Δευτέρα, 28 Μαρ 2016

Το «τρίλημμα» της σύγχρονης ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς

αρθρο του:

Το καλοκαίρι του ’15, ενώ όλοι ασχολούμασταν με το θέμα «Grexit», ένα άρθρο του Economist μου τράβηξε την προσοχή. Δεν προσέφερε κάτι πρωτόγνωρο αυτό το άρθρο, αλλά σε απρόσμενο χρόνο έφερνε στη φόρα ένα γνωστό σε όλους φαινόμενο το οποίο δεν συζητιέται πολύ. Αυτό το φαινόμενο συγκεκριμένα είναι η περιθωριοποίηση της κεντροαριστεράς στην Ευρώπη, η οποία έχει γίνει πιο εμφανής από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το ’08 και της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής κρίσης που επέφερε.

Η περιθωριοποίηση της κεντροαριστεράς στην Ευρώπη έγινε εμφανής από το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το ’08.

Δύο είναι οι υπαρξιακές ερωτήσεις που οφείλουν να ερωτηθούν εδώ, πριν περάσω σε αυτό που αποκαλώ «το τρίλημμα της κεντροαριστεράς», δανειζόμενος έναν οικονομικό όρο. Πρώτον, το τι σημαίνει «κεντροαριστερός» σε μια Ευρώπη του 21ου αιώνα που αλλάζει συνεχώς. Και δεύτερον, το εάν είναι απλά σύμπτωση το πώς αυτό το κομμάτι του πολιτικού φάσματος δεν είναι πια πρώτο κόμμα σε καμία μεγάλη Ευρωπαϊκή χώρα από το ’08 και έπειτα. Να θυμίσω πως και στην Πορτογαλία και στην Ισπανία, οπού έχουμε και μπορεί να έχουμε, αντίστοιχα, κυβερνήσεις υπό την ηγεσία σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, τα κόμματα αυτά και στις δύο περιπτώσεις δεν είναι οι εκλογικοί νικητές. Επίσης να θυμίσω πως αν και στην εξουσία, οι Σοσιαλιστές της Γαλλίας δεν πρωτεύουν και τόσο δημοσκοπικά. Μοναδική εξαίρεση ( που επιβεβαιώνει τον κανόνα) είναι η Ιταλία, οπού οι κεντροαριστεροί είναι πρώτο κόμμα δημοσκοπικά (με το αδύναμο 33%), αλλά δεύτερο κόμμα στις τελευταίες εκλογές.

Ο σωστός τρόπος να απαντηθεί η πρώτη ερώτηση δεν είναι να ανοίξεις το λεξικό και να αρχίσεις να ψάχνεις τον επιστημονικό όρο που περιγράφει την ιδιότητα αυτού του πολιτικού κινήματος. Αυτός ο ορισμός, συγκεκριμένα στο αγγλικό ‘Oxford Dictionary’ για την λέξη ‘centre-left’, αναφέρεται στις «πολιτικές ομάδες που υποστηρίζουν τον καπιταλισμό και την σταδιακή κοινωνική αλλαγή». Με άλλα λόγια, αυτός ο ορισμός δεν στέκει πια για την Ευρώπη του ’16, αφού και η αριστερά στηρίζει τον «καπιταλισμό». Ο κ. Τσίπρας, αντιπρόεδρος του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και μασκότ αυτού του κινήματος στην ήπειρό μας, δεν έχει κανένα θέμα με το σύστημα του καπιταλισμού ως ιδέα, αλλά με την παρούσα μορφή και εφαρμογή του συστήματος. Δεν μπορούμε πια να θεωρούμε τους αριστερούς ως κουμουνιστές με την κλασσική έννοια: αντιδραστικοί και αντισυστημικοί που ελπίζουν στην ανατροπή του παρόντος πολιτικοοικονομικού συστήματος στην Ευρώπη, αυτό των σύγχρονων καπιταλιστικών δημοκρατιών. Οι αριστεροί δεν είναι πιά εξωκοινοβουλευτικοί καταληψίες και επαναστάτες. Αντιθέτως, οι αριστεροί την σύγχρονη ημέρα είναι πρωθυπουργοί, ηγέτες της αντιπολίτευσης ή μέλη κυβερνήσεων συνασπισμού. Η αριστερά είναι πια ένα ενεργό μέλος του ευρωπαϊκού πολιτικού γίγνεσθαι, είτε στις Βρυξέλλες, είτε στις εκάστοτε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Το άλλο μέρος του ορισμού, η «σταδιακή κοινωνική αλλαγή» την οποία η κεντροαριστερά έχει ως στόχο, παρομοίως μπορεί να αμφισβητηθεί. Θεωρητικά πάντα, τα μέλη του PES (του ευρωπαϊκού κόμματος το οποίο αυτοορίζεται ως κεντροαριστερό) πιστεύουν στην παραπάνω ιδέα. Στην πράξη όμως τα πράγματα μπορεί να ερμηνευθούν πολύ διαφορετικά ως προς τις πολιτικές που ακολουθούν τα μέλη του PES την παρούσα φάση. Εάν «κοινωνική αλλαγή» σημαίνει κοινωνική πρόοδος, τότε αυτή φέρνει καλύτερο βιοτικό επίπεδο και περισσότερα δικαιώματα σε εργαζομένους ή μη, κάτι το οποίο δεν ισχύει ως αποτέλεσμα των παραπάνω πολιτικών. Οι «διαρθρωτικές αλλαγές» που προωθούνται σε Γαλλία και Ιταλία (χώρες με κεντροαριστερές κυβερνήσεις) είναι στην αντίθετη κατεύθυνση από τα ιδεώδη της κοινωνικής προόδου του σοσιαλδημοκρατικού χώρου, ενός χώρου που αγωνίστηκε και άνθισε σε τούτες τις χώρες τον 20ο αιώνα.

