Τρίτη, 31 Μαϊ 2016

Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέσω του τραπεζικού τομέα

αρθρο του:

Οι προκλήσεις αυτή την περίοδο στην ΕΕ και την ευρωζώνη είναι έντονες και αφορούν πέρα από απαραίτητη δημοσιονομική σταθερότητα και προσαρμογή, την θεσμική, οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης.

Ένας από τους κυριότερους πυλώνες οικονομικής ολοκλήρωσης και αλληλεγγύης ταυτόχρονα είναι ο τραπεζικός τομέας και η προοπτική ενίσχυσης των διαδικασιών, τόσο για την προστασία των καταθετών, όσο και για την διάθεση χρηματοδοτικών εργαλείων, με στόχο την μεγαλύτερη ανάπτυξη και την αύξηση του ΑΕΠ της Ένωσης.

Η συζήτηση αυτή την στιγμή στην ΕΕ επικεντρώνεται σε 3 μεγάλα κομβικά ζητήματα που είναι τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων, ο μηχανισμός εξυγίανσης τραπεζών καθώς και η περιβόητη τραπεζική ένωση στα πλαίσια της μεγαλύτερης ολοκλήρωσης και συνεργασίας.

Ας δούμε όμως αναλυτικά τί σημαίνει το καθένα από τα παραπάνω που ενδιαφέρει ιδιαίτερα και την χώρα μας στα πλαίσια θωράκισης και χρηματοδότησης του τραπεζικού μας συστήματος.

1. Συστήματα Εγγύησης καταθέσεων

Όλοι οι καταθέτες, σύμφωνα με τον αρχικό βασικό κανόνα, είτε φυσικά πρόσωπα, είτε επιχειρήσεις, προστατεύονται μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ ανά τράπεζα από το σύστημα εγγυήσεων του οποίου η τράπεζα είναι μέλος.

Οι καταθέσεις αυτές δύνανται να περιλαμβάνουν, τόσο συνταξιοδοτικά συστήματα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και τις επενδύσεις δημοσίων αρχών όταν δεν υπερβαίνουν τις 500.000 ευρώ.

Το μεγάλο ερώτημα για την εγγύηση καταθέσεων, είναι το ποιος χρηματοδοτεί αυτά τα συστήματα.

Επίσης είναι δυνατή η προστασία καταθέσεων άνω των 100.000 ανά πιστωτικό ίδρυμα όταν αποδειχθεί ότι αφορούν συγκεκριμένους κοινωνικούς σκοπούς καθώς και στέγαση.

Σύμφωνα με τις τελευταίες εξελίξεις τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων, δύνανται να χρηματοδοτούν ακόμα και την εξυγίανση τραπεζών ώστε ν’ αποτρέπουν πτωχεύσεις τραπεζών οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις τόσο σε μια εθνική οικονομία όσο και στην ίδια την ΕΕ στα πλαίσια μιας συστημικής τραπεζικής κρίσης.

Σε περίπτωση λοιπόν που απαιτηθεί, έχει θεσπιστεί χρονικό όριο αποζημίωσης των καταθετών σε 20 εργάσιμες ημέρες το μέγιστο. Μάλιστα έχει συμφωνηθεί να μειωθεί το όριο αυτό σε 7 εργάσιμες ημέρες μέχρι το 2024 γεγονός που ευνοεί τους καταθέτες και την ρευστότητα γενικότερα.

Επίσης υφίσταται η δυνατότητα ένας καταθέτης να αιτείται ποσό έκτακτης ανάγκης αν δεν μπορεί ν’ αποζημιωθεί στη νεότερη προθεσμία των 7 ημερών που έχει οριστεί.

Το μεγάλο ερώτημα βέβαια για την εγγύηση καταθέσεων, είναι το ποιος χρηματοδοτεί αυτά τα συστήματα. Έχει αποφασιστεί ότι τα κεφάλαια θα προέρχονται από τον τραπεζικό τομέα, μέσω συγκεκριμένης εισφοράς. Η πληρωμή αυτής της εισφοράς, καθορίζεται από τους δείκτες κινδύνου που έχει η κάθε τράπεζα, από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που σημαίνει ότι όσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος τόσο μεγαλύτερη και η εισφορά που πρέπει να καταβληθεί.

Συγκεκριμένα έχει οριστεί ότι το συνολικό ύψος της συνεισφοράς κεφαλαίων οφείλει ν’ ανέρχεται σε 0,8% επί των καλυπτόμενων καταθέσεων σε κάθε κράτος μέλος μέχρι το 2025. Τα κεφάλαια που συνεισφέρονται διατηρούνται σε άμεσα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, ώστε να είναι άμεσα διαθέσιμα σε περίπτωση πτώχευσης.

Εκτός αυτού, προβλέπεται και συνεργασία μεταξύ των συστημάτων εγγυήσεων, μέσω εσωτερικού δανεισμού, για ν’ αποφεύγεται οποιαδήποτε μετάδοση της κρίσης. 

