Σάββατο, 01 Οκτ 2016

Ομιλία Θ. Διαμαντόπουλου στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών στη Θεσσαλονίκη

αρθρο του:

Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του Θ. Διαμαντόπουλου στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών στη Θεσσαλονίκη, με θέμα «Ποιο μέλλον για την Ελλάδα; Οι προϋποθέσεις της εθνικής στρατηγικής» (25.09.2016) με τους: Θανάση Διαμαντόπουλο, Νίκο Μαραντζίδη, Ευάγγελο Βενιζέλο και συντονιστή τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη


Σας ευχαριστώ. Ευχαριστώ και τον Πρόεδρο Βενιζέλο που μου έδωσε την ευκαιρία ν’ απευθυνθώ σε μια τόσο εκλεκτή ομήγυρη και μάλιστα σε μια πόλη, ο έρωτάς μου για την οποία, αντί ν’ αποδυναμώνεται με την πορεία του χρόνου, παραδόξως με το «πολλάκις δεύρο φοιτάν», συνεχώς ενδυναμώνεται.

Κύριε δήμαρχε, Κυρίες και Κύριοι,

Ομολογώ ότι κι εγώ, όπως ο Μαραντζίδης, ένιωσα μια αμηχανία σε σχέση με τον κεντρικό τίτλο της εκδήλωσης, «Ποιο μέλλον για την Ελλάδα;». Γιατί ένας τέτοιος τίτλος υποδηλώνει ύπαρξη ενός συγκεκριμένου στόχου για το μέλλον της χώρας και μία συγκεκριμένης μεθόδου προσπέλασης σε αυτό, δηλαδή πραγμάτωσης του προκαθορισμένου στόχου. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι συγκεκριμένους στόχους, συγκεκριμένη κατάληξη και συγκεκριμένη μέθοδο συνήθως έχουν τ’ απολυταρχικά καθεστώτα, πρωτίστως δε αυτά που βασίζονται σε μια ανάγνωση του ιστορικού γίγνεσθαι η οποία ταυτίζει την κατάληξη της ιστορικής πορείας με την πραγμάτωση της ιδεολογίας τους.

Αυτό που γυρεύει το μέλλον της Ελλάδας, είναι μια Ελλάδα που να έχει μέλλον.

Δεν είναι τυχαίο, δε, ότι εξ όσων ξέρω, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου ή τουλάχιστον σε όσες έχω πρόσβαση, η λέξη «τέλος» σημαίνει ταυτόχρονα κατάληξη και σκοπός. Που σημαίνει ότι σε μια λογική υπάρχει μια νομοτέλεια να φτάσει η ανθρωπότητα στον επιθυμητό σκοπό (πχ την πραγμάτωση της αταξικής κοινωνίας ή της κυριάρχησης της ανώτερης φυλής) .

Αντιθέτως, στα δημοκρατικά καθεστώτα νομίζω ότι οι σκοποί, οι επιδιωκόμενοι από τους πολιτικά δρώντες εντός του πλαισίου τους σκοποί, είναι συνεχώς αναθεωρήσιμοι, υπό τη βάσανο της εμπειρίας. Και μ’ αυτή την έννοια νομίζω ότι στο δημοκρατικό στοχασμό, στον ορθολογικό στοχασμό που είναι το υπόστρωμα των δημοκρατικών πολιτευμάτων, η λέξη «αλήθεια», η δημοκρατική αλήθεια, μπορεί ασφαλώς να ετυμολογηθεί από το στερητικό «α» και μη λήθη, άρα τη μη λήθη, την εμπιστοσύνη στην εμπειρία, αλλά όχι μόνον. Μπορεί επίσης να ετυμολογηθεί και από το «άλη-θεία», «άλη» από το ρήμα «αλάομαι-αλώμαι» που σημαίνει περιπλανώμαι (εξ ου αλανιάρα κότα, η αλάνα κλπ), δηλαδή η αλήθεια είναι μια αέναη αναζήτηση. Κάτι που δεν το βρίσκεις ποτέ, γιατί διαρκώς αναθεωρείται. Όπως, επομένως, αναθεωρούνται και οι στόχοι για την προσέγγιση της πολυπρόσωπης και αναθεωρήσιμης αλήθειας.