Η κεντροαριστερά μεταφέρθηκε ελαφρώς δεξιά για να μείνει στην ιστορία ως υπεύθυνη δύναμη, κι όχι ως παρατηρητές μίας οικονομικής καταστροφής.

Οι «μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας», όπως ονομάζονται και προτείνονται από την ΕΚΤ, περιορίζουν τα δικαιώματα και τις παροχές στον εργασιακό χώρο, ακόμη κι αν θεωρούμε πως πολεμάμε την «διαγενεακή ανισότητα». Γιατί να έχουμε την προηγούμενη εργασιακή γενιά πιο ανίσχυρη, για να είναι το ίδιο ανίσχυρη με τις επόμενες γενεές, αντί να κρατήσουμε τα δικαιώματα των προηγούμενων γενεών και να επεκτείνουμε αυτά των επομένων, πάλι στο όνομα της «διαγενεακής ισότητας»; Δεν θέλω να υπερβάλλω με τις απαιτήσεις μου, αλλά όντας μέλος της επόμενης εργασιακής γενιάς, έτσι βλέπω την «σταδιακή κοινωνική αλλαγή» την οποία πίστευαν οι μεγάλοι κεντροαριστεροί πολιτικοί του 20ου αιώνα. Εάν τότε είναι υπερβολικές και μη ρεαλιστικές αυτές οι απαιτήσεις, σε αυτό το μείζων για το κίνημα ζήτημα όπως οι εργασιακές σχέσεις, τότε τι ορίζετε ως κοινωνική πρόοδος την μετά της κρίσης περίοδο;

Αφού παρατηρήσαμε πως και τα δύο σκέλη του προηγούμενου λεξικολογικού ορισμού της κεντροαριστεράς δεν εκπροσωπούν την παρούσα ευρωπαϊκή πραγματικότητα στον χώρο της κεντροαριστεράς, τότε ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης της; Με το ίδιο σκεπτικό, κινήματα όπως η κεντροδεξιά των μελών του EPP ή η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ (και των Podemos πιθανώς στο μέλλον) κάνουν την ίδια δουλεία καλύτερα. Επομένως, μπορεί να θεωρηθεί η κεντροαριστερά των μελών του PES ως ένας πολιτικός χώρος άσκοπος στην Ευρώπη του ’16. Κι έτσι προχωρώ στην επόμενη υπαρξιακή ερώτηση: εάν αυτό το φαινόμενο είναι απλή σύμπτωση ή χρήζει εύκολης εξήγησης. Για παράδειγμα, είναι οι εκλογικές ήττες του βρετανικού Εργατικού Κόμματος ή του ισπανικού PSOE μία απλή σύμπτωση, εάν αναλογιστούμε πως και στις δύο χώρες έμειναν στην κυβέρνηση κεντροδεξιά λάβαρα της λιτότητας (όπως οι Συντηρητικοί και το PP, αντίστοιχα); Η απάντηση μου είναι η εξής: ούτε απλή σύμπτωση είναι, ούτε μια μοναδική και εύκολη εξήγηση έχει το ζήτημα αυτό.