2. Μηχανισμός Εξυγίανσης (SRM)

Γίνεται μεγάλη προσπάθεια σε αυτό το πεδίο ώστε αφενός να υπάρχουν εναρμονισμένοι κανόνες, αφετέρου να διατηρείται και μια ευελιξία η οποία δεν θα απαιτεί τεράστια διαθέσιμα από τις τράπεζες, αφαιρώντας πολύτιμη ρευστότητα από το τραπεζικό σύστημα.

Επί της ουσίας ο μηχανισμός αυτός, είναι ο τρόπος που είτε διασώζονται προβληματικές τράπεζες, ή λαμβάνονται προληπτικά μέτρα σ’ επαπειλούμενη πτώχευση.

Γίνονται σημαντικά βήματα στο πλαίσιο της προληπτικής προστασίας του τραπεζικού συστήματος.

Η Κομισιόν, σε μία κίνηση χαλάρωσης προς την θετική κατεύθυνση, αποφάσισε ν’ απαλλάξει τις τράπεζες από την ελάχιστη απαίτηση για υποχρεώσεις 8% επί του συνολικού παθητικού και των κεφαλαίων τους.

Δεν θα υπάρχει λοιπόν κατώτατο επίπεδο περιουσιακών στοιχείων τραπεζών που μπορούν να εκκαθαριστούν πάνω στην διαδικασία εξυγίανσης μιας τράπεζας. Να τονίσουμε σε αυτό το σημείο, ότι τις αποφάσεις τις λαμβάνει ένα θεσμικό όργανο που λέγεται, Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (SRB) και έχει δημιουργήσει την οδηγία MREL η οποία αναφέρεται ακριβώς σε αυτό που προαναφέρθηκε, δηλαδή στην ελάχιστη απαίτηση διακράτησης περιουσιακών στοιχείων τα οποία διαγράφονται σε περίπτωση αναγκαστικής εξυγίανσης.

Ουσιαστικά η MREL είναι αναγκαία πριν φτάσουμε στο λεγόμενο bail-in, διάσωση εκ των έσω δηλαδή, όπου στην πτώχευση τράπεζας, συμμετέχουν σε πρώτη φάση μέτοχοι και ομολογιούχοι, πριν την έσχατη λύση της συμμετοχής καταθετών στις ζημιές μέσω του κουρέματος καταθέσεων σε ποσοστό που ποικίλει ανά πιστωτικό ίδρυμα.

Μάλιστα στα πλαίσια της καλύτερης εποπτείας, το SRB έχει ήδη ανακοινώσει ότι οι μικρότερες περιφερειακές τράπεζες δεν θα έχουν καν την υποχρέωση διακράτησης περιουσιακών στοιχείων στο 8% ενώ κατά περίπτωση για μεγάλες συστημικές τράπεζες, το ποσό αυτό θα μπορούσε ν’αυξηθεί.

Σε κάθε περίπτωση, παρατηρούμε ότι γίνονται σημαντικά βήματα στο πλαίσιο της προληπτικής προστασίας του τραπεζικού συστήματος, λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και των προγραμμάτων προσαρμογής που έχουν εφαρμοστεί σε χώρες όπως η Ελλάδα, έτσι ώστε ο τραπεζικός τομέας, να μειώσει αισθητά το ρίσκο του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει επιτελώντας στο ακέραιο το έργο του στην πραγματική οικονομία.

3. Τραπεζική Ένωση

Πρόκειται ουσιαστικά για την επιτομή της ολοκλήρωσης στην ΕΕ και την Ευρωζώνη και αποτελεί πρακτικά συνέπεια των δύο παραπάνω παραγόντων που αναλύθηκαν.

Το πρώτο βήμα αυτής της ένωσης, έχει γίνει ήδη από το Νοέμβριο του 2014, όπου η ΕΚΤ έχει αναλάβει επίσημα την εποπτεία 5.500 τραπεζών στη ζώνη του ευρώ, μέσω της εποπτικής αρχής του SSM, αφαιρώντας την αντίστοιχη αρμοδιότητα από την κεντρική τράπεζα του κάθε κράτους μέλους.

Η πορεία προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι και θα είναι μια επίπονη προσπάθεια.

Δυστυχώς αυτή τη στιγμή το όραμα της τραπεζικής ένωσης παραμένει ημιτελές, κυρίως λόγω των αντιδράσεων της Γερμανίας.

Το δεύτερο βήμα πέραν της εποπτείας δεν είναι άλλο από την δημιουργία ενός κοινού πλέον ταμείου εγγύησης καταθέσεων, που επί της ουσίας θα υποκαταστήσει τα εθνικά όπως το αντίστοιχο ΤΕΚΕ στην Ελλάδα. Αυτή η διαδικασία βέβαια θα προβλέπει την περίπτωση διάσωσης μίας ή περισσότερων τραπεζών π.χ της Ελλάδας ή της Πορτογαλίας από τις εισφορές του Γερμανικού τραπεζικού συστήματος.