Παρά ταύτα, όμως, στη σημερινή Ελλάδα νομίζω ότι, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, μπορούμε να έχουμε και προκαθορισμένο σκοπό και μέθοδο. Είναι ακριβώς η αναστροφή όσων κάνουν οι σήμερα κυβερνώντες. Αν τα σκεφτούμε σε όλα τα επίπεδα, λόγου, μεθόδου, σχέσης με την πραγματικότητα, ακόμα και φιλοσοφίας προσέγγισης των κοινωνικών προβλημάτων, νομίζω ότι η αναστροφή όσων γίνονται θ’ αποτελούσαν τουλάχιστον ένα μπούσουλα πώς πρέπει να πορευθούμε και ποιο μέλλον –αντίστροφο προς αυτό που μας προετοιμάζουν- πρέπει να επιδιώξουμε.

Όσον αφορά στον πολιτικό λόγο, νομίζω ότι αυτό που γυρεύει το μέλλον της Ελλάδας, είναι μια Ελλάδα που να έχει μέλλον εντός του προηγμένου κόσμου. Και αυτό προϋποθέτει έναν πολιτικό λόγο που να βρίσκεται στη μικρότερη δυνατή απόκλιση από τη ρεαλιστική και κοστολογημένη βάση της υλοποίησής του. Έναν πολιτικό λόγο που να υπηρετεί το εφικτό, άρα το αληθές, και όχι το ψηφοελκυστικό ευχάριστο.

Η απλή αναλογική συνιστά μια θεσμοθετημένη ακυβερνησία.

Όσον αφορά στη φιλοσοφία, το φιλοσοφικό υπόστρωμα της επιδίωξης των πολιτικών μας στόχων, στην επιθυμητή Ελλάδα του αύριο, πιστεύω ότι μετά από τόσες πλειοδοσίες, όπου όλα εμφανίζονταν ως δικαιωματικώς κεκτημένα, πιστεύω πως τόσο ως εθνικό όλο, όσο και ως επιμέρους κοινωνικά υποκείμενα, ακόμη και ως άτομα, χρειαζόμαστε ένα λόγο περί δικαιωμάτων, που θα τα εμφανίζει ως υστερόγραφο στον κατάλογο των εθνικών, ομαδικών και ατομικών μας υποχρεώσεων.

Κι όσον αφορά τη μέθοδο, έχω την αίσθηση, χωρίς να υποβαθμίζω καθόλου τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις και την αντιπαλότητα συμφερόντων μεταξύ διακριτών κοινωνικών ομάδων, ότι η νέα προσέγγιση θα έπρεπε περισσότερο να εστιάσει στη σύγκλιση συμφερόντων –δηλαδή στην πρόταξη της κοινά επωφελούς ανάπτυξης- παρά στην ταξική αντιπαράθεση, με βάση θεωρητικά ή και πρακτικά σχήματα άλλων εποχών.

Κυρίως όμως, αυτό το οποίο με φοβίζει στους σήμερα κυβερνώντες και πιστεύω ότι ο μπούσουλας για την Ελλάδα του αύριο θα έπρεπε να είναι η αναστροφή της προσέγγισής τους, είναι η θεσμική τους φιλοσοφία και η θεσμική τους πρακτική. Το θεσμικό υπόστρωμα το οποίο πρότειναν για το δημόσιο βίο με τις προτάσεις τους το καλοκαίρι -και νιώθω κάποιο δέος να μιλάω γι’ αυτά τα θέματα παρουσία του Βενιζέλου-, νομίζω ότι συνιστά ένα έγκλημα για το αύριο της Ελλάδας. Έγκλημα είτε ειλικρινά πιστεύουν στο θεσμικό αρχιτεκτόνημα που κατέθεσαν είτε αυτό συνιστά μία προσπάθεια εκτροπής/αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης από τα τρέχοντα προβλήματά της.

Θα σταθώ -δεν είναι δυνατόν φυσικά στα ελάχιστα λεπτά που μπορώ να μιλήσω, να καλύψω όλες τις πλευρές της πρότασής τους- σε 3 ή 4 ζητήματα απ’ αυτά που λένε ή απ’ αυτά που δε λένε, από αυτά που προτείνουν και αυτά που παρασιωπούν στην πρότασή τους.

Ξεκινάμε, πρώτα απ’ όλα, στο ότι ζητάνε να προβλέπεται στο Σύνταγμα πάγιο σύστημα απλής αναλογικής.

Κάτι τέτοιο, στη συνταγματική ιστορία της Ελλάδας, έγινε μόνο στο Σύνταγμα του 1925, το λεγόμενο Σύνταγμα Παπαναστασίου, το οποίο έζησε ελάχιστους μήνες. Νομίζω δε ότι το εκλογικό σύστημα σε καμία περίπτωση και με καμία μορφή δεν πρέπει να ενσωματωθεί στο Σύνταγμα, διότι είναι το εργαλείο και το όργανο προσαρμογής του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής ζωής στην εξελισσόμενη πραγματικότητα.

