Παρασκευή, 15 Ιουλ 2016

Ο λαϊκισμός και η λατρεία του «λαού»

αρθρο του:

Μεγάλο θόρυβο ξεσήκωσε προ ολίγων ημερών δήλωση του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ στο γαλλικό ραδιόφωνο, σύμφωνα με την οποία πρέπει να σταματήσουμε να πιστεύουμε ότι οι επιλογές του λαού, όταν για παράδειγμα αυτός ψηφίζει ένα ναζιστικό κόμμα ή αποφασίζει την έξοδο της χώρας του από την Ευρωπαϊκή Ένωση (περίπτωση Brexit), είναι υπεράνω κριτικής. Αφήνοντας να εννοηθεί ότι δικαιούμαστε να κρίνουμε τις λαϊκές επιλογές, όπως κρίνουμε, και επικρίνουμε τις «ελίτ» για ορισμένες δικές τους επιλογές. «Πρέπει να σταματήσουμε να λέμε ότι ο λαός έχει πάντα δίκιο» [1],  θα πει επί λέξει ο Κον-Μπεντίτ, υποκλινόμενοι εκ των προτέρων στο «αλάνθαστο αισθητήριο» του λαού, άραγε ποιος θυμάται σήμερα αυτή την μαγική φόρμουλα της μεταπολίτευσης που συμπύκνωσε την κοινοτοπία του ελληνικού λαϊκισμού;

H κρίση των τελευταίων ετών ανήγαγε τον λαϊκισμό σε κυρίαρχο πολιτικό φαινόμενο.

Ο κίνδυνος, βέβαια, είναι προφανής. Όποιος τολμήσει «να τα βάλει με τον λαό» διακινδυνεύει τουλάχιστον τον άμεσο εξοστρακισμό του από την δημόσια συζήτηση υπό την ανεξάλειπτη συκοφαντία του οπαδού της ελιτιστικής δημοκρατίας, κλπ. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο φιλόσοφος και ιστορικός των ιδεών Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, επιχειρώντας να ερμηνεύσει το νέο λαϊκιστικό κύμα που σαρώνει την Ευρώπη (αλλά και τις ΗΠΑ), αναρωτιόταν, υπό την δική του βέβαια οπτική που δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκην με αυτήν του Κον-Μπεντίτ: ποιος θα τολμούσε να ζητήσει από τον λαό οι πράξεις του να είναι «παραδειγματικές»; Αντιπαραβάλλοντας, με αυτόν τον τρόπο, την δικαιολογημένη σε αρκετές περιπτώσεις κριτική προς τις «ελίτ» με την ιεροποίηση των λαϊκών επιλογών[2].

Οι απόψεις αυτές εικονογραφούν ένα πλαίσιο της πρόσληψης και της αντιπαράθεσης γύρω από τον λαϊκισμό σε μεγάλο μέρος του δυτικού — και όχι μόνον —κόσμου. Της Ελλάδας, φυσικά, περιλαμβανομένης, αφού, εδώ, ο «λαϊκισμός», τόσο ως κοινωνικό αίτημα όσο και ως πολιτική προσφορά από συγκεκριμένα κόμματα, διανοουμένους και ΜΜΕ είναι διαρκώς παρών, ενώ η κρίση των τελευταίων ετών τον ανήγαγε σε κυρίαρχο πολιτικό φαινόμενο. Σε τύπο νομιμοποίησης νέων λαϊκιστικών ελίτ και, σε κάποιες περιπτώσεις, μιας νεο-καθεστωτικής λογικής που εξ αντικειμένου φλερτάρει με τον αυταρχισμό.

Η συνωμοσιολογική θεώρηση καθίσταται συστατικό στοιχείο του κυρίαρχου λόγου.

