο Σουλτς καταγγέλλει τον λαϊκισμό των ευρωσκεπτικιστών που θεωρούν όσους έχουν αντίθετες απόψεις όχι ως αντιπάλους αλλά ως εχθρούς και χαρακτηρίζει τους λαϊκιστές ως ασυνείδητους και ανήθικους, «που δεν έχουν λύσεις να προτείνουν και εκμεταλλεύονται τους φόβους των απλών ανθρώπων».

Λαϊκισμός και εξουσία στην Ελλάδα – υπάρχει ελπίδα;

Στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει τις εκλογές στις αρχές του 2015 και εφαρμόζει, με εντυπωσιακή ακρίβεια, τις πρακτικές, την ακτίνα των πέντε μέτρων, του Όρμπαν και του Μαδούρο, όπως έχω δείξει με παράθεση πληθώρας στοιχείων στο κείμενο μου με τίτλο «Η Μαύρη Βίβλος του ΣΥΡΙΖΑ».

Πριν από την εκλογική επικράτηση, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ηγεμονεύσει στα μυαλά των ανθρώπων.

Όμως, πριν από την εκλογική επικράτηση, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ηγεμονεύσει στα μυαλά των ανθρώπων. Το «αντιμνημόνιο», που είχε γίνει το ιερό τοτέμ της ελληνικής κοινωνίας, καταρρέει λίγες ημέρες μετά το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Στη θέση του, εξαπλώνεται ραγδαία ο ανορθολογισμός και ο αντιευρωπαϊσμός, που είναι η Μεγάλη Ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο λαϊκιστικός λόγος του μίσους συνεχίζει να είναι η κυρίαρχη αφήγηση στην πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.

Η βασική δεξαμενή των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο λαός της κεντροαριστεράς που για 4 δεκαετίες είχε στεγαστεί στο ΠΑΣΟΚ.

Δυστυχώς, σε αυτή τη λαϊκιστική λαίλαπα, στην Ελλάδα της κρίσης, τα κόμματα που συγκρότησαν τον κυρίαρχο δικομματισμό της μεταπολίτευσης, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, αποδείχτηκαν κατώτερα των περιστάσεων. Αρνήθηκαν, εν τοις πράγμασι, να αντιτάξουν στις φαντασιώσεις των λαϊκιστών μια ρωμαλέα υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων καθώς και έναν αποφασιστικό λόγο υπεράσπισης της δημοκρατίας. Στην πράξη συμπεριφέρθηκαν, όπως επισημαίνει η Σέρι Μπέρμαν, ως «δύσμοιρα θύματα του οικονομικού ή του δημογραφικού τους περιβάλλοντος», ξεχνώντας ότι πρέπει να είναι «ενεργοί διαμορφωτές της δικής τους μοίρας». Με άλλα λόγια, συμπεριφέρθηκαν ως δέσμιοι της κάλπης, άβουλοι και άτολμοι απέναντι στους ψηφοφόρους που θα πρέπει να ακούσουν κάτι σοβαρό, κάτι πειστικό, που θα τους επιτρέψει να στρέψουν την πλάτη στους δημαγωγούς. Αντί γι’ αυτό, συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να λένε μισόλογα, ή ακόμα χειρότερα, να επαναλαμβάνουν σε light εκδοχή την αντιευρωπαϊκή και αντιμνημονιακή ρητορεία των δημαγωγών. Για λόγους ιστορικής ακρίβειας πρέπει να αναφέρουμε ως εν μέρει εξαίρεση την περίοδο 2012-2014, που η τότε κυβέρνηση προέταξε πολλές φορές το συμφέρον της χώρας από το στενό κομματικό συμφέρον, ακολουθώντας μια αντιλαϊκιστική πρακτική, με πολλούς δισταγμούς και παλινδρομήσεις.

Έχουμε όλοι ιστορικό χρέος στις επόμενες γενιές να δώσουμε αυτή τη μάχη.