Επιπρόσθετα, ανεξαρτήτως της συνταγματικής της θεσμοθέτησης, ήδη η απλή αναλογική συνιστά μια θεσμοθετημένη ακυβερνησία. Μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κοινωνία και του πολιτικού συστήματος. Σκεφτείτε δυο πράγματα μόνο κυρίες και κύριοι: Ότι στην Ελλάδα από το 1926 που πρωτοείχαμε απλή αναλογική -κι όταν λέω απλή αναλογική λέω κάθε σύστημα που δε δίνει κοινοβουλευτική υπερεκπροσώπηση, σε σχέση προς το εκλογικό του ποσοστό, πάνω από 3 ποσοστιαίες μονάδες στο μεγαλύτερη κόμμα- και μέχρι το 1989-90 που την είχαμε για τελευταία φορά, με εξαίρεση τη διετία ‘47 - '49, οπότε λόγω του εμφυλίου ουσιαστικά κυβερνούσε ο ξένος παράγων δια παρενθέτου κυβερνήσεως, το μέσο προσδόκιμο των, να το πούμε έτσι, «αναλογικών κυβερνήσεων», αυτών που προήλθαν από το αναλογικό σύστημα ήταν 4 με 5 μήνες.

Η πρόταση των κυβερνώντων για τον τρόπο ανάδειξης ΠτΔ είναι θεσμική ωρολογιακή βόμβα.

Παράλληλα σε παγκόσμια κλίμακα -τουλάχιστον για την Ευρώπη πως νομίζω μπορούμε να το πούμε με κατηγορηματικότητα- δεν υπήρξε περίπτωση κατάρρευσης δημοκρατικού καθεστώτος εκεί που υπήρχε σταθερή κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Όλες οι εκτροπές έγιναν εν απουσία μονοκομματικής ή σταθερής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Κατά δεύτερο, νομίζω πως έχει υποτιμηθεί ότι η πρόταση των σήμερα κυβερνώντων για τον τρόπο ανάδειξης του Προέδρου Δημοκρατίας: είναι κι αυτή εξίσου επικίνδυνη με θεσμική ωρολογιακή βόμβα. Ζητάνε να ξεκινά η προσπάθεια ανάδειξής του από τη Βουλή, με τα 2/3 των Βουλευτών, και στη συνέχεια εφ' όσον αυτό δεν καθίσταται εφικτό, να πηγαίνει στο λαό, να έχουμε άμεση ανάδειξη. Που σημαίνει 5-6 μήνες προ της προεδρικής εκλογής μια τουλάχιστον αναταραχή στην κοινωνική, την πολιτική και την οικονομική κατά προέκταση ζωή της χώρας, λόγω της ανασφάλειας. Κατά πάσα πιθανότητα, στη συνέχεια, προκήρυξη άμεσης προεδρικής εκλογής κάτι που μάλλον θα οδηγήσει σε ανάδειξη του υποστηριζόμενου από την αντιπολίτευση, αφού μετά από ένα χρονικό διάστημα οι κυβερνήσεις έχουν μια κάμψη δημοτικότητας, άλλωστε η αντιπολίτευση θα επιβάλλει την άμεση εκλογή του ΠτΔ, αν πιθανολογεί ισχυρά ότι θα κερδίσει. Στη συνέχεια είτε θα έχουμε παραίτηση της κυβέρνησης –ποια κυβέρνηση θα μπορεί να σταθεί εάν έχει εκλεγεί ο υποστηριζόμενος από την αντιπολίτευση Πρόεδρος;- είτε διάλυση από το νέο Πρόεδρο της Βουλής προκειμένου να εναρμονιστεί η σύνθεση του Κοινοβουλίου με την πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία. Και στη συνέχεια διεξαγωγή εκλογών με απλή αναλογική, κατά το θεσμικό οικοδόμημα που μας προτείνουν, κατά τη θεσμική αρχιτεκτονική που μας προτείνουν οι κυβερνώντες, όλο δε αυτό το διάστημα θα προσπαθεί κάποιος Υπουργός Οικονομικών να προσελκύσει επενδύσεις σ’ ένα σταθερό πολιτικό πλαίσιο!