Μία εξήγηση που δίνεται συνήθως είναι πως τα κεντροαριστερά κόμματα που ήταν στην εξουσία στο ξέσπασμα της κρίσης, είτε της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής (βλέπε Ην. Βασίλειο και Εργατικό Κόμμα), είτε της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής (βλέπε Ελλάδα και ΠΑΣΟΚ), κι έτσι αναγκάστηκαν να πάρουν μέτρα με μεγάλο πολιτικό κόστος. Συμπωματικά ή μη, πολλά κεντροαριστερά κόμματα ήταν στην εξουσία την περίοδο αυτή, με αποτέλεσμα την ταυτόχρονη πτώση δημοτικότητας στα κόμματα του χώρου τούτου. Η άλλη εξήγηση που δίνεται είναι πως η κεντροαριστερά, για να αποφύγει τον λαϊκισμό της αριστεράς (βλέπε Ελλάδα και Τσίπρα) ή της ευρωσκεπτικιστικής δεξιάς (βλέπε Γαλλία και Λε Πεν), μεταφέρθηκε ελαφρώς δεξιά στο αντιληπτό από τους ψηφοφόρους πολιτικό φάσμα. Σκοπός ήταν να μείνει στην ιστορία ο χώρος της κεντροαριστεράς ως μια «υπεύθυνη δύναμη», κι όχι ως παρατηρητές μίας οικονομικής καταστροφής.

H κεντροαριστερά πρέπει να πράξει ενεργά και με πολιτική ιδιοκτησία, κι όχι στηριζόμενη στην δικαιολογία των εξωγενών πιέσεων.

Αδύναμη να σκαρφιστεί μια πιο κοινωνικά ευαίσθητη οικονομική πολιτική, όντας σε κυβερνητικές συνεργασίες με κεντροδεξιούς και επηρεαζόμενη από τον φιλελευθερισμό των κανόνων (‘ordoliberalismus’) του κ. Σόιμπλε, η κεντροαριστερά ταυτίστηκε με την κεντροδεξία στο όνομα μίας προσωρινής «δημοσιονομικής προσαρμογής». Τραγικό για το κίνημα αποτέλεσμα ήταν η εγκατάλειψη παραδοσιακών πολιτικών και η ιδιοκτησία πολιτικών που για τόσα χρόνια η κεντροαριστερά αγωνιζόταν ενάντια, όπως η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Οι κοινωνικές πολιτικές πια πέρασαν στην ιδιοκτησία της αριστεράς και της ευρωσκεπτικιστικής δεξιάς, δίνοντας ένα πολύτιμο raison d'être για τους παραπάνω χώρους στο ευρωπαϊκό πολιτικό παιχνίδι. Η άνοδος των τελευταίων στην εξουσία, ή στην εκλογική τους δύναμη γενικότερα, δεν είναι τυχαίο συμβάν, αλλά προϊόν μίας μεταφοράς πολιτικής ιδιοκτησίας, η οποία μετέφερε επίσης και την μάζα ψηφοφόρων που υποστήριζαν τις πολιτικές αυτές.