Ειδικά στον χώρο της κεντροαριστεράς συζητείται η άποψη ότι μια συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να αποτρέψει μια «δεξιά παλινόρθωση». Η άποψη ότι ένα λαϊκιστικό κόμμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη συγκεκριμένη ανθρωπογεωγραφία και τις λενινιστικές καταβολές, μπορεί να ασπαστεί τις αρχές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είναι Contradictio in terminis, αντιφατική καθ’ εαυτή. Είναι σαν να υποστηρίζει κανείς ότι υπάρχει τετράγωνος κύκλος. Και αυτό επειδή ανάμεσα στον βασικό ιδεολογικό και πολιτικό πυρήνα των ιδεών της σοσιαλδημοκρατίας και εκείνον του λαϊκισμού, υπάρχει πλήρης ασυμβατότητα. Η διαφορά των δύο προσεγγίσεων ιδεολογικά συμπυκνώνεται στο χάσμα ανάμεσα σε μια πλουραλιστική ιδεολογία, όπως είναι η σοσιαλδημοκρατική, και σε μια μονιστική ιδεολογία, όπως είναι ο λαϊκισμός.

Παράλληλα, αναβιώνει μια αρχαϊκή αντιδεξιά ρητορεία, κληρονομιά του πρώιμου ΠΑΣΟΚ και της λογικής Κουτσόγιωργα για τις δυνάμεις του φωτός και τις δυνάμεις του σκότους που «δεν δικαιούνται δια να ομιλούν». Η ρητορεία για την απειλή «δεξιάς παλινόρθωσης», για την «άβυσσο» που χωρίζει τη δεξιά από το ΠΑΣΟΚ, για τη Νέα Δημοκρατία που είναι η άλλη όψη του νομίσματος του ΣΥΡΙΖΑ, όλα αυτά αγνοούν κάτι που έχω επαναλάβει πολλές φορές: τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, η μεγάλη απειλή για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι ο λαϊκισμός. Στην Ελλάδα, οι φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν ιστορικό χρέος να είναι απέναντι στον αριστεροδέξιο λαϊκισμό των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Το μέλλον της χώρας, μόνο με τη συντριβή αυτής της αντίληψης μπορεί να υπάρξει. Μετά, έχουμε καιρό να λύσουμε τις διαφορές μας. Ένα πλατύ αντιλαϊκιστικό μέτωπο, από δεξιούς, κεντρώους και αριστερούς, πρέπει επιτέλους να δημιουργηθεί. Με τα λόγια του Γιάννη Βούλγαρη, πρέπει να «γεννηθεί ένας νέος ευρωπαϊσμός».

Έχουμε όλοι ιστορικό χρέος στις επόμενες γενιές να δώσουμε αυτή τη μάχη.

Πρόκειται για τη Μητέρα των μαχών.

Μακάρι να το καταφέρουμε.

Σας ευχαριστώ.


* O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Γιάννης Κουνέλλης (1936 - 2017)



Κύκλος Ιδεών: «Εθνικολαϊκιστές Vs. Υπνοβάτες.» from Evangelos Venizelos on Vimeo.

 

Παπασαραντόπουλος, Πέτρος

Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος γεννήθηκε το 1955 στην Καλαμάτα. Χημικός μηχανικός της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου του "Ρήγα Φεραίου" και της συντακτικής επιτροπής του "Θούριου" στη μεταπολίτευση του 1974. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες "Αυγή", "Εγνατία", "Θεσσαλονίκη" και στο περιοδικό "Αντί". Ιδρυτής και διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού της Θεσσαλονίκης "Ράδιο Παρατηρητής" και του λογοτεχνικού περιοδικού "Παρατηρητής". Υπεύθυνος εκδόσεων στους εκδοτικούς οίκους "Παρατηρητής" και "Επίκεντρο". Διευθυντής σύνταξης στο περιοδικό "Balkan Horizons". Ιδρυτικό μέλος του Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (CDRSEE) και γενικός γραμματέας της "Ένωσης για τη Δημοκρατία στα Βαλκάνια".