Πέραν, όμως, του ότι η χώρα θα βρίσκεται σε αέναη προεκλογική περίοδο με ό,τι αυτό σημαίνει σε παροχολογία αλλά και τη δημιουργία αντιεπενδυτικού κλίματος, από τη στιγμή που θα εκλεγεί Πρόεδρος απευθείας από το λαό, ακόμη κι αν το Πολίτευμα δεν πάρει την τεχνική μορφή ημιπροεδρικού συστήματος με ενίσχυση των συνταγματικών αρμοδιοτήτων του προέδρου, στην πολιτική πράξη θα υπάρξει ένας δυνάμει συγκρουσιακός δικεφαλισμός, διπολισμός εξουσίας που θα είναι πάντα κρισογόνος.

Το έχουμε ζήσει σε εποχές που οι δυο ανώτατοι πολιτειακοί ρυθμιστές είχαν διαφορετική νομιμοποιητική βάση, ο ένας τη μοναρχική παράδοση και συνέχεια, ο άλλος στην εκλογή από το λαό. Σκεφτείτε να έχουν την ίδια νομιμοποιητική βάση, ν’ αναφέρονται και οι δύο σε λαϊκή εκλογή!

Η πρόταση της κυβέρνησης για δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας είναι θεσμικός παραλογισμός.

Τρίτο στοιχείο από τον θεσμικό παραλογισμό της κυβερνητικής πρωτοβουλίας: Η πρόταση της κυβέρνησης για δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας. Δεν είναι μόνο πως κάθε μεταρρυθμιστική απόπειρα προοδευτικού προσανατολισμού –πχ χωρισμός εκκλησίας και κράτους- θα προσέκρουε σε δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας. Ακόμη χειρότερα, υπό το πρόσχημα της ενίσχυσης της λαϊκής κυριαρχίας, η πολιτική εξουσία θα είχε παραχωρηθεί σε ισχυρούς παράγοντες. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, δεν υπάρχει μεν ομοσπονδιακό δημοψήφισμα, αλλά στις 26 από τις 50 πολιτείες που προβλέπουν πολιτειακό δημοψήφισμα λαϊκής πρωτοβουλίας, τις περισσότερες φορές, σχεδόν πάντα, αυτό επιβάλλεται από κατόχους γνωμοδιαμορφωτικής δύναμης ή ισχυρής οικονομικής επιφάνειας. Ουσιαστικά δηλαδή μια ολιγαρχία έχει τα μέσα να ποδηγετεί και να επιβάλλει αυτά τα δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας.

Δια ταύτα, τι θα έπρεπε να γίνει για να μην είμαστε μόνο καταγγελτικοί: Όσον αφορά το εκλογικό σύστημα, στην Επιτροπή Ραγκούση, που είχα συμβάλλει να γίνει ένας εκλογικός νόμος, υποστήριζα, πρώτον, μια σταθερή ή διαβαθμιζόμενη (σε σχέση με τη διαφορά του από το επόμενο κόμμα) υπερεκπροσώπηση του πρώτου κόμματος, δηλαδή αν μπαίνει αυτό το ποσοστό στο λαό να έχει ένα κατά τι αυξημένο ποσοστό στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Παράλληλα προβλεπόταν ανάδειξη του μεγαλύτερου μέρους των Βουλευτών σε μονοεδρικές περιφέρειες, ξέρω ότι αυτό σοκάρει πολλούς, αλλά η μονοεδρική Περιφέρεια δεν καταργεί μόνο τον εσωκομματικό εμφύλιο. Παύει επίσης να υπάρχει το ψηφοδέλτιο κουρελού, όπου συστεγάζονται υποψήφιοι που απευθύνονται σε τελείως διαφορετικά κοινά (στους θεατές των μεσημεράδικων, στους «θυροφιλάθλους», στους ομοφυλόφιλους κλπ). Αντίθετα στις μονοεδρικές θα έχεις τον υποψήφιο που είναι η κεντρική και συνεκτική έκφανση της φιλοσοφίας και του προγράμματος του κόμματος, προσαρμοσμένη βέβαια στις τοπικές ιδιαιτερότητες. Δηλαδή θα έχεις μια πολύ πιο πολιτική και λιγότερο συντεχνιακή σύνθεση του Κοινοβουλίου.