Η δημοψηφισματική πρακτική και λογική, οι προτάσεις για «ανόθευτα» εκλογικά συστήματα, μετενσαρκώσεις της λαϊκιστικής εμμονής στο ιδεώδες της «διαφάνειας», το συνωμοσιολογικό τσουνάμι που κατακλύζει την δημόσια σφαίρα μέσα από τις αλλεπάλληλες «αποκαλύψεις» για μυστικά «πλάνα», σε τέτοιο βαθμό που η συνωμοσιολογική θεώρηση να καθίσταται συστατικό στοιχείο του κυρίαρχου λόγου (της «κυρίαρχης ιδεολογίας», λέγαμε παλιότερα…), οι επιθέσεις στις «τρόϊκες εσωτερικού» (στον πληθυντικό, αφού η σύνθεση των τελευταίων αλλάζει, ανάλογα με τον καταγγέλλοντα) με την κατασκευή αποδιοπομπαίων τράγων, αποτελούν επεισόδια μιας διαδικασίας δημολατρικής «νομιμοποίησης» αναδυόμενων ελίτ. Οι οποίες, το μόνον περιοριστικό όριο που ουσιαστικά αναγνωρίζουν για την αλαζονική δράση τους, είναι η εκ μέρους τους αναμυθολογημένη «λαϊκή κυριαρχία». Τούτη η τελευταία, όπως κατανοείται και διακηρύσσεται σήμερα, αλλά και όπως μας δείχνουν διάφορα συγκριτικά παραδείγματα από άλλες περιπτώσεις «εφαρμοσμένου λαϊκισμού» («προοδευτικής» ή μη-κατεύθυνσης), έρχεται σε όσμωση με τον εθνικισμό, ακόμα και με τον εθνοτισμό, επιχειρώντας να συστήσει ένα νέο πεδίο πολιτικής νομιμοποίησης, ενίοτε κινούμενο στο όριο του «νόμου» και της διάκρισης των εξουσιών. 

Εδώ, ακριβώς, μπορεί να εμφιλοχωρήσει ο πειρασμός του αυταρχισμού, οι έστω επί χάρτου αντιδημοκρατικές εκτροπές στο όνομα μιας μοιραίας υπερ-δημοκρατικής ουτοπίας, με έντονο εθνικιστικό χρωματισμό, ενίοτε καμουφλαρισμένο με νεο-τριτοκοσμική επένδυση, με ιδεολογικοποιημένες και κατά βάθος μοραλιστικές επικλήσεις μιας υποτιθέμενα «κρυπτο-αποικιακής» εκμετάλλευσης χωρών, που «αόρατες» σχέσεις και «κέντρα» τις κρατούν υποταγμένες. Στην πραγματικότητα, η «ανάλυση» αυτή δεν λέει κάτι καινούργιο, αλλά είναι το ξαναζεσταμένο φαγητό της παλαιο-τριτοκοσμικής έμπνευσης διαίρεσης μητρόπολη/περιφέρεια, σερβιρισμένο στη νεο-γλώσσα ενός συγκεκριμένου «χειραφετητικού» μεταμοντερνισμού, ο οποίος, δυνητικά, και ανεξάρτητα από προθέσεις, μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τις ίδιες τις πολιτικές ελευθερίες, την ίδια την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Περί αυτού, η λατινο-αμερικανική κυρίως εμπειρία, η απώτερη και η πολύ πρόσφατη, και μάλιστα η σημερινή, έχει πολλά να μας διδάξει [3]. Με άλλα λόγια, ο λαϊκισμός ως τύπος νομιμοποίησης αναδυόμενων ελίτ, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και μετάβασης, όπως είναι η σημερινή, μπορεί εύκολα να διολισθήσει σε λαϊκισμό ως «τύπο καθεστώτος», του οποίου ο βοναπαρτισμός είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό του.    

Ο μανιχαϊκός και διχαστικός λόγος του λαϊκισμού στρέφεται κατά της δημοκρατίας.

Είναι αλήθεια ότι ο λαϊκισμός πρέπει να κατανοείται και ως «σύμπτωμα» μιας διαταραγμένης σχέσης, της διευρυνόμενης απόστασης μεταξύ λαού και ελίτ. Και είναι αλήθεια ότι είναι χρέος αυτών των ελίτ να βρουν αξιόπιστους τρόπους επανασύνδεσής τους με τον «απλό κόσμο» και τα προβλήματά του. Αλλά είναι εξίσου αλήθεια ότι αυτό το «σύμπτωμα» δεν μπορεί να αποτελέσει και ρεμέδιο στην κρίση. Ο μανιχαϊκός και διχαστικός λόγος του λαϊκισμού αρκετές φορές στρέφεται κατά της ίδιας της δημοκρατίας, το αληθινό νόημα της οποίας διατείνεται ότι θέλει να αποκαταστήσει.