Εφόσον απαντήθηκαν αυτές οι κρίσιμες υπαρξιακές ερωτήσεις, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να περάσουμε από την θεωρία στην πράξη και να παρουσιαστεί χωρίς ιδεολογικούς ενδοιασμούς «το τρίλημμα της κεντροαριστεράς» στην Ευρώπη την σήμερον ημέρα. Τι είναι ένα τρίλλημα; Η λέξη «τρίλημμα» χρησιμοποιείται συνήθως στις οικονομικές επιστήμες, και πιο ειδικά στο πεδίο της διεθνούς οικονομίας. Οι οικονομολόγοι Mundell και Fleming χρησιμοποίησαν αυτή τη λέξη για να περιγράψουν την «αδύνατη τριάδα» της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, της εθνικής ανεξαρτησίας της νομισματικής πολιτικής και της κινητικότητας του κεφαλαίων. Δεν μπορεί κανένα κράτος να συνδυάσει και τα τρία παραπάνω, κι έτσι πρέπει να θυσιάσει το ένα από αυτά. Μόνο δανειζόμενος αυτή την περίφημη οικονομική ορολογία μπορεί κανείς να περιγράψει την πολυπλοκότητα και το αδιέξοδο των επιλογών της σύγχρονης ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς. Στην περίπτωση μας, η «αδύνατη τριάδα» είναι ακόμα πιο εριστική από την αντίστοιχη οικονομική. Η λύση της προϋποθέτει ρήξη με πρακτικές του παρελθόντος που θεωρήθηκαν ιερές (π.χ. συμμαχίες με κόμματα ιδεολογικά ασύμβατα) και αποδοχή πρακτικών του παρόντος που αποδεικνύονται καθημερινά ως μια μορφή πολιτικής αυτοκτονίας (π.χ. εκσυγχρονιστικού ή προοδευτικού χαρακτήρα συμμαχίες που δυσαρεστούν την εκλογική βάση). Το τρίλημμα είναι σχεδόν αυτονόητο. Η κεντροαριστερά πρέπει να επιλέξει δύο εκ των τριών στρατηγικών κινήσεων: της συμμαχίας εκ δεξιών, της συμμαχίας εξ αριστερών και της μελλοντικής αυτοδυναμίας. Εάν θέλει να μη καταλήξει άσκοπη την μετά της κρίσεως εποχή των τεκτονικών πολιτικών ανακατατάξεων, η κεντροαριστερά πρέπει οπωσδήποτε να πράξει ενεργά και με πολιτική ιδιοκτησία, κι όχι στηριζόμενη στην δικαιολογία των εξωγενών πιέσεων. Επίσης πρέπει να πράξει στρατηγικά και με μακροπρόθεσμη σκέψη, και να μην βασιστεί στην άλλη πολυχρησιμοποιημένη δικαιολογία, αυτή της «κρισιμότητας της κατάστασης». Η λύση του τριλήμματος είναι σχεδόν ζωτικής σημασίας για το κίνημα. Επομένως, η λύση αυτή οφείλει να έχει την σφραγίδα του ίδιου του κινήματος και των ηγετών του, μία σφραγίδα από ανεξίτηλο μελάνι που δεν σβήνεται εύκολα με την κάθε βραχυπρόθεσμη ευκαιρία για δημοσκοπική άνοδο.

Το τρίλημμα είναι υπαρκτό, όπως και η αναγκαιότητα λύσης του σήμερα, όχι αύριο.

Όπως και στο οικονομικό τρίλημμα, έτσι και στο τρίλημμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς πρέπει να θυσιαστεί μία εκ των τριών παραπάνω κινήσεων στο ιδεολογικό φάσμα και είναι πολύ εύκολο να κατανοηθεί το γιατί. Εάν το κίνημα συμμαχήσει με αριστερούς σε μία κυβέρνηση και με κεντροδεξιούς σε μία άλλη, τότε χάνεται η ιδιότητα του ως ανεξάρτητος, και προπαντός αυτοδύναμος, πολιτικός χώρος, γιατί πια έχει χαθεί η ιδεολογική του αξιοπιστία και έχει καταστεί ολόκληρο ως ένας «ιδεολογικός κωλοτούμπας». Μόνο εάν με συνέπεια συμμαχήσει με τη μία εκ των πλευρών του, είτε εκ της δεξιάς, είτε εκ της αριστεράς, διατηρείται η ιδεολογική αξιοπιστία και υπάρχει δυνατότητα μελλοντικής αυτοδυναμίας (είτε πολιτικής αυτοδυναμίας, είτε, στην καλύτερη, εκλογικής αυτοδυναμίας). Βεβαίως όμως, οφείλεται να υπογραμμισθεί το γεγονός πως όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν κάτι το οποίο θεωρείται από τις υπαρξιακές ερωτήσεις που απαντήθηκαν προηγουμένως: την ήττα του χώρου, της απώλειας της αυτοδυναμίας του (κυρίως εκλογικής) και την ανάγκη για συμμαχία στην παρούσα φάση, κι όχι σε ένα αόριστο μέλλον.