Όσον αφορά, τώρα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εάν μείνουμε σε κοινοβουλευτική Δημοκρατία -είναι τελείως άλλο, εγώ το υποστηρίζω και στο βιβλίο μου που έβγαλα πρόσφατα, «Θεσμοί, κρίσεις και ρήξη» ότι μπορούμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο μετάβασης σε Προεδρική Δημοκρατία, αμερικανικού ή κυπριακού τύπου, μην πάει το μυαλό σας στη Γαλλία ή Ρωσία, είναι άλλο πράγμα-, σε μια Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, πιστεύω ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατία πρέπει να εκλέγεται με τον τρόπο που εκλέγεται σήμερα. Παράλληλα για ν’ αποσυνδεθεί η πρόωρη διάλυση του Κοινοβουλίου από την αδυναμία επίτευξης της απαιτούμενης πλειοψηφίας των 3/5 των βουλευτών -η οποία αυξημένη πλειοψηφία πρέπει να παραμείνει, διότι ο κοινοβουλευτικός Πρόεδρος είναι μια υπερκομματική φιγούρα ευρύτερης αποδοχής- προτείνω να παρατείνεται αυτομάτως κατά ένα έτος η θητεία του ήδη υπηρετούντος στη λήξη της θητείας του αν δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία των 3/5.

Καμία αντιπολίτευση δε θα επιδιώξει την πρόωρη διάλυση της Βουλής αν η κυβέρνηση έχει πρόσφατη λαϊκή εντολή, αν όμως είμαστε περί το μέσο του κοινοβουλευτικού κύκλου, με την παράταση αυτή περίπου αποκαθίσταται η κανονικότητα του εκλογικού κύκλου και κατά προέκταση η σταθερότητα των οικονομικού περιβάλλοντος σε μια κοινωνία, ώστε να μην υπάρχει πολιτική αβεβαιότητα αποθαρρυντική των επενδύσεων.

Και όσον αφορά το δημοψήφισμα, σήμερα κυρίες και κύριοι, δεν ξέρω πώς όσοι εξ ημών έχετε καταλάβει ότι πρόκειται για θεσμικοπολιτική πυρηνική βόμβα που διχάζει λαούς, που εξοικειώνει στο μανιχαϊστικό πολιτικό λόγο του καλού και του κακού κλπ. Σήμερα λοιπόν το δημοψήφισμα το επιβάλλει ένα πρόσωπο, ο πρωθυπουργός: Εισηγείται στο δημοψήφισμα το Υπουργικό Συμβούλιο και το αποφασίζει το Κοινοβούλιο, δηλαδή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που ελέγχεται από αυτόν, δηλαδή η πρωθυπουργική πλειοψηφία. Στη συνέχεια αποτελεί δεσμία αρμοδιότητα του Προέδρου που οφείλει να το προκηρύξει, εφόσον συμβούν αυτά. Ουσιαστικά δηλαδή το μονοπρόσωπο όργανο του Πρωθυπουργού μπορεί να βάλει ένα λαό σε μια τέτοια περιπέτεια. Η δική μου πρόταση είναι το δημοψήφισμα να αποφασίζεται με 2/3 των μελών του Κοινοβουλίου και ν’ αποτελεί στη συνέχεια, εφόσον υπάρχει αυτή η πλειοψηφία, να είναι διακριτική και όχι δεσμία η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας, να καθίσταται δε δεσμία αρμοδιότητα, μόνο όταν τα 3/4 των μελών του Κοινοβουλίου συναινούν στο να γίνει δημοψήφισμα. (Δηλαδή δεν προτείνω να απαγορευθεί ολοσχερώς γιατί, πράγματι, είναι ο μόνος τρόπος να απεμπλακεί η κοινωνία από ένα δίλημμα).

Έχει καταλυθεί η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης ενώ υπάρχει μια απίστευτη όσμωση Εκτελεστικής και Δικαστικής εξουσίας.

Αλλά θα έλεγα ότι επικίνδυνες δεν είναι οι πρωτιές των σήμερα κυβερνώντων γι’ αυτά που λένε, αλλά και γι’ αυτό που δε λένε. Και στέκομαι στο ότι οι προτάσεις στο θεσμικό πρόταγμά τους λέει «ελάχιστα» για τις μεγάλες παθογένειες της Δικαιοσύνης που είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες της κοινωνικής και πολιτικής παθολογίας της χώρας μας.

Πρώτα απ’ όλα η δικαιοσύνη αυτοακυρώνεται όταν αυτοεπιδικάζει εις εαυτήν αναδρομικούς μισθούς. Η πρότασή μου λοιπόν θα ήταν: Οι μισθοί των δικαστών να προσδιορίζονται παγίως με βάση το μέσο των μισθών των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να μην υπάρχει αυτό το σκάνδαλο.