Ο λαϊκισμός ως «δεισιδαιμονία»

Δικαιούμαστε, συνεπώς, να ασκούμε κριτική στις λαϊκές επιλογές, χωρίς αυτό να θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως. Χωρίς να εκλαμβάνεται, με άλλα λόγια, από διάφορους διανοητές και πολιτικούς της «υποψίας», δηλαδή τους λαϊκιστές, από εκείνους που θέλουν να αλλάξουν «εδώ και τώρα» τον κόσμο, ως προσβολή της λαϊκής κυριαρχίας και αμφισβήτηση της δημοκρατίας. Γι’ αυτήν την απροϋπόθετη στέψη των λαϊκών επιλογών, ίσως το σημαντικότερο να το έχει πει ο Καρλ Πόππερ, όταν θα επιτεθεί κατά της «λαοκρατίας», στην δική μας γλώσσα, κατά του λαϊκισμού: «Αλλά η ισχυρότερη ένσταση κατά της θεωρίας της λαοκρατίας είναι, ίσως, ότι προωθεί την παράλογη ιδεολογία μιας δεισιδαιμονίας. Την αυταρχική και σχετικιστική δεισιδαιμονία, δηλαδή, ότι ο λαός (ή η πλειοψηφία) δεν μπορεί να έχει άδικο και δεν μπορεί να κάνει κάτι άδικο. Αυτή η ιδεολογία είναι ανήθικη και πρέπει να απορριφθεί. Γνωρίζουμε από τον Θουκυδίδη, ότι η Αθηναϊκή Δημοκρατία (την οποία θαυμάζω σε πολλά) είχε λάβει και εγκληματικές αποφάσεις. Επιτέθηκε, χωρίς καμία προειδοποίηση, στο ουδέτερο νησί της Μήλου, θανάτωσε όλους τους άνδρες και πούλησε τις γυναίκες και τα παιδιά στα σκλαβοπάζαρα. (…)». Και αφού αναφερθεί στο παράδειγμα της εκλογής του Χίτλερ από το νόμιμα εκλεγμένο γερμανικό κοινοβούλιο, μέσω του «εξουσιοδοτικού νόμου», ο Πόππερ θα καταλήξει: «Όλοι μπορούμε να σφάλουμε∙ ομού και ο λαός και κάθε άλλο σύνολο ανθρώπων. Και όταν υπερθεματίζω του γεγονότος ότι ένας λαός μπορεί να απομακρύνει την κυβέρνησή του, το κάνω επειδή δεν γνωρίζω καμία καλύτερη μέθοδο για να αποφευχθεί η τυραννίδα. Ακόμα και η δημοκρατία ως λαϊκή ετυμηγορία — την οποία προασπίζομαι — είναι κάθε άλλο παρά άψογη. Ισχύει για εκείνη η ειρωνική έκφραση του Τσόρτσιλ: ‘Η δημοκρατία είναι το χειρότερο πολίτευμα∙ με εξαίρεση όλα τα άλλα.’»[4]

Επισημαίνει και πάρα πολλά άλλα ενδιαφέροντα ο Κ. Πόππερ σε αυτό το σημαντικό κείμενό του (το οποίο το γράφει το 1989), για παράδειγμα, τις αυταπάτες περί ηλεκτρονικής δημοκρατίας («λαϊκή εκπροσώπηση δια της τηλεοράσεως…», «με το πάτημα ενός κουμπιού»), περί «δημοψηφισμάτων», και επιχειρηματολογεί, τέλος, κατά της θέσμισης απολύτως αναλογικών εκλογικών συστημάτων που, από κοινού με την ύπαρξη πολυάριθμων κομμάτων, οδηγούν στο να μην αναλαμβάνει κανείς «την ευθύνη προ του λαού» [5].

Ο λαϊκισμός είναι μία εκ των άνω κατασκευή, από λαϊκιστές διανοούμενους και πολιτικούς.

