Ο Χρήστος Μπαξεβάνης γράφει για τα αποσχιστικά κινήματα με αφορμή το δημοψήφισμα στην Καταλωνία: «Η θεωρία, η οποία προστατεύει τα δικαιώματα των μειονοτήτων και τους δίνει το δικαίωμα να αποσχιστούν, όταν οι συγκεκριμένες ομάδες δέχονται θεσμικές διακρίσεις, καταπιέσεις ή μαζικές εθνοτικές εξοντώσεις, ονομάζεται «θεραπευτική απόσχιση». Σε περίπτωση που μια ομάδα είναι θύμα σημαντικής παραβίασης θεμελιωδών ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων, μέσω καταχρηστικής άσκησης εξουσίας από το κράτος, τότε, το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει το δικαίωμα στην προσβεβλημένη ομάδα να αποσχιστεί από το κράτος. H θεραπευτική απόσχιση θα πρέπει να είναι η τελευταία των λύσεων. Είναι προφανές ότι η περίπτωση των Καταλανών δεν εμπίπτει σε αυτό»

Ο Γιώργος Σπηλιωτόπουλος γράφει για την ενοχή της ευδαιμονίας σε καιρούς κρίσης: «Ο συμβιβασμός και η παθητική αποδοχή της κακής σημερινής κατάστασης είναι αυτό που μας στερεί ακαριαία την αυριανή πρόοδο. Από τις πρώτες σελίδες ανθρώπινης ιστορίας στον πλανήτη μας, το πρωταρχικό κίνητρο για την εξέλιξη ήταν η δυσαρέσκεια με την υπάρχουσα κατάσταση, και η αναζήτηση μιας νέας, καλύτερης. Και προϋπόθεση για αυτήν ακριβώς τη δυσαρέσκεια στέκεται ο ζήλος, η επιθυμία και η ενεργητική διεκδίκηση για κάτι το καλύτερο. Για να το πω πιο απλά: Δεν μπορεί να είσαι ζωντανός, αν σου λείπει η επιθυμία για κάτι καλύτερο.»

Ο Σπύρος Λίτσας γράφει για την 4η γενιά τζιχαντιστών και το ισλαμικό κράτος: «Η τέταρτη γενιά τζιχαντιστών έχουν ήδη στο εφηβικό τους δωμάτιο της αφίσες του Ισλαμικού Κράτος από τη Ράκκα ή τη Μοσούλη, παρακολουθούν τις ευρωπαϊκές εξελίξεις με την άνοδο της ακροδεξιάς και την ενίσχυση της ξενοφοβίας και συνεχίζουν να έρχονται σε επαφή με τα κηρύγματα μίσους και ενίσχυσης του ισλαμικού ριζοσπαστισμού που διαπερνούν την ευρωπαϊκή ήπειρο. Η τέταρτη γενιά τζιχαντιστικής τρομοκρατίας θα είναι πιο συστηματική και εξελιγμένη στη διασπορά του τρόμου από ότι έχουμε δει μέχρι σήμερα και είναι αναγκαίο ως δυτικός κόσμος να είμαστε προετοιμασμένοι πριν από αυτούς για την αντιμετώπιση αυτών.»  

Ο Αντώνης Τριφύλλης γράφει για την επόμενη μέρα των γερμανικών εκλογών και τις διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό της Γερμανικής Κυβέρνησης: «Η πιο πιθανή κυβέρνηση θα αποτελείται από το CDU, το FDP και τους Πράσινος. Η Τζαμάικα. Οι άλλες δυο δυνατότητες μάλλον αποκλείονται. Ο Μεγάλος Συνασπισμός έχει αποκλειστεί κατηγορηματικά από τον Σουλτς. Ο σχηματισμός κυβέρνησης μειοψηφίας δύσκολα θα προχωρήσει. Εν συντομία, σε σχέση με τα Ευρωπαϊκά, ας δούμε μερικές από τις θέσεις των τριών κομμάτων του ενδεχόμενου τριμερούς συνασπισμού. Ο Γιούνκερ, ο Μακρόν και όλοι εμείς περιμένουμε να δούμε που θα καταλήξει, και με ποιούς συμβιβασμούς η νέα πορεία της Ε.Ε.»

Ο Μελέτης Ρεντούμης γράφει για τις εξελίξεις στην κεντροαριστερά: «Αν η νέα ηγεσία του κόμματος επιχειρήσει να δώσει με την συναίνεση των συμμετεχόντων κομμάτων κάποιο ιδεολογικό στίγμα, αυτό δεν μπορεί να περιφέρεται γύρω από το δίλημμα αριστερά ή δεξιά. Η κοινωνία πλέον ενδιαφέρεται για πρόοδο, απασχόληση, καινοτομία, για ισχυρό κοινωνικό κράτος και για ένα κράτος δικαίου που θα σέβεται κάθε πολίτη ξεχωριστά μέσα από ένα καθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας. Αυτές πρέπει να είναι οι θεμελιώδεις αρχές του νέου κόμματος που οφείλει να σεβαστεί την ανάγκη του κόσμου για κάτι νέο και ελπιδοφόρο χωρίς τις ιδεοληψίες του παρελθόντος και χωρίς πρόωρα εκβιαστικά διλήμματα μετεκλογικών συνεργασιών.»

Ο Γιάννης Κουτσομύτης γράφει για τις Γερμανικές εκλογές: «Το πολιτικό τοπίο στη Γερμανία βίωσε έναν τεκτονικό σεισμό χθες. Η μεγάλη πτώση των παραδοσιακών κομμάτων, το τέλος του μεγάλου συνασπισμού και η ραγδαία άνοδος του ακροδεξιού AfD δημιουργούν ένα εντελώς διαφορετικό πολιτικό τοπίο στη μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης. Οι χθεσινές εκλογές απέδειξαν ότι η γνωστή ρήση του James Carville “it's the economy, stupid” δεν είναι το απόλυτο μάντρα στην πολιτική. H Γερμανία έχει το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας των τελευταίων 35 ετών, ικανοποιητική ανάπτυξη της οικονομίας, εξαιρετική δημοσιονομική κατάσταση, με το προϋπολογισμό να καταγράφει ισχυρά καθαρά πλεονάσματα δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ , ενώ οι μισθοί αυξάνονται με ρυθμό άνω του 3%»