Δεύτερο: Ν’ αποκλειστεί το ενδεχόμενο άσκησης δικαστικής δημοσιονομικής πολιτικής, όταν οι δικαστές εκχωρούν σε κοινωνικές κατηγορίες, κατά τεκμήριο ισχυρές, αναδρομικές απολαβές οι οποίες εκ των πραγμάτων είναι εις βάρος άλλων κοινωνικών κατηγοριών. Και οι αποφάσεις να έχουν μόνο ατομικό χαρακτήρα.

Τρίτον: Σήμερα έχει καταλυθεί όσο ποτέ η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης κι έχει υπάρξει μια απίστευτη όσμωση Εκτελεστικής και Δικαστικής εξουσίας. Επειδή η δικαστική εξουσία έχει δευτερογενή, δεν έχει πρωτογενή νομιμοποίηση, προφανώς πρέπει να την παίρνει από το πολιτικό σύστημα, όχι όμως από την κυβέρνηση. Θα πρέπει, λοιπόν, να δημιουργηθεί ένα διακομματικής σύνθεσης όργανο το οποίο με αυξημένη πλειοψηφία 2/3 ή 3/4 των μελών του, να επιλέγει την ηγεσία του δικαστικού σώματος, μεταξύ των δικαστικών λειτουργών που έχουν μια αρχαιότητα, μεταξύ των 5 ή 7 αρχαιότερων Αντεισαγγελέων ή Αντιπροέδρων και όχι με πολύ μεγάλες βουτιές στην επετηρίδα. Παράλληλα για να διασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου, ιδίως ως προς τη συνταγματικότητα των νόμων, θα ήταν σκόπιμο να συσταθεί και συνταγματικό δικαστήριο με τα μέλη του είτε να ορίζονται, επίσης, δι’ αυξημένης πλειοψηφίας ειδικής -διακομματικής σύνθεσης- κοινοβουλευτικής επιτροπής είτε με εκχώρηση σε διάφορους πολιτειακούς φορείς της αρμοδιότητας να διορίζουν από έναν συνταγματικό δικαστή

Και τέλος προτείνω, (δεν έχω καιρό να αναπτύξω το σκεπτικό και τον πολιτικό του ρόλου, πάντως θα διασφάλιζε εμπειρία και συνέχεια στο πολιτικό σύστημα), συγκρότηση δεύτερου Νομοθετικού Σώματος, Γερουσίας ενδεχομένως, για τη συγκρότηση του οποίου μπορεί να έχουν όλοι οι Έλληνες ανεξαρτήτως ηλικίας δικαίωμα ψήφου (που σημαίνει οι γονείς θα ψηφίζουν κατά τεκμαιρόμενη εκχώρηση της ψήφου τους και για κάθε παιδί που έχουν κάτω των 18 ετών). Ο γονιός και δη ο πολύτεκνος γονέας, έχει μια προοπτική στο μέλλον, δεν βλέπει μόνο το βραχυπρόθεσμο δικό του συμφέρον στο μικρό προσδόκιμο ζωής που έχει, βλέπει τη χώρα διαχρονικά.

Αυτά σε πολύ γενικές γραμμές, δε θέλω άλλο να καταχραστώ του χρόνου σας, άλλωστε ήρθατε κυρίως ν’ ακούσετε το χειμαρρώδη λόγο του Βαγγέλη Βενιζέλου. Απλώς θέλω να μετριάσουμε τα όρια των προσδοκιών που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν οι όποιες προτάσεις, λέγοντας ότι σε μια χώρα η οποία πάσχει από το σύνδρομο της συνωμοσιολογίας και θεωρεί ότι κάθε στιγμή, σε κάποια γωνιά του πλανήτη, εξυφαίνεται μια συνωμοσία εις βάρος της Ελλάδας, καμία θεσμική πρόταση δε μπορεί να δίνει μεγάλες προσδοκίες.

Αντιθέτως, δείχνει να επιβεβαιώνεται ο Γεώργιος Σεφέρης που έλεγε «δε μου φταίνε οι θεσμοί και τα συστήματα, μου φταίει η ικανότητα του Έλληνα να ξεφτιλίζει κάθε θεσμό και κάθε σύστημα». Σας ευχαριστώ πολύ.