Καθόλου τυχαία, νομίζουμε, οι ανωτέρω απόψεις του Πόππερ διατυπώνονται σε κείμενό του που φέρει τον τίτλο: «Η ιδέα της ελευθερίας και η ευθύνη της διανόησης». Γιατί ο λαϊκισμός δεν είναι τόσο ή μόνον υπόθεση των κοινωνικών του ερεισμάτων (για παράδειγμα μιας κοινωνικής φιγούρας εξεγερμένων πληβείων ή και αγανακτισμένων μικροαστών σε διαδικασία κοινωνικής απόταξης), όσο, πάνω από όλα, μία εκ των άνω κατασκευή, από λαϊκιστές διανοούμενους και πολιτικούς. Αυτοί είναι που κατασκευάζουν την εικόνα ενός εγγενώς ενάρετου «λαού», μιας «φαντασιακής κοινότητας» απατηλά συμφιλιωμένης με τον εαυτό της, αποκλείοντας, με τον τρόπο αυτό, κάθε διαφωνία, κάθε διαίρεση στο εσωτερικό της, πλήττοντας έτσι αυτό που Χ. Άρεντ όρισε ως τον υπέρτατο στόχο της πολιτικής, «την ελευθερία του κόσμου». Αυτή η εκ των άνω κατασκευασμένη και καθαγιασμένη εικόνα του ενιαίου «λαού», υποστηρίζουν δύο κορυφαίοι ερευνητές του λαϊκιστικού φαινομένου, γίνεται για τους λαϊκιστές αντικείμενο «πραγματικής πίστης» [6], με την θρησκευτική έννοια του όρου «πίστη», και ανάγεται σε αποκλειστική πηγή της δημοκρατικής νομιμότητας. Με την έννοια αυτή, οι λαϊκιστές είναι οι «ουσιοκράτες» του «λαού», και ο λαϊκισμός (τους), όπως επισημαίνει ο Πόππερ, είναι μία «δεισιδαιμονία». Άλλωστε, αυτή η άτυπη επαναθρησκειοποίηση της πολιτικής, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, έχει εξυμνηθεί, ακόμα και «υλοποιηθεί», από έναν από τους θεμελιωτές-πατέρες του λαϊκισμού, τον Περόν, ο οποίος, αναδεικνύοντας, ακριβώς, την αναγκαία «μυστικιστική» διάσταση του κινήματός του, προέβλεπε, σε προγραμματικό πλέον επίπεδο, την μεταρρύθμιση της σχολικής εκπαίδευσης, με πρώτο μέτρο «τον ενθρονισμό του Θεού στις συνειδήσεις μέσω της εξύμνησης της πνευματικότητας επί του υλισμού» [7]. Συνεπώς, ας μην διαμαρτύρονται οι λαϊκιστές για την «δαιμονοποίηση» του λαϊκισμού από τους αντιπάλους του αφού, στο βαθμό που διαπιστώνεται κάτι τέτοιο, αυτό μπορεί να είναι και μία αντεστραμμένη εικόνα της δικής τους επιχείρησης «καθαγιασμού» του, σε συνθήκες «κρίσης» των θεσμών αντιπροσώπευσης και πτώσης των παραδοσιακών αφηγήσεων.

Ριζοσπαστική δημοκρατία

Είναι νομίζουμε σαφές ότι η επιστροφή του δημοκρατικού ζητήματος στην δημόσια συζήτηση είναι απολύτως δικαιολογημένη και επείγουσα, αφού, ακριβώς, μία ορισμένη «κρίση» της αντιπροσώπευσης των πολιτικών και κομματικών συστημάτων είναι υπαρκτή. Το πρόβλημα, εδώ, είναι η ιδεολογικοποίηση της συζήτησης αυτής από τις λαϊκιστικές ελίτ, μία «ηγεμονιστική» λογική για την δημοκρατία και την δημοκρατική πολιτική (μία λογική δηλαδή που εκλαμβάνει την πολιτική αποκλειστικά με όρους «ηγεμονίας»), που την διαστρέφει προς μοιραίες και επικίνδυνες ατραπούς μέσω της αποκαλούμενης «ριζοσπαστικής δημοκρατίας» ως της «αληθινής» δημοκρατίας∙ η οποία, εν πολλοίς, δεν είναι παρά μετωνυμία του λαϊκισμού. Επ’ αυτού, ας επιτραπεί, η παράθεση ενός σχετικά μακροσκελούς αποσπάσματος από μία από τις τελευταίες μελέτες του Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, που συνοψίζει, παραδειγματικά θα λέγαμε, τις αυταπάτες και τα αδιέξοδα αυτού του αλαζονικού σχεδίου:

Η επιστροφή του δημοκρατικού ζητήματος στην δημόσια συζήτηση είναι απολύτως επείγουσα.