Ο μόνος τρόπος ν’ αμβλυνθούν οι αντιδράσεις, είναι η επαρκής κεφαλαιοποίηση των μεγάλα πιστωτικών ιδρυμάτων ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε εμπλοκή φορολογουμένων στην διάσωση τραπεζών άλλου κράτους μέλους. Από την άλλη, ένα κοινό σύστημα εγγύησης, θα ενισχύσει την εξωστρέφεια του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος προς τις αγορές, μειώνοντας την εξάρτηση των εμπορικών τραπεζών από την ρευστότητα της ΕΚΤ όσο και από τον έκτακτο μηχανισμό ELA.

Είναι σίγουρα απαραίτητος ένα μηχανισμός καταμερισμού του κινδύνου καθώς διαφορετικά θα ενισχύονται μόνο οι οικονομίες που αφενός δεν είχαν προγράμματα προσαρμογής, αφετέρου, που ευνοούνται από τα δικά τους φθηνά επιτόκια και την πρόσβασή τους στις αγορές, δημουργώντας πρόσθετα προβλήματα στις πιο αδύναμες οικονομίες, οι οποίες θα χρειαστούν τελικά εσωτερικό μηχανισμό δανειοδότησης στην ΕΕ, που θα είναι λιγότερο αποτελεσματικός χρηματοοικονομικά από την ίδια την έξοδο στις αγορές.

Η αναιμική μάλιστα ανάπτυξη στην ευρωζώνη των 19 κρατών μελών, στο 0.3% στα τέλη του 2015, αποτελεί τρανό παράδειγμα αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής που συνδέεται άμεσα με την έλλειψη της τραπεζικής ενοποίησης.

Αν επιτευχθεί το κοινό σύστημα εγγυήσεων μέσω ενός ενιαίου Ταμείου, σε συνδυασμό με τον μηχανισμό εξυγίανσης που αναλύσαμε, τότε η ΕΚΤ θα μπορεί να συνεχίσει με μικρότερο ρίσκο το λεγόμενο QE, δηλαδή την αγορά ομολόγων, ώστε ν’ αντλούν ρευστότητα οι εμπορικές τράπεζες των κρατών μελών με τα δικά τους ενέχυρα, αλλά θα είναι πλέον και ο προθάλαμος της αντικατάστασης του QE στο μέλλον, με περιορισμένες εκδόσεις ομολόγων αυξημένης εξασφάλισης, με συμμετοχή πολλών χωρών, ώστε να υπάρχει ταυτόχρονη έξοδος προς τις αγορές.

Η χώρα μας πρέπει πάση θυσία να μείνει προσδεδεμένη στο ευρωπαϊκό όραμα.

Αυτό πλέον θα αποτελεί ένα είδος ευρωομολόγου, το οποίο στην λογική της αμοιβαιοποίησης του χρέους, θα προσδώσει σημαντική αναπτυξιακή δυναμική σε χώρες που είτε έχουν ταλαιπωρηθεί από προγράμματα προσαρμογής είτε έχουν σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες.

Παρά τις όποιες αντιδράσεις χωρών όπως η Γερμανία, οι συζητήσεις είναι υπαρκτές και όλα τα σενάρια έχουν τεθεί από τα αρμόδια όργανα της Κομισιόν και της ΕΚΤ για την πορεία της τραπεζικής ένωσης.

Η χάραξη της νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να μην συνδέεται αφενός με την ενιαία εποπτεία του τραπεζικού τομέα στην Ευρωζώνη και αφετέρου με μια λελογισμένη κατανομή του ρίσκου, αναλόγως του προφίλ του κάθε κράτους μέλους στα πλαίσια της οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης.

Με βάση την παραπάνω ανάλυση όλων των παραγόντων, γίνεται αντιληπτό, ότι η πορεία προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι και θα είναι μια επίπονη προσπάθεια, που μοιάζει με αγώνα αντοχής και η χώρα μας πρέπει πάση θυσία να μείνει προσδεδεμένη στο ευρωπαϊκό όραμα που κατόπιν και των δικών της προσπαθειών και μέτρων που έχουν ήδη συμφωνηθεί, θα της δώσουν την αναπτυξιακή προοπτική που χρειάζεται, για να ξεφύγει οριστικά από την οικονομική ύφεση.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Edward Hopper (1882–1967), Conference at Night

 

Ρεντούμης, Μελέτης

Ο Μελέτης Ρεντούμης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αποφοιτώντας από το τμήμα Οικονομικής Επιστήμης. Συνέχισε για μεταπτυχιακά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, με αντικείμενο τις Ευρωπαϊκές Σπουδές και εξειδίκευση στα χρηματοοικονομικά και τις χρηματοδοτήσεις. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, για περίπου ένα χρόνο, πάνω στο ερευνητικό πεδίο της ασφάλισης και τιμολόγησης των πληροφοριών μεγάλων συστημάτων. Το 2007 ως στέλεχος της Eurobank ανέλαβε υπεύθυνος για θέματα στρατηγικών συμφωνιών με μεγάλους προμηθευτές καθώς και για την διαχείριση του κόστους. Από το 2015 παραμένει στον Όμιλο της Eurobank ως επικεφαλής Συντονισμού Διεθνών Δραστηριοτήτων για θέματα Προμηθειών.