 Δευτερολογία Θ. Διαμαντόπουλου

 

Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω με τον πρώτον παρεμβαίνοντα, τον κύριο που είπε ότι μετά το 2011 ακυρώθηκε η διάκριση μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών δυνάμεων, ή αντιδραστικών αν θέλετε. Πάντα συνυπήρχαν οι μεν και οι δε στα ίδια κόμματα. Να θυμίσω, τελείως ενδεικτικά λέω ονόματα, γιατί καμιά φορά τα ονόματα αγγίζουν, ότι στο ΠΑΣΟΚ συνυπήρξε ο Σάκης Πεπονής ή ο Τάσος Γιαννίτσης με τους αδερφούς Κουρή και τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο και στη Νέα Δημοκρατία ας πούμε ο Κωστής Χατζηδάκης με τον Αργύρη Ντινόπουλο. Δηλαδή στα κόμματα υπήρχε η εγκάρσια διαίρεση μεταξύ ευρωπαϊκού προσανατολισμού δυνάμεων και δυνάμεων εθνικής αυτοπεριχαράκωσης, προ του 2011.

Όσον αφορά την ενδιαφέρουσα παρατήρηση του κυρίου για τις ευθύνες των Ευρωπαίων εταίρων μας, είναι αναμφίβολο ότι υπάρχουν. Έχουμε μικρούς πολιτικούς αυτή την εποχή και εν πάση περιπτώσει, πολιτικούς που δεν είχαν όπως ο Αντενάουερ και ο Ντε Γκολ βιώματα από μια εποχή πολέμων που ήθελαν και με θυσία του εθνικού μικροσυμφέροντος, για να προστατεύσουν τη νέα εποχή της Ευρώπης.

Βασικός υπεύθυνος για την καχυποψία του Έλληνα πολίτη προς το κράτος είναι και η δικαστική λειτουργία.

Επιτρέψτε μου να προσθέσω και μια άλλη παράμετρο που υποτιμάμε: Η Ευρώπη κέρδισε πολύ από το γεγονός ότι παλαιότερα κυριαρχούσαν οι πολιτικές δυνάμεις που είχαν ιστορικά το ρόλο του θύτη και έχοντας το ρόλο του θύτη, είχαν τύψεις έναντι του ευρωπαϊκού όλου που τους ωθούσαν σε μια γενναιοδωρία. Με την αστόχαστη διεύρυνση της Ευρώπης χωρίς θεσμική εμβάθυνση, με 10 χώρες ταυτόχρονα εκ των οποίων οι 8 ήταν πρώην κομμουνιστικές, μπήκαν στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι οι δυνάμεις που είχαν ιστορικά το ρόλο του θύματος με όλους τους εγωισμούς εκείνους που εκπορεύονται και επηρεάζουν και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Τους βλέπουμε σήμερα, Πολωνούς, Ούγγρους, σε κάποιο βαθμό και Τσέχους, να επιβεβαιώνουν την αρχή ότι ο χειρότερος καταπιεστής είναι ο πρώην καταπιεσμένος.

Τελευταία παρατήρηση είναι σε σχέση με την καχυποψία προς το κράτος. Ορθώς ελέχθη ότι αυτή δεν οφείλεται μόνο στο πολιτικό σύστημα. Επιτρέψτε μου όμως ν’ αναδείξω μία διάσταση που υπάρχει. Βασικός υπεύθυνος για την καχυποψία του Έλληνα πολίτη προς το κράτος είναι και η δικαστική λειτουργία με την ουσιαστική αρνησιδικία που προκαλεί η απόλυτη καθυστέρησης έκδοσης αποφάσεων.

Μόνο το ’15 ίσχυσε μια διάταξη ότι όταν μια σύνθεση δικαστηρίου αναβάλλει υπόθεση, τη δικάζει η ίδια σύνθεση. Έπεσα κατά 90% οι αναβολές, που σημαίνει ότι το 90% των αναβολών είναι αναβολές φυγοπονίας. Συν κάποιοι ακραίοι παραλογισμοί. Δε θα πω για την καθαρίστρια που έκανε το Ε' Δημοτικού Στ’ και πήρε 15 χρόνια κάθειρξη, θα πω ότι αυτοί που βάζουν κακουργηματικές ποινές στους παραλείψαντες να κάνουν δήλωση πόθεν έσχες είναι δικαστές οι οποίοι σ’ ένα ποσοστό δεν υπέβαλλαν οι ίδιοι δήλωση πόθεν έσχες. Με τέτοια λειτουργία βασικού θεσμικού αρμού του κράτους που είναι η Δικαιοσύνη, δε μπορεί ν’ αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη κοινωνίας-κράτους ό,τι και αν κάνει το πολιτικό σύστημα.