«Ορισμένοι οδηγούνται να λυγίσουν το ραβδί προς την αντίθετη κατεύθυνση, αποδίδοντας μία πολιτική ορθολογικότητα στον ‘λαϊκισμό’ όπως αυτοί την ονειρεύονται. Έτσι, ο αριστεριστής πολιτικός θεωρητικός Ερνέστο Λακλάου αποδίδει στον «λαϊκισμό» μία ανατρεπτική ισχύ και μία ικανότητα κατασκευής του ‘λαού’ ως πολιτικό υποκείμενο: ‘Ο λαϊκισμός παρουσιάζεται ταυτοχρόνως ως μέσο ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και ως σημείο αφετηρίας μιας περισσότερο ή λιγότερο ριζοσπαστικής ανακατασκευής μιας νέας τάξης κάθε φορά που η παλιά τάξη βρίσκεται αποδυναμωμένη’. Η πρόθεση είναι αξιέπαινη: να τελειώνουμε με την περιφρόνηση του ‘λαού’ (που συχνά ανάγεται στις λαϊκές τάξεις), κλίση να ακούμε τις προσδοκίες του ή τους θυμούς του, να τον συμβουλευόμαστε τακτικά μέσω δημοψηφισμάτων, να ευνοούμε κάθε τρόπο που μπορεί κάποιος να φαντασθεί ώστε να συμμετέχουν οι πολίτες στις διαδικασίες απόφασης, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Ποιος θα μπορούσε δημοσίως να αρνηθεί να τεθεί στην υπηρεσία ακρόασης του λαού χωρίς να ρισκάρει την κατακραυγή; Στην δημοκρατική εποχή, για κάθε πολιτικό φορέα, οι διακηρύξεις αγάπης που απευθύνονται στον λαό αποτελούν μία από τις προϋποθέσεις πρόσβασης στην αξιοπρέπεια.

Δεν μπορούμε παρά να προτρέψουμε αυτούς τους βιαστικούς απολογητές του ‘λαϊκισμού’ σε μία ορισμένη μετριοπάθεια και να τους προσκαλέσουμε να πληροφορούνται σοβαρά επί του ζητήματος πριν να συγγράφουν τα αναλόγως την περίσταση βιβλία τους που διέπονται από ‘καλές προθέσεις’. Καταρχάς, να τους ενημερώσουμε ότι αυτό που πιστεύουν ότι είναι η μεγάλη τους ανακάλυψη—δηλαδή η προσφυγή στο ‘λαό’ ως το μόνο μέσο για να αναζωογονηθεί η δημοκρατία διαμέσου διαδικασιών (ιδιαίτερα το δημοψήφισμα λαϊκής πρωτοβουλίας)—είναι γνωστή από παλιά. Επίσης, πρέπει να μπουν στον κόπο να διαβάσουν τους μεγάλους θεωρητικούς, μοντέρνους και μη, της δημοκρατίας. Θα μάθουν ότι η σύγχρονη δημοκρατία, μακράν από του να ανάγεται στην κυριαρχία του λαού, που μπορεί να παραφθείρεται σε τυραννία της πλειοψηφίας, προϋποθέτει την διάκριση των εξουσιών, την αναγνώριση και την εγγύηση των δικαιωμάτων των ατόμων, την εγκαθίδρυση ενός συνταγματικού συστήματος θεμελιωμένου στην εξισορρόπηση των εξουσιών, τον πλουραλισμό (των πεποιθήσεων, των αξιών, των σκοπών), την πρακτική της διαπραγμάτευσης και της διαβούλευσης πριν την λήψη απόφασης, τον σεβασμό των μειονοτήτων, κλπ. Και ξέρουμε ότι η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση αμφισβητείται διαρκώς από τους οπαδούς της άμεσης δημοκρατίας, κανονιστικό πρόταγμα το οποίο έγινε αντικείμενο σφετερισμού από τους συγκαιρινούς ‘νεολαϊκιστές’, που παρουσιάζονται ως οι οπαδοί ενός ριζοσπαστικού ‘δημοκρατισμού’. Με δυο λόγια, η εξουσία που θεμελιώνεται στην κυριαρχία του λαού πρέπει να εξισορροπείται από αντι-εξουσίες· πρέπει, άρα, να περιορίζεται, ώστε να τυγχάνουν εγγύησης οι ατομικές ελευθερίες και όσοι διαφωνούν με την πλειοψηφία να μην αποκλείονται για πάντα από τον λαό» [8]