Κάποιοι όμως μπορεί να μην συμφωνήσουν με τις απαντήσεις που δόθηκαν στις υπαρξιακές ερωτήσεις παρέθεσα και να απορρίπτουν το τρίλημμα ως ένα πλαίσιο κινήσεων πάνω στο ιδεολογικό φάσμα. Πάντως σίγουρα δεν γίνεται να μην απορρίπτουν το ένα και να απορρίπτουν το άλλο από τα συμπεράσματα μου, διότι το ένα καταστεί το άλλο αναγκαίο. Δεν θα θεωρητικολογήσω περί της εκλογικής κατάληξης που θα έχουν η κάθε μια εκ των λύσεων του τριλήμματος, διότι αυτή διαφέρει ανάλογα με την κάθε χώρα και τις περιστάσεις. Ούτε θα προβάλλω μία άποψη περί καταλληλότητας μίας εκ των τριών λύσεων (π.χ. η εναλλαγή συμμαχιών αναλόγως την περίσταση από συμμαχία εκ δεξιών σε συμμαχία εξ αριστερών και αντίστροφα), γιατί σε μια τέτοια άποψη παίζει ρόλο το πως οραματίζεται κανείς την κεντροαριστερά το ’16. Για παράδειγμα, η ώριμη παλιά γενιά μπορεί να θεωρεί την μετριοπάθεια πιο κατάλληλη, επιλέγοντας για τώρα τον οικονομικό εκσυγχρονισμό που προσφέρει η κεντροδεξιά, με αυτοδυναμία στο απώτερο μέλλον. Με παρόμοιο σκεπτικό, η ενθουσιώδης νέα γενιά μπορεί να θεωρεί την ριζοσπαστικότητα πιο κατάλληλη, επιλέγοντας για τώρα τον κοινωνικό προοδευτισμό που προσφέρει η αριστερά, με αυτοδυναμία στο απώτερο μέλλον. Η λογική παραμένει η ίδια και για το μπλοκ των πραγματιστών. Εκεί η ευελιξία υπερέχει της μελλοντικής αυτοδυναμίας, εγγυώμενη την εξεύρεση λύσεων, την πολιτική σταθερότητα και την αποφυγή μίας καταστρεπτικής λαϊκίστικης αριστεράς ή μίας, ακόμα πιο καταστρεπτικής, εκλογικής ανόδου της ευρωσκεπτικιστικής δεξιάς. Όπως πάντα στην πολιτική, οι απόψεις διίστανται ανάλογα με γενιά και νοοτροπία. Παρ’ όλα αυτά, μία άποψη είναι ανεξάρτητη από το έτος γέννησης ή την κουλτούρα του καθενός, μια άποψη σχετικά με την αναγκαιότητα κινήσεων και μετακινήσεων της σύγχρονης ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς. Το τρίλημμα είναι υπαρκτό, όπως και η αναγκαιότητα λύσης του σήμερα, όχι αύριο.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Kazimir Malevich (1878-1935) Peasants

Γριβοκωστόπουλος, Αριστείδης

Ο Αριστείδης Γριβοκωστόπουλος γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του St Catherine’s British School και προπτυχιακός φοιτητής Οικονομικών στο London School of Economics and Political Science (LSE). Αρθρογραφεί για την εφημερίδα ‘The Beaver’ του LSE, ενώ παράλληλα είναι διευθυντής του Macro Research Group του LSE SU Investment Society, οπού είναι υπεύθυνος για την έκδοση ενός εβδομαδιαίου ενημερωτικού περιοδικού για επενδυτές. Επίσης, είναι μέλος της συγγραφικής ομάδας ‘Macroeconomic Undergraduate Research Team’ του LSE, η οποία συγγράφει μια δημοσιεύσιμη επισκόπηση ερευνών , σχετικά με το βέλτιστο σχεδιασμό δημοσιονομικής πολιτικής σε νομισματικές ενώσεις. Το 2015, ήταν μέλος της νικήτριας ομάδας σε πανευρωπαϊκό διαγωνισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), με θέμα την αναλυτική πρόβλεψη της νομισματικής πολιτικής που θα αποφασιζόταν από το Διοικητικό της Συμβούλιο, για τον Μάρτιο και τον Απρίλιο εκείνου του χρόνου.