Και δυο παρατηρήσεις για το Βαγγέλη Βενιζέλο. Όσον αφορά το PSI, έχω την εντύπωση ότι κάποια στιγμή η ελληνική κοινωνία θα του ζητήσει συγγνώμη. Δεν ξέρω αν θα γίνει με όρους πολιτικούς ή με όρους ιστορικούς, εύχομαι να γίνει με όρους πολιτικούς αλλά κάποια στιγμή, γι’ αυτό θα υπάρξει συγγνώμη. Έχω όμως να του κάνω και μια ερώτηση: Είπε ότι όλοι όσοι αποδέχονται το φιλοευρωπακό προσανατολισμό, το ρεαλισμό, την αλήθεια, πρέπει να συμπορευθούν. Η ερώτησή μου είναι: Θα συμπορευόταν ο ίδιος εάν ο Μητσοτάκης διέθετε απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ούτως ώστε να συγκροτηθεί μια πλεονασματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία με κόμμα μη απαραίτητο για τη διατήρηση της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο;

Και τελειώνω κυρίες και κύριοι με την εξής παρατήρηση: Για το Βενιζέλο έχουν λεχθεί πολλά, δε μπορώ να ξέρω αν είναι αληθή όχι, για αποτελεσματικότητα ή αναποτελεσματικότητά του ως κυβερνήτη κλπ. Εάν όμως η ελληνική κοινωνία ήταν έντιμη, σε σχέση με την παρουσία του ως κοινοβουλευτικού, ενδεχομένως θα είχε τη στάση που περιγράφεται σε ένα βιβλίο που σας το συνιστώ ολόψυχα, του Καμπρέ, εκπληκτικό βιβλίο, όπου ένας μικρός μαθητής βιολιού ρωτάει το δάσκαλό του για έναν άλλο μεγάλο βιολιστή: «Δάσκαλε ποια είναι η γνώμη σου;». Απαντάει λοιπόν ο δάσκαλος –αυτή λοιπόν θα μπορούσε ίσως κατ’ αναλογία να είναι μια στάση της ελληνικής κοινωνίας για το Βενιζέλο- «Πιο ψυχρό υπερόπτη, απεχθή, ανόητο, αποκρουστικό, μισητό και αλαζόνα βιολιστή απ’ αυτόν δεν έχω δει». «Δάσκαλε παίζει καλά βιολί;», επιμένει ο μικρός. «Φίλε μου είναι η τελειότητα». Ευχαριστώ πολύ.


* Για την ομιλία του Ευ. Βενιζέλου, δείτε εδώ: http://www.evenizelos.gr/407-speeches/conferencespeech/conferencespeech2016/5437-2016-10-02-11-35-57.html

Για την δευτερολογία του Ευ. Βενιζέλου, εδώ: http://www.evenizelos.gr/406-speeches/politicalspeeches/speeches2016/5429-2016-09-26-15-16-29.html 

* Για τον πρόλογο του Γ. Σκαμπαρδώνη, δείτε εδώ: http://ekyklos.gr/sb/290-prologos-giorgou-skampardoni-ekdilosi-tou-kyklou-ideon-sti-thessaloniki.html 


 


*Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Martin Monnickendam (1874-1943), Académie de Billard

Διαμαντόπουλος, Θανάσης

Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1951. Πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών (αρχικά του νομικού, μετέπειτα του «πολιτικού» τμήματος) καθώς και της Φιλοσοφικής Αθηνών (τμήματος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής - Ψυχολογίας, κατεύθυνσης Ψυχολογίας), μεταπτυχιακός διπλωματούχος (D.Ε.Α.) και διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Paris I - Σορβόννης (στα Συγκριτικά Πολιτικά Συστήματα), διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και, ως προσκεκλημένος καθηγητής, στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Λίλλης. Ειδικεύεται στη θεωρία των πολιτικών κομμάτων-κομματικών συστημάτων, όπως επίσης στην ελληνική πολιτική ζωή του 20ού αιώνα και στα εκλογικά συστήματα. Έχει συνεργασθεί επί χρόνια, ως πολιτικός σχολιαστής-αναλυτής, με την "Καθημερινή", τον "Οικονομικό Ταχυδρόμο", τον "Τύπο της Κυριακής" και το ραδιοσταθμό "Αθήνα-9.84". Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων με θέμα την εξουσία, τα πολιτικά κόμματα και τη σύγχρονη ελληνική πολιτική.