Η κριτική του λαϊκισμού επιβάλλεται να γίνει από όλους όσους εξακολουθούν να πιστεύουν στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Ανάλογες σκέψεις δεν φαίνονται να συγκινούν τους λαϊκιστές οπαδούς της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας», αφού, στην πραγματικότητα, το βασικό διακύβευμα γι αυτούς δεν είναι να ερμηνεύσουν το λαϊκιστικό φαινόμενο ή και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Αλλά να προτείνουν τον λαϊκισμό, την λαϊκιστική ριζοσπαστική δημοκρατία (τους) ως ένα, νέο υποτίθεται, αντικαπιταλιστικό και αντι-ιμπεριαλιστικό, χειραφετητικό πρόταγμα. Και είναι ακριβώς η κριτική αυτού του μυστικιστικού και ανελεύθερου προτάγματος που επιβάλλεται σήμερα να γίνει από όλους εκείνους που εξακολουθούν να πιστεύουν στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.  


[1] Cohn-Bendit, «Il faut arreter de dire que le people a toujours raison», Libération, 5/7/2016, http://www.liberation.fr/video/2016/07/05/cohn-bendit-il-faut-arreter-de-dire-que-le-peuple-a-toujours-raison_1464096

[2] Βλ. Pierre-André Taguieff, «Η εξέγερση κατά των ελίτ: το νέο λαϊκιστικό κύμα», στην ιστοσελίδα της μηνιαίας επιθεώρησης The BooksJournal, Μετάφραση: Ανδρέας Πανταζόπουλος, 12/6/2016, http://booksjournal.gr/slideshow/item/2168-%CE%B7-%CE%B5%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CF%84-%CF%84%CE%BF-%CE%BD%CE%AD%CE%BF-%CE%BB%CE%B1%CF%8A%CE%BA%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CE%BA%CF%8D%CE%BC%CE%B1. Μία επαυξημένη εκδοχή της ίδιας συνέντευξης δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της αμερικανικής επιθεώρησης «Telos» (25/6/2016), http://www.telospress.com/the-revolt-against-the-elites-or-the-new-populist-wave-an-interview/.

[3] Βλ. ενδεικτικά, Renée Fregosi, Les nouveaux autoritaires. Justiciers, censeurs et autocrates, Παρίσι, Editions du Moment, 2016.

[4] Καρλ Ρ. Πόππερ, Η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων, Αθήνα, Μελάνι, 2011, σ. 118.

[5] Στο ίδιο, σ. 117.

[6] Yves Mény et Yves Surel, Par le peuple, pour le peuple. Le populisme et les démocraties, Παρίσι, Fayard, 2000, σ. 303.

[7] Doctrine Péroniste, 1952, σ. 153, 356.

[8] Pierre-André Taguieff, La revanche du nationalisme. Néopopulistes et xénophobes à l’ assaut de l’ Europe, Παρίσι, PUF, 2015, σ. 13-15.


* Μία συντομευμένη εκδοχή αυτού του άρθρου, υπό τον τίτλο: «Οι προκλήσεις του νέου λαϊκισμού», δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» (10/7/2016)


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Francisco De Goya (1746 -1828), Witches' Sabbath

 

Πανταζόπουλος, Ανδρέας

Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ. Το αντικείμενο μελέτης του είναι το ελληνικό πολιτικό σύστημα και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την προσέγγιση των φαινομένων του λαϊκισμού, του εθνικισμού, του αντισημιτισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Τελευταίο του βιβλίο: «Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013», Θεσσαλονίκη, εκδ. Επίκεντρο